Το διήγημα «Η προσευχή και το τραγούδι» γράφτηκε το 1951 και εμπεριέχεται στο τεύχος 2/1959 του περιοδικού «Διαγώνιος».
Η προσευχή και το τραγούδι
του Ντίνου ΧριστιανόπουλουΠρώτη φορά κοιμόταν σε εκκλησιά, σαν πρόσφυγας. Είχε δεχτεί τόσο πολλές εντυπώσεις, που τού ήταν αδύνατο να κλείσει μάτι. Μέσα του πρόβαλλε ο κάμπος ντυμένος με παρδαλά, μαραμένα φορέματα, ο ποταμός θολός σαν το μάτι μας ύστερα από μια πράξη ενοχής, ο ουρανός πιεστικός και ανυπόφορος, τα σύννεφα που δε λείψαν από κανενός είδους ποίηση, μα πιο πολύ τα δέντρα που, μισοπράσινα, μισοκίτρινα, κρατούσαν μια, θάλεγες ετοιμόρροπη αξιοπρέπεια. Πρώτη φορά είχε δει κι είχε χαρεί τέτοιο φθινοπωρινό φυλλορρόημα. Τον συνέπαιρνε κι αυτόν το φύσημα του ψυχρού αέρα και το στροβίλισμα των φύλλων. Στα μάτια του πρόβαλλαν τα γυμνά πλατάνια, με τα πεσμένα ξερόφυλλα γύρω γύρω. Όλα τού έδιναν ένα παράξενο ρίγος, δίχως συγκεκριμένη αιτία.
Πρώτη φορά είχε προσέξει τόσο πολύ τη φύση. Βουτηγμένος στα προβλήματά του, ποτέ του δεν είχε αισθανθεί το δροσερό αεράκι του βραδιού, ούτε είχε προσέξει τον ευχάριστο θόρυβο της βροχής που πέφτει ρυθμικά πάνω στα ξερά φύλλα. Αυτόν τον τυραννούσε βαθιά το δράμα της ανθρώπινης σχέσης. Τον πλήγωνε που δεν έβρισκε ανταπόκριση, όπως την ήθελε αυτός. Τον βάραινε η σκέψη πως δεν τα κατάφερνε, κι ούτε θα τα κατάφερνε ποτέ, να ξεπεράσει τη φιλία. Κι αναγκάζονταν να προωθεί τις φιλίες του ως τη συμβατικότητα, μόνο και μόνο για να διατηρεί σχέσεις που τον ευχαριστούσαν.
Η ευαισθησία του τον οδηγούσε στη στέρηση. Αλήθεια, σκέφτονταν, ίσως νάταν πιο ευτυχισμένος, που περνούσε την εφηβεία του μέσα στη στέρηση. Ίσως αυτή νάδινε νόημα στη ζωή του, να τού αποκάλυπτε το νόημα της ζωής, νάκαμνε την καρδιά του να πάλλει από τρυφερότητα για τους ανθρώπους. Ω, πόσο καλά καταλάβαινε τη χαρά του Ντοστογιέβσκι, όταν λούζονταν με τους ελεεινούς συγκαταδίκους του, και πόσο λίγο μπορούσε να συγχωρήσει την απέχθεια του Ουάιλδ για τα ρεμάλια και τα καθάρματα της κοινωνίας, που λούζονταν μαζί του στον ίδιο κουβά! Και τι ξέρεις; Ίσως μέσα από τη στέρηση νάταν που ξεπηδούσε αυτό το χαμόγελό του, της καλοσύνης.
Όμως πάντα τον έτρωγε μια υποψία: γιατί έδειχνε στους ανθρώπους καλοσύνη κι ήταν πάντα γλυκομίλητος; Μήπως γιατί πραγματικά τούς αγαπούσε, ή από ανάγκη, με τη στάση του, να κερδίσει λίγη από την αγάπη που στερήθηκε; Ένιωθε πως του ήταν αδύνατο να απαντήσει, γιατί ξαφνικά θα βρίσκονταν στην ανάγκη να ξεκαθαρίσει από την αρχή πολλά βρώμικα και μπερδεμένα πράματα. Η ενδοσκόπηση ήταν η πιο οδυνηρή πράξη του. Μα πώς να την απέφευγε; Ήταν δυστυχισμένος από τον πολύ στοχασμό. Η θλίψη και η σκέψη τον τυραννούσαν σε κάθε του πράξη. Κι αναλογίζονταν, τι θάταν, αλήθεια, αν τού έλειπε ένα έρμα: η πίστη; Πόσο κενός θα ένιωθε, πόσο άδειος, σαν ένα σκοτεινό διάδρομο, που τον διασχίζουμε για πρώτη φορά. Του έφτανε η πίστη γιατί τον βοηθούσε να βλέπει τούς ανθρώπους στα μάτια και να τούς βεβαιώνει πως περνάει ευτυχισμένα.
