Το Λημναίο Έγκλημα, και η μοίρα της Υψιπύλης
Σύμφωνα με την αρχαιοελληνική μυθολογία, ο θεός Διόνυσος, ερωτεύτηκε παράφορα την Αριάδνη (κόρη του Βασιλιά της Κρήτης Μίνωα), την οποία μετέφερε στη νήσο Λήμνο, και μαζί της απέκτησε τον Θόαντα (= ταχύ και σε ετοιμότητα) και άλλους τρεις γιους. Ο Θόας μεγαλώνοντας έγινε ο βασιλιάς της Λήμνου (κατά τον Όμηρο: πόλη του θεικού Θόα) και παντρεύτηκε την Μύρινα (κόρη του βασιλιά της Ιωλκού, Κρηθέα, συνεπώς απόγονο του Αιόλου), της οποίας το όνομα έχει η πρωτεύουσα της Λήμνου).
Στα χρόνια της βασιλείας του Θόαντα, οι Λημνιάδες (οι γυναίκες του νησιού), ενώ τιμούσαν τους άλλους θεούς, εσκεμμένα παραμελούσαν τη λατρεία της θεάς Αφροδίτης, την οποία δεν εκτιμούσαν ιδιαιτέρως, καθώς η συμπεριφορά της απέναντι στον θεό-προστάτη του νησιού, Ήφαιστο, δεν ήταν η πρέπουσα. Από τότε δε, που έμαθαν πως ο Ήφαιστος συνέλαβε τη γυναίκα του να τον απατά με τον Άρη, σταμάτησαν εντελώς τις λατρευτικές τελετουργίες προς τιμήν της. Παράλληλα οι ισχυρές ηφαιστειακές εκρήξεις που συντάραζαν εκείνο το διάστημα το νησί, αποδόθηκαν σε ένα αγαλματίδιο της Αφροδίτης (που βρίσκονταν κοντά στο άγαλμα της “Λημνίας Βοός”), το οποίο οι Λημνιάδες δίχως δεύτερη σκέψη, πέταξαν στη θάλασσα.
Τότε η Αφροδίτη αποφάσισε να τιμωρήσει όλες τις γυναίκες της Λήμνου, στέλνοντας στο σώμα τους μία ανυπόφορη μυρωδιά, που απωθούσε τους άντρες, στους οποίους παράλληλα ενέπνευσε έρωτα προς τις Θρακιώτισσες δούλες τους. Οι Λημνιάδες με τις κόρες τους, εκδιώχθηκαν από τα σπίτια τους και αντικαταστάθηκαν από τις ερωμένες των συζύγων τους, προκαλώντας τους απίστευτη οργή και μένος εναντίον τους.
Χωρίς να τους αναγνωρίσουν κανένα ελαφρυντικό, αφού συνεννοήθηκαν μεταξύ τους κι έδωσαν όρκο, έριξαν ένα βράδυ στο κρασί τους ενός είδους ναρκωτική ουσία. Όταν αυτοί αποκοιμήθηκαν βαθιά, ανίκανοι να αντιδράσουν, τους έσφαξαν και έσπρωξαν τα άψυχα κορμιά τους σε έναν γκρεμό της περιοχής.
Ο λόφος αυτός στις μέρες μας ονομάζεται Πέτασος, ενώ η ευρύτερη περιοχή, εξαιτίας της ομαδικής ανδροκτονίας ονομάστηκε Ανδροφόνιον (σημερινό Ανδρώνι της Μύρινας).
Η μόνη που δεν άντεξε να προχωρήσει στο ομαδικό έγκλημα, ήταν η πριγκίπισσα Υψιπύλη, κόρη του βασιλιά Θόα και της Μύρινας. Η Υψιπύλη θέλοντας να προστατέψει τον πατέρα της, του έδωσε την ώρα της σφαγής, το ξίφος με το οποίο θα έπρεπε να τον σκοτώσει όπως τους άλλους, τον σκέπασε με ένα ύφασμα και σύμφωνα με μία εκδοχή τον έβαλε σε ένα κερωμένο κιβώτιο ή καλάθι που έσπρωξε στη θάλασσα.
