ομοφυλόφιλοι και ομόφυλοι (ετυμολογία)

ομοφυλόφιλος, -η, -ο

  1. που αισθάνεται ρομαντική ή/και σεξουαλική έλξη προς άτομα του ίδιου φύλου ένας ομοφυλόφιλος άνδρας
  2. που αναφέρεται στην ρομαντική ή/και σεξουλική έλξη προς άτομα του ίδιου φύλουη ομοφυλόφιλη επιθυμία

ομόφυλος < αρχαία ελληνική ομόφυλος < ὁμός + φῦλον

ομόφυλος, -η, -ο

  1. που ανήκει στην ίδια φυλή με κάποιον άλλον≠ αντώνυμα: αλλόφυλος
  2. που έχει το ίδιο βιολογικό φύλο με κάποιον άλλον

    • που αναφέρεται σε άτομα του ίδιου βιολογικού φύλου ο Άρειος Πάγος ακύρωσε τους γάμους μεταξύ ομόφυλων ζευγαριών που τέλεσε ο δήμαρχος Τήλου

    αντώνυμα: ετερόφυλος