Το κερί στο μανουάλι κόντευε να σβήσει. Σηκώθηκε κι άναψε ένα άλλο, απ’ το παλιό, σαν τούς μανιώδεις καπνιστές, που από τη γόπα τού τσιγάρου τους ανάβουν το δεύτερο. Γιατί άναψε το κερί; Φοβόταν μήπως να βρεθεί σκοτεινά, σαν παιδί, στην εκκλησία; Μα δεν ήταν μόνος. Δίπλα του κοιμούνταν οι δυο φίλοι του. Καθώς το φως έπεφτε επάνω τους, το πρόσωπό τους έπαιρνε μια τέτοια καταπληχτική γαλήνη, με τη φωτοσκίαση, που για μια στιγμή στάθηκε και τούς κοίταξε. Τα σώματά τους ήταν ακίνητα, παραδομένα στή γαλήνη τού ύπνου. Τα χείλη τού ενός μισάνοιγαν σε χαμόγελο, σαν αρχαίου κούρου, κι ο άλλος είχε το χέρι του στην καρδιά του απαλά-απαλά. Ήταν ο ύπνος που τούς έδινε μια τέτοια ηρεμία, ή μήπως η καλοσύνη που είχαν μέσα τους αντικαθρεφτίζονταν στη μορφή τους; Κι όμως, αυτά τα χέρια είχαν κάνει τόσα και τόσα, κι αυτά τα μάτια θα είχαν ρίξει βλέμματα τόσο ασελγή! Θεέ μου, σκέφτονταν, πώς μεταβάλλεις τον άνθρωπο σέ άγγελο!
Ένα δέος τον κυρίευε σιγά-σιγά, ξαπλώνονταν μέσα του, τον έκαμνε διστακτικό και άτολμο. Όταν είχε επιχειρήσει να ξεντυθεί, ένιωθε το σκοτάδι να τον κοιτάει, σα νάταν τα μάτια του Θεού. Πώς να γυμνώνονταν στον Οίκο τού Θεού, πώς να γύμνωνε το σώμα του, εκεί που ταίριαζε μόνο το γύμνωμα της ψυχής; Ένιωθε τόσο ξένος μέσα στο σπίτι τού πατέρα του, καθώς αισθάνονταν ένα αόρατο μάτι να τον παρακολουθεί. Μια ηρωίδα τής Κάθλην Μάντσφηλντ, αφού δε βρήκε κανένα μέρος για να κλάψει, κατέφυγε στην εκκλησιά κι όμως κι εκεί δε μπόρεσε να ξεφύγει το βλέμμα του καντηλανάφτη. Κι αυτός δε μπορούσε να μη σκεφτεί ότι χιλιάδες μάτια πρόσεχαν την κάθε του κίνηση. Κι ίσως τό κερί, με το ώχρό του φως, να συνέτεινε πολύ σε τούτη την εντύπωση.
Σηκώθηκε κι άναψε ένα σπαρματσέτο. Το φως τώρα ξεχύθηκε πλούσιο. Ο νάρθηκας πρόβαλε μες στις αράχνες και τις σκόνες. Παλιά, εγκαταλειμμένη εκκλησιά, παρατημένη από καιρό, είχε ξεχάσει το άρωμα του λιβανιού και τη γλύκα τής ψαλμουδιάς. Λιγάκι γκρεμισμένη από μια μεριά, λειτουργούσε μόνο μια φορά το χρόνο, και τότε ξεσκονίζονταν οι τοίχοι και οι εικόνες από τις ευσεβείς γυναικούλες, που, σαν τις ταπεινές ηρωίδες του Παπαδιαμάντη, έφερναν κι αυτές το λάδι στα μπουκαλάκια, κ’ έτριβαν τα καντήλια να λάμψουν, όπως σέ παλιές δόξες, κι έκαμναν λειτουργιές που τις πήγαιναν απ’ τα χαράματα στον παπά, μαζί με τα ονόματα ζωντανών και πεθαμένων. Έτσι χαμηλή, σκοτεινή και υγρή πού ήταν, γεμάτη αράχνες και πέτρινους βαρείς τοίχους, θύμιζε τα κελιά, όπου στοιβάζονταν τα πρώτα χρόνια οι μάρτυρες. Κι όμως, τίποτα το απόκοσμο δεν είχε ή εκκλησιά, φωτισμένη με το σπαρματσέτο. Οι τοίχοι από πάνω ως κάτω σκεπάζονταν μ’ ένα παχύ στρώμα σκόνης. Και καθώς μάλιστα ήταν υγροί, η σκόνη είχε υγραθεί κι αυτή, κι έμοιαζε σαν επάλειψη με πηλό, που έκρυβε ολότελα τις αγιογραφίες, θυμίζοντας τα σουβαντίσματα των εικόνων την εποχή της εικονομαχίας.
