Από το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Γ. Μπαμπινιώτη):
απαθανατίζω: ρ μετβ {απαθανάτι-σα, -στηκα (λόγ -σθηκα) -σμένος} κάνω να διατηρηθεί (κάτι) στη μνήμη, συνήθ. με τη φωτογραφία, με εικαστικά έργα τέχνης κλπ.· ο φωτογράφος απαθανάτισε τη συνάντηση των δύο ηγετών || ο ζωγράφος απαθανάτισε την ομορφιά της. — απαθανάτιση (η) [μτγν.|. (ετυμ αρχ. < άπ(ο)- + -αθανατίζω < αθάνατος]
απαθανατίζω ή αποθανατίζω; Το σωστό είναι απαθανατίζω, δηλ. από + αθανατίζω (< αθάνατος), δηλώνοντας τη σημ. «καθιστώ κάποιον/κάτι αθάνατο». Το αποθανατίζω, προϊόν ανομοιώσεως των αλλεπαλλήλων -α- και παρασυσχετισμού προς τα πολλά σύνθετα με απο- (απο-θαρρύνω, απο-θησαυρίζω, απο-βλέπω κ.τ.ό.), θα σήμαινε περισσότερο το «αποτελειώνω κάποιον, του αφαιρώ κάθε ίχνος ζωής»!