Σύμφωνα με μία άλλη εκδοχή, έδρασε με ψυχραιμία κατόπιν σχεδίου: οδήγησε τον πατέρα της στο ναό του θεού Διονύσου όπου και πέρασε τη νύχτα, και την άλλη μέρα τον μεταμφίεσε σε Διόνυσο, φορώντας του όλα τα κοσμήματα του θεού που βρίσκονταν στον ναό, και τον περιέφερε στους δρόμους του νησιού.
Στη συνέχεια ισχυρίστηκε ενώπιον των άλλων Λημνιάδων, πως ο θεός της ζήτησε να τον εξαγνίσει από το αποτρόπαιο έγκλημα που διέπραξαν, βουτώντας το άγαλμά του στη θάλασσα. Επέστρεψε στον ναό, σκέπασε πάλι τον Θόαντα και τον οδήγησε στην ακροθαλασσιά, όπου και τον έβαλε σε μία αυτοσχέδια βάρκα. Τα κύματα μετέφεραν το σκάφος με τον Θόαντα, στην Ταυρίδα, όπου τον παρέλαβε η θεά Άρτεμις και τον έχρισε φύλακα του ιερού της. Σύμφωνα με μία εκδοχή ο Θόας ταυτίζεται με τον ομώνυμο βασιλιά της Ταυρίδας, σύμφωνα με μια δεύτερη το πλεούμενο τελικά κατέληξε στη Σίκινο (όπου με τη νύμφη Οινόη απέκτησε τον Σίκινο που ονοματοδότησε το νησί), και σύμφωνα με μία τρίτη εκδοχή, ο Θόας έφτασε στη Χίο όπου βασίλευε ο αδελφός του Οινοπίων.
Το ομαδικό έγκλημα αυτό, συγκλόνισε τόσο πολύ την κοινωνία της εποχής, ώστε να διατηρηθεί στη συλλογική μνήμη, για αρκετούς αιώνες αργότερα, και να συνεχίσει να σχολιάζεται από τους μετέπειτα ιστορικούς, τραγωδούς και ποιητές.
Για παράδειγμα, ο Αισχύλος αναφέρει στις χαμένες του τραγωδίες Υψιπύλη και Λήμνιαι, πως “οι Λήμνιοι κατέχουν την κορυφαία ιστορική θέση στην εγκληματικότητα, και οποιοδήποτε φρικτό έγκλημα μπορεί να συγκριθεί μόνο με εκείνα των γυναικών τους”. Ο Ηρόδοτος ονομάζει “Λημναίο έγκλημα” οποιαδήποτε αποτρόπαια πράξη, ενώ και ο λυρικός ποιητής Πίνδαρος, χαρακτηρίζει εγκληματική τη ράτσα των γυναικών της Λήμνου αφού σκότωσαν τους συζύγους τους.
Μετά τον αφανισμό όλων των ανδρών, οι Λημνιάδες ανακήρυξαν βασίλισσα της Λήμνου την βασιλικής (από τον Θόα, τον Μίνωα και τον Κρηθέα), αλλά και θεϊκής καταγωγής (από τον Διόνυσο, τον Αίολο και την Πασιφάη), Υψιπύλη, παραδίδοντάς της το σκήπτρο και το στέμμα του πατέρα της. Πλέον οι μόνιμοι ενήλικοι κάτοικοι του νησιού αποτελούνταν μονάχα από γυναίκες, οι οποίες ανέλαβαν να κάνουν και όλες τις χειρωνακτικές σκληρές εργασίες που έκαναν έως τότε οι άνδρες, συμπεριλαμβανομένης και της άμυνας του νησιού από τους διάφορους εισβολείς.
Ώσπου μια μέρα ένα πλοίο κατέφθασε στις ακτές του νησιού, για το οποίο οι Λημνιάδες υπέθεσαν πως μετέφερε Θράκες πειρατές. Πήραν λοιπόν τα άρματα, προκειμένου να τους αποκρούσουν πριν ακόμα αποβιβαστούν. Το πλοίο όμως δεν ήταν άλλο από την Αργώ, που μετέφερε τον Ιάσονα και τους συντρόφους του από την Ιωλκό, με προορισμό την Κολχίδα του Εύξεινου Πόντου, όπου και βρισκόταν το Χρυσόμαλλο Δέρας. Ο Ιάσων, ζήτησε ακρόαση από την βασίλισσα της Λήμνου, στην οποία εξήγησε πως το μόνο που επιθυμούσαν, ήταν να τους επιτρέψει να μείνουν για λίγο στο νησί πριν συνεχίσουν το μακρύ ταξίδι τους, και πως δεν είχαν ουδεμία πρόθεση να βλάψουν τις κατοίκους του.
Η Υψιπύλη, συγκέντρωσε τις γυναίκες του νησιού και τους πρότεινε να σταματήσουν την επίθεση προς τους Αργοναύτες μεταξύ άλλων και για να μην διακινδυνεύσουν το ενδεχόμενο ήττας τους, και συνακόλουθα τη διαρροή του μυστικού τους σχετικά με την μαζική ανδροκτονία που διέπραξαν. Συμπλήρωσε πως αντί να τους κάνουν εχθρούς πολεμώντας τους, είναι προτιμότερο να τους φιλοξενήσουν και τους περιποιηθούν, ώστε να τους έχουν προστάτες. Η ηλικιωμένη τροφός της Υψιπύλης, Πολυξώ, σύμφωνα με τον Απολλώνιο τον Ρόδιο, συμπλήρωσε:
Δώρα λοιπόν εμείς, όπως η Υψιπύλη θέλει, στους ξένους μας ας στείλουμε, γιατί είναι πιο καλό να δώσουμε. Σας πέρασε ποτέ απ’ το νου, πώς θα τα καταφέρετε στη ζωή, αν κάποιος Θρακικός στρατός πλησιάσει, ή άλλος εχθρός […] Μα ακόμα και αν κάποιος θεός τούτο το αποτρέψει, χιλιάδες άλλα βάσανα πιο μεγάλα κι από τον πόλεμο μας περιμένουν. Όταν οι γυναίκες οι γριές πεθάνουν, κι εσείς φτάσετε στα δύστυχα γηρατειά, οι πιο νέες, χωρίς παιδιά πώς τότε, κακορίζικες, θα ζήσετε;
Μήπως τα βόδια μονάχα τους θα μπούνε κάτω απ’ το ζυγό στα βαθιά χωράφια και το αλέτρι θα σύρουν μέσα στους αγρούς, και τα στάχυα θα θερίσουν, όταν έρθει η ώρα; [….] Τώρα λοιπόν μπροστά στα πόδια σας βρίσκεται η σωτηρία, αν επιτρέψετε στους ξένους να φροντίζουν για τα σπίτια σας, για όλα σας τα υπάρχοντα και για την ένδοξη την πόλη.
Οι Λημνιάδες αφού σκέφτηκαν αυτά που μόλις είχαν ακούσει, συμφώνησαν να επιτραπεί η αποβίβαση στους Αργοναύτες, οι περισσότεροι εκ των οποίων ερωτεύτηκαν τις γυναίκες της Λήμνου, που ήδη είχαν αναρρώσει από την αρρώστια που τους είχε στείλει η θεά Αφροδίτη. Οι πολεμικές μάχες των Λημνιάδων εναντίον των Αργοναυτών, σύμφωνα με τον Πίνδαρο, αντικαταστάθηκαν από αθλητικούς αγώνες (στους οποίους διεξήχθη για πρώτη φορά το πένταθλο), με έπαθλο τα ενδύματά τους και την “αγκαλιά” τους.
Από το σμίξιμό τους πολλά παιδιά γεννήθηκαν εκείνο το διάστημα, ενώ και η Υψιπύλη απέκτησε από τον Ιάσονα δύο δίδυμους γιους, τους οποίους ονόμασαν, Εύνηο και Θόα (κατ’ άλλους Νεβρόφονο ή Δηίπυλο).
Το γεγονός ότι δεν υπήρχαν άντρες στο νησί, οι Λημνιάδες το δικαιολόγησαν στους νέους τους συζύγους, λέγοντάς τους τη μισή αλήθεια. Μίλησαν για την καθοδηγούμενη από την Αφροδίτη, απιστία των ανδρών τους, για την εκδίωξή τους από τα σπίτια τους και την αντικατάστασή τους από τις Θρακιώτισσες δούλες. Μη αναφέροντας τίποτα για τις σφαγές, είπαν στους Αργοναύτες, πως όταν οι άντρες τους κατά τη διάρκεια μιας εκστρατείας, πήραν τους γιους τους κι έφυγαν για τη Θράκη, αυτές αρματώθηκαν και τους απαγόρευσαν να αποβιβαστούν στο νησί, όταν αυτοί θέλησαν να επιστρέψουν.
Οι Αργοναύτες, έμειναν στη Λήμνο πολύ περισσότερο καιρό απ’ αυτόν που αρχικά σκόπευαν, ασχολούμενοι με τις αγροτικές εργασίες στο νησί και διάγοντας μια ήσυχη οικογενειακή ζωή, πλάι στις νέες συζύγους τους. Ο μόνος που διαρκώς τους υπενθύμιζε τον στόχο τους, ήταν ο Ηρακλής, ώσπου έχοντας ήδη κάνει υπομονή για δύο ολόκληρα χρόνια τελικώς εξερράγη. Τους μάζεψε και τους είπε πως εάν δεν φύγουν την επόμενη κιόλας μέρα, θα πρέπει οριστικά να εγκαταλειφθεί η ιδέα της Αργοναυτικής εκστρατείας.
Οι Αργοναύτες τότε αποφάσισαν να συνεχίσουν το ταξίδι τους, και οι Λημνιάδες με μεγάλη τους λύπη τους αποχαιρέτισαν. Η Υψιπύλη, διαισθανόμενη πως αυτή ήταν και η τελευταία φορά που έβλεπε τον Ιάσονα, του ζήτησε να μην την ξεχάσει ποτέ, αλλά επισήμανε πως στην περίπτωση που αποφασίσει κάποτε να επιστρέψει στο νησί, θα του παραχωρούσε τον θρόνο και το σκήπτρο του βασιλιά πατέρα της.
Σε κάθε περίπτωση, βρέθηκε να εργάζεται στο παλάτι της Νεμέας, ενώ τον θρόνο της Λήμνου αργότερα διαδέχθηκε ο γιος της Υψιπύλης και του Ιάσονα, Εύνηος (ο οποίος κατά τη διάρκεια του Τρωικού πολέμου προμήθευε τους Αχαιούς με κρασί). Ο βασιλιάς Λυκούργος εκτιμώντας την βασιλική και θεϊκή καταγωγή της, και συνακόλουθα την καλή ανατροφή και τους τρόπους της, αποφάσισε να της εμπιστευτεί τον νεογέννητο γιο του Οφέλτη, για να τον μεγαλώσει ως παραμάνα. Πριν αναλάβει τη φροντίδα του μωρού δε, την ενημέρωσε πως σύμφωνα με έναν χρησμό, το βρέφος δεν έπρεπε να πατήσει στο χώμα πριν μάθει να μιλάει και να περπατάει.
Η Υψιπύλη φρόντιζε τον μικρό Οφέλτη σαν να ήταν δικό της παιδί, κρατώντας τον συνεχώς στην αγκαλιά της, ώσπου μια μέρα σε έναν απ’ τους περιπάτους της, συνάντησε τα μέλη του εκστρατευτικού σώματος των Αργείων προς τη Θήβα (Επτά επί Θήβας). Ο Άδραστος, ως επικεφαλής, της είπε πως όλοι τους ήταν πολύ κουρασμένοι και διψασμένοι γιατί τους είχε τελειώσει το νερό. Η Υψιπύλη τότε προσφέρθηκε να τους οδηγήσει στην κοντινότερη πηγή, και μόλις την πλησίασαν ξεχνώντας τον χρησμό, ακούμπησε για λίγο τον μικρό Οφέλτη στο έδαφος, πάνω σε ένα στρώμα αγριοσέλινων, ώστε να δείξει στους Αργείους ακριβώς που ήταν η πηγή.
Τότε εμφανίστηκε ένα τεράστιο φίδι (ο δράκος της πηγής), το οποίο δάγκωσε το μωρό τόσο γρήγορα, που κανείς δεν πρόλαβε να αντιδράσει και να το γλυτώσει. Ο άτυχος Οφέλτης ξεψύχησε σχεδόν αμέσως, βυθίζοντας σε πένθος ολόκληρη την πόλη της Νεμέας.
Οι Αργείοι σκότωσαν τον δράκο, ενώ ένας απ’ αυτούς, ο Αμφιάραος, ο οποίος είχε μαντικές ικανότητες, τους προειδοποίησε πως ο θάνατος του βρέφους (στο οποίο προσέθεσε το προσωνύμιο “Αρχέμορος”, δηλ. αρχή κακοτυχίας), αποτελούσε πολύ κακό οιωνό για την εκστρατεία τους την οποία θα έπρεπε να αναβάλουν ή και να ματαιώσουν ακόμα.
Οι γονείς του Οφέλτη, μόλις έμαθαν τα νέα για τον θάνατο του παιδιού τους, εξαγριώθηκαν με την Υψιπύλη, την οποία θέλησαν να θανατώσουν. Οι Αργείοι που γνώριζαν πως η Υψιπύλη δεν είχε κακή πρόθεση, και πως αν δεν είχαν βρεθεί στον δρόμο της, ενδεχομένως το βρέφος να μην έχανε τη ζωή του, κατάφεραν να τη γλυτώσουν από την οργή των τραγικών γονέων. Καθοριστική ήταν η επέμβαση του Αμφιάραου ο οποίος έπεισε την Ευρυδίκη ότι ο θάνατος του παιδιού της ήταν θέλημα των θεών που δεν επιθυμούσαν μια νέα άδικη αιματοχυσία, αλλά τη θέσπιση αγώνων στην πόλη, στη μνήμη του βρέφους, κατά τους οποίους όλοι θα φορούν πένθιμα ρούχα. Έτσι θεσπίστηκαν τα Νέμεα (ιδιαιτέρως σημαντικοί αθλητικοί αγώνες της αρχαιότητας), που μετά από τον πρώτο άθλο του Ηρακλή επανιδρύθηκαν σε ανάμνηση μεν του Αρχέμορου Οφέλτη, αλλά και προς τιμήν του Διός, προκειμένου να λάβουν μεγαλύτερη επισημότητα. Οι πρώτοι Νέμαιοι Αγώνες, πραγματοποιήθηκαν λίγες μέρες αργότερα, με τη συμμετοχή των Αργείων, και πρώτος νικητής αναδείχθηκε ο Άδραστος.
Στο χαμένο έργο του Ευρυπίδη “Υψιπύλη” (περίπου το 410 π.Χ.), αναφέρεται πως σύντομα στη Νεμέα άρχισαν να καταφτάνουν αθλητές από κάθε γωνιά του ελληνικού κόσμου, και μεταξύ αυτών και οι δύο γιοι της Υψιπύλης, που την αναζητούσαν. Σύντομα αφότου έφτασαν, συναντήθηκαν με την μητέρα τους η οποία με μεγάλη της λύπη πληροφορήθηκε τότε, πως ο Ιάσονας είχε πεθάνει, και πως τα δύο αγόρια της, ανατράφηκαν στη Θράκη από τον Αργοναύτη σύντροφό του Ορφέα. Όταν μεγάλωσαν συνάντησαν τον παππού τους Θόα, και οι τρεις μαζί επέστρεψαν στη Λήμνο. Σε αποσπάσματα του ίδιου έργου, η Υψιπύλη διηγείται στον γιο της Εύνηο την τραγική ιστορία του Λημναίου εγκλήματος ως εξής:
–Αλίμονο γιε μου, αναγκάστηκα να δραπετεύσω μέσω θαλάσσης από τη Λήμνο επειδή δεν έκανα το ανοσιούργημα να κόψω το γκρίζο κεφάλι του πατέρα μου.
–Αλήθεια σε διέταξαν να σκοτώσεις τον πατέρα σου;
–Τρομοκρατήθηκα γιε μου με αυτά που έκαναν όλες οι γυναίκες: έσφαξαν όπως οι γοργόνες, τους άντρες στον ύπνο τους.
Τα δύο αγόρια απελευθέρωσαν τη μητέρα τους απ’ την αιχμαλωσία και την πήραν μαζί τους πίσω στο παλάτι τους, στη Λήμνο, όπου ο γιος της Θόας, παρέδωσε στην Υψιπύλη τον “ιερό πορφυρό μανδύα” που του είχε δώσει ο πατέρας του Ιάσονας, και ο οποίος είχε φτιαχτεί από τις Χάριτες για τον παππού της Υψιπύλης, Διόνυσο.
Η Υψιπύλη, καθώς και ο Ιάσονας, έδωσαν τα ονόματά τους στους ομώνυμους αστεροειδείς.
Κείμενο: Πηνελόπη Ν. Δάλλη