Πρόκειται για τρόπο γραφής που χρησιμοποίησαν οι πρώτοι υπερρεαλιστές ποιητές* προκειμένου να καταγράψουν ό, τι ανέβλυζε από το υποσυνείδητό τους χωρίς να υποβάλουν το «προϊόν» αυτό σε κανέναν λογικό ή αισθητικό έλεγχο».
Με βάση τα διδάγματα της ψυχανάλυσης που καθιέρωσε ο Φρόιντ, με την αυτόματη γραφή οι ποιητές φιλοδοξούσαν να φέρουν στην επιφάνεια τις πρωταρχικές δυνάμεις του ασυνείδητου, αντλώντας στοιχεία από τον εσωτερικό τους κόσμο τα οποία παρέθεταν χωρίς λογικό ειρμό επιθυμώντας να δημιουργήσουν ένα κείμενο-όνειρο…
* ο Μπρετόν, Αραγκόν και ο Ελιάρ είναι οι πιο γνωστοί από τους ξένους και ο Ανδρέας Εμπειρίκος από τους πιο αντιπροσωπευτικούς Έλληνες υπερρεαλιστές.
Γράφει ο Ελύτης για την γνωριμία του μαζί του:
Η συνδιάλεξή μας ήταν περισσότερο μια σειρά από επιφωνήματα εκπλήξεων παρά ένας κανονικός διάλογος. Εγώ έβλεπα στο πρόσωπό του ένα πλάσμα περίπου μυθικό που είχε φάει και πιεί με τους θεούς μου. Εκείνος, πάλι, το απροσδόκητο λαχείο ενός νέου ομοϊδεάτη μέσα στη φιλολογική έρημο των Αθηνών. Ήταν γραφτό, ήταν φυσικό μάλλον, να γίνουμε φίλοι». Να, λοιπόν, που, ενώ αλλού επικρατεί ο χλευασμός και η κοφτερή σαν λεπίδα ειρωνεία, εδώ ανθίζει μια νέα φιλία μαζί με μια νέα ποίηση. Την άλλη μέρα έγινε η διάλεξη μπροστά σε βλοσυρούς αστούς που μάταια προσπαθούσαν να κρύψουν τη δυσαρέσκειά τους. Ανάμεσα σε όλους αυτούς ήταν, λέγεται, και ο Bretοn, τον οποίο ο ομιλητής είχε γνωρίσει τον Γενάρη του 1933.