Κάτω από τη λάσπη ζούσαν μια σιωπηλή ζωή οι μορφές των άγιων. Αν άγγιζε με το δάχτυλό του, θα πρόβαλλαν και πάλι ασκητικοί και βλοσυροί, επιτιμητικοί ή μειλίχιοι, συγκαταβατικοί και γαληνεμένοι. Αλήθεια, δε θάταν άσκημο να τόκαμνε. Ίσως ξεπρόβαλλε από κάτω καμιά ζωγραφιά αξίας, καμιά τοιχογραφία του Πανσέληνου, άγνωστη, που θα τη φωτογράφιζε και θα την έστελνε να δημοσιευτεί σε κανένα περιοδικό βυζαντινής τέχνης. Όμως δείλιαζε, κάτι τον συγκρατούσε και δεν τον άφηνε. Οι αναπνοές των δύο φίλων του, οι αράχνες στους πεσσούς και τα δοκάρια, μια παράξενη παρουσία που αισθάνονταν πλάι του, όλα τούτα του σφίγγαν την καρδιά. Γιατί να ξυπνούσε από την αταραξία τους τούς αγίους; Γιατί να άγγιζε την ιερή ζωγραφιά, που ο άγνωστος καλόγερος για να την κάνει, νήστεψε σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες; Τάχα το χέρι του δε θάταν βέβηλο; «Σαχλαμάρες» μισοψιθύρισε. «Έγινα με το παραπάνω ρομαντικός. Δεν είναι δα και τίποτα το σπουδαίο, θα μπορούσα να έκανα οτιδήποτε ήθελα εδώ μέσα, αν ήμουν μονάχος». Σάλιωσε καλά το δάχτυλό του και, με σφιγμένη καρδιά, το ακούμπησε σ’ ένα κοντινό τοίχο…
Για μια στιγμή δεν ένιωσε τίποτε. Μα ύστερα του πέρασε από το νου η σκέψη πως είχε κάνει κάτι απαγορευμένο και τώρα έβλεπε ένα μάτι αυστηρό και σκυθρωπό να τον επιτιμά. Μέσα από τον τοίχο, στο μέρος που είχε ακουμπήσει το σαλιωμένο δάχτυλο, αναδύονταν τώρα ένα κρύο, βλοσυρό μάτι, που έλαμπε ωστόσο παράξενα, λες και τ’ αρχαία χρώματα είχαν φρεσκαριστεί με το γήινο σάλιο. Κάτω από τον πηλό φαίνονταν αρκετά θαμπά, η ζωγραφιά μιας Παναγίας. Και το μάτι αυτό ήταν της Παναγίας, ξυπνημένο από ένα αλλόκοτο παρελθόν. Αυτό το μάτι, ζωγραφισμένο με λίγες λεπτομέρειες και σκούρα αλλά δυνατά χρώματα, τού ξυπνούσε παλιά αισθήματα, πράξεις ξεχασμένες και φευγαλέες μνήμες, συσσώρευε μπρος του ολόκληρη την πρωτινή του ζωή. Ένιωθε την ανάγκη να φωνάξει, όμως ο λαιμός του ήταν στεγνός, όπως στα όνειρα. Ήθελε να ξυπνήσει τούς φίλους του, όμως ντρέπονταν να τούς βγάλει από το μακάριο ύπνο τους για να τούς δείξει κάτι, που, ίσως γι’ αυτούς δε θάχε καμιά σημασία. Ένιωθε την ανάγκη να βγει έξω, όμως ο άνεμος είχε δυναμώσει. Η ώρα περνούσε, το σάλιο ξεράθηκε κι όμως το μάτι δεν έλεγε να σβήσει.
Σηκώθηκε κι έσβησε το σπαρματσέτο. Κι ύστερα χώθηκε βιαστικά και τουρτουρίζοντας κάτω από τις κουβέρτες που σκέπαζαν και τούς άλλους δυο. Μαζί του κουκουλώθηκε και το μάτι. Πάγωσε απ’ τη φρίκη του. Τούρθε να πει μια προσευχή, όπως όταν ήταν παιδί, ν’ απαγγείλει αργά αργά το Πάτερ ημών κι ύστερα να κοιμηθεί.
Ξαφνικά σκίρτησε. Από μακριά ακούστηκε μια φωνή, που όσο έρχονταν πιο κοντά δυνάμωνε. Ήταν βαθιά χαράματα και δεν ακούγονταν στο δρόμο τσιμουδιά. Η πόλη κοιμούνταν μέσα σε μια ύπουλη σιωπή. Κι αυτή τη σιωπή έρχονταν να ταράξει η φωνή αυτή. Θολή κι ακαθόριστη στην αρχή, σιγά-σιγά αποκρυσταλλώνονταν στο σκοπό ενός ρεμπέτικου τραγουδιού, κι όσο πλησίαζε, ακούγονταν καθαρά πιά τα λόγια. Τραχιά φωνή, με κάτι ελπιδοφόρο στο βάθος, γεμάτη ζωή, ξεχύνονταν πάνω από την κοιμισμένη πολιτεία:
Διώξε τα σύννεφα απ’ την καρδιά σου
και με το κλάμα μην ξαγρυπνάς
τι κι αν δε βρίσκεται στην αγκαλιά σου;
Θαρθεί μια μέρα, μην το ξεχνάς.Συγκινήθηκε. Παράτησε στη μέση την προσευχή, τέντωσε το αυτί ν’ ακούσει καλύτερα κι ύστερα δόθηκε ολόκληρος στη γοητεία του ρεμπέτικου τραγουδιού.