ομοφυλόφιλος, -η, -ο
- που αισθάνεται ρομαντική ή/και σεξουαλική έλξη προς άτομα του ίδιου φύλου ένας ομοφυλόφιλος άνδρας
- που αναφέρεται στην ρομαντική ή/και σεξουλική έλξη προς άτομα του ίδιου φύλουη ομοφυλόφιλη επιθυμία
ομόφυλος < αρχαία ελληνική ομόφυλος < ὁμός + φῦλον
ομόφυλος, -η, -ο
- που ανήκει στην ίδια φυλή με κάποιον άλλον≠ αντώνυμα: αλλόφυλος
- που έχει το ίδιο βιολογικό φύλο με κάποιον άλλον
- που αναφέρεται σε άτομα του ίδιου βιολογικού φύλου ο Άρειος Πάγος ακύρωσε τους γάμους μεταξύ ομόφυλων ζευγαριών που τέλεσε ο δήμαρχος Τήλου