Η Κρεβάτα (Διήγημα του Δ. Κανελλόπουλου)

Δημήτρης Κανελλόπουλος*


Η Κρεβάτα

Ήτανε μια μέρα, στο έμπα του καλοκαιριού όταν ο Μήτσος Τσάχαλος πήγε στην Κάπελη κι έκοψε στα κρυφά δυο μικρούς δέντρους και μια μεσαία δρυ. Είχε μαζί του και τον Αλάνη, από το Νιχώρι, φίλο του γκαρδιακό. Αφού κάνανε την αμαρτία μεσημεριάτικα, κουρνιάσανε μέσα στο δάσος, για να μη δώσουν στόχο στην Αγροφυλακή. Περιμένανε να σουρουπώσει για να πέσουνε κατά το Νταρντιζέϊκο. Με τους κορμούς των δέντρων, θα έφτιαχνε μια καινούργια κρεβάτα, να σταλιάζουν από κάτω οι πελάτες του το καλοκαίρι.
Βγάλανε από το τράστο ψωμί, τυρί, ελιές και με μια μποτίλια με οίνο ρητηνίτη, όπως αποκαλούσε ο Τσάχαλος το ξανθοκόκκινο κρασί από το βαρέλι του το γιοματάρι. Φάγανε, ήπιανε από την πεντακοσιάρα με το στόμα το κρασάκι τους αργά-αργά, για να τους πιάσει κι εγύρανε να τον πάρουνε μια στάλα γιατί ήσαντε πολύ κουρασμένοι. Ο Αλάνης όμως, δεν είχε ύπνο κι αποφάσισε να λύσει τις περί την φυτολογίαν απορίες του. Έτσι, μόλις ο Τσάχαλος, υπό την επιρροή του «ρητινίτη», άρχισε να βυθίζεται στον γλυκό ύπνο, κάτω από τον ευεργετικό ίσκιο των βασιλικών δρυών, ακούστηκε η αστεία ένρινη φωνή του Αλάνη, τόσο αδιάφορη, που αν κάποιος τον άκουγε, θα νόμιζε ότι δίνει συνέχεις σ’ έναν πολύ ενδιαφέροντα διάλογο, για την επιστήμη της Φυτολογίας.
―Και βέβαια, εσύ που τέλειωσες το Σχολαρχείο ρε κύρ Τσιάκαλε, θα γνωρίζεις οπωσδήποτε την αιτία όπου οι παλαιοί, ονομάτισαν «βασιλική δρυ» αυτό το έξοχο προς κοπήν δέντρον…
―Ρε δε βγάνεις το σκασμό… Τώρα που είπαμε να πλαγιάσουμε λιγάκι σου ήρθανε οι απορίες… Ας ερχόσουνα σχολείο να μάθεις του είπε ο Τσάχαλος κι άλλαξε πλευρό… Και δεν με λένε Τσιάκαλο…
―Καλά κύριος, μια ερώτησις κάναμε… Ας το πάρει το ποτάμι…
―Κοιμήσου είπε ο Τσάχαλος, κοιμήσου κι έχουμε δρόμο μέχρι τα Παλιοκόνακα…
Ο Αλάνης σώπασε. Δεν ακουγόταν ψυχή πουθενά. Μονάχα τα τζιτζίκια ακούγονταν που τραγουδούσαν κορωμένα. Ο Αλάνης, όπως ήταν ανάσκελα γυρισμένος, έιχε βάλει το ένα πόδι πάνω στ’ άλλο και κοίταγε τον ουρανό μασουλώντας ένα γαργάλι… Από μακριά ακούγονταν τα σφυρίγματα ενός τσοπάνου που γύριζε τα πρόβατά του. Μια χρυσόμυγα πέρασε σαν αστραπή από πάνω τους. Ο Τσάχαλος, τον είχε πάρει και ροχάλιζε του καλού καιρού. Κι εκεί που ο Αλάνης κοίταζε τον ουρανό, μασουλώντας το γαργάλι, πετάγεται και λέει:
― Ων Eυλάλιος εύλαλος τέτιξ μάλα, χειμώνος ώρα του τέλους σιγήν
άγει. Ρε Μήτσο, γιατί οι αρχαίοι λέγανε τέττικς τον τζίτζιρα; Εμείς πώς τον αλλάξαμε; Είναι ακαταλαβίστικο, είπε και σηκώθηκε κάνοντας κάνα δυο βήματα πάρα πέρα για ν’ αποφύγει την κλωτσιά του Τσάχαλου, που πετάχτηκε επάνω και τον κυνήγησε βρίζοντάς τον… Ο Μήτσος κατάλαβε ότι μ’ αυτόν τον μουρλό που έμπλεξε, δεν θα ξεκουραζόταν. Άναψε τσιγάρο μουρμουρίζοντας:
― Μπα που να λαλήσουν κουκουβάγιες στα κεραμίδια σου, ρε κερατά… Άει ρε παλιόπλαση και θα μου το πληρώσεις αυτό, παλιόγυφτε Νιχωρίτη…
Μετά από λίγο ο Αλάνης εμφανίστηκε μ’ ένα ικετευτικό ύφος, σαν την μετανοιωμένη πουτάνα λέγοντας:
―Δεν θα το ξανακάνω αδερφούλη μου, δώ μου ένα τσιγαρο…
―Άει χάσου ρε τομάρι του είπε ο Τσάχαλος, που μου θες και τσιγάρο… χαημένε… έκανε για λίγο ακόμη τον θυμωμένο και ύστερα του πέταξε την κούτα και το τσακμάκι μπροστά στα πόδια του. Τον είχε συγχωρήσει… Ο Αλάνης πήρε θάρρος και άρχισε να του λέει:
―Σήκω αδερφούλη μου να φορτώσουμε τα ξύλα στ’ άλογα, σκαπέτηκε ο ήλιος πέρα το Γιαρμενέϊκο, άϊντε καλώστονε…
Ο Μήτσος σηκώθηκε και πιάσανε να φορτώνουν τ’ άλογα. Ύστερα, με χίλιες δυο προφυλάξεις κινήσανε για το χωριό. Φτάσανε στην Άγια Ανάληψη σούρουπο. Κατεβήκανε κάτι γκρέμια και βγήκαν έξω από την Ντάρντιζα. Ύστερα κόψανε αριστερά, βρεθήκανε στην Κερασιά, πάνω από το πατρικό αμπέλι του Μήτσου και κάνανε κατά κάτω στου Χαρατσάρι το ρέμα. Νύχτωσε. Τα ζώα δεν τα πιέζανε γιατί ήταν βαρύ το φορτίο. Πηγαίνανε σιγά-σιγά. Φτάσανε στην Αγιά Παρασκευή. Εκεί σταθήκανε λιγάκι να ξαποστάσουνε. Ήπιανε νερό απ’ το ρέμα κι ύστερα κάθισαν πάνω σε κάτι κοτρώνες που ήσαν έξω απ’ το παλιό εκκλησάκι. Ανάψανε τσιγάρο και ο Αλάνης ρώτησε:
―Από πού θα μπούμε στο χωριό; Από την Κάτου Ρούγα ή του Φώτη;
―Είναι νωρίς, είπε ο Μήτσος. Θα πάμε από του Φώτη, τι άμα πάμε από την Κάτου Ρούγα, μπορεί να μας πάρει το αυτί ή το μάτι της κυρά Ολυμπίας κι αύριο θα έχουμε περιπέτειες με τον ενωματάρχη…
―Αφού είναι φίλος σου ο Καρπούζος, είπε Αλάνης πειραχτικά… Κι ο αδερφός σου είναι δασάρχης, εσένα θα πιάσουνε;
―Ρε μαύρε, ο Φώτης άμα έχει καταγγελία, δεν μπορεί να κάνει τίποτα… απέ ο αδερφός μου… Άστα, μ’ αυτόνε καλύτερα να μην μπλέξεις. Εδώ του πήγε κείνος ο ανθρωπάκος από το Κριεκούκι, ο Κουρνούτος ένα αρνί, χωρίς να του το ζητήσει και κείνος τον έστειλε μέσα για δωροδοκία…
―Σώπα ρε, κάτι άκουσα… Είναι αλήθεια; τί έγινε αδερφούλη μου με τον Κουρνούτο; Λένε ότι ο Συλαϊδής, ο σταφιδέμπορας, έφαγε τα λυσιακά του να τόνε βγάλει από την καζάρμα… Λένε, ότι έβαλε τον Γόντικα, να τον μεταθέσει τον νεμουτιάνο στη Θράκη..
―Τί δεν έμαθες τι έγινε;
―Όχι είπε ο Αλάνης…
Κι ο Μήτσος άρχισε να του διηγείται, πώς η νύφη του η Μαρία, εν απουσία του αδελφού του από το σπίτι, εδέχθη ένα σφάγιο κι ένα καδούλι τυρί ως πεσκέσι από έναν Κορνούτο Κρεκουκιώτη, για να μεσολαβήσει να μην περάσει ο δρόμος απ’ το χωράφι του. Του είπε ακόμη, πως, ο αδερφός του ο Δασάρχης γύρισε και όταν το έμαθε, πήγε στο τμήμα Χωροφυλακής και ζήτησε την δίωξη του Κουρνούτου για δωροδοκία. Δικάστηκε ο άνθρωπος και μετά την δίκη, ο αδερφός του Μήτσου, πήγε στο σπίτι του και είπε στην γυναίκα του:
―Για να εκδικασθεί μία υπόθεσις δωροδοκίας, πρέπει να υπάρχουν δύο κατηγορούμενοι… Αυτός ο οποίος δωροδοκεί και έτερος ο οποίος δωροδοκείται… Δι’ αυτό Μαρία σε ενημερώνω, πως τελευταία φορά ο δικαστής μοι έκανε την χάριν και εδίκασεν τον έναν! Την επομένην, εις το εδώλιον θα είναι δύο…
Ο Αλάνης έμεινε ξερός! Δεν πίστευε στ’ αυτιά του. Που και που μονολογούσε:
― Τί λε ρ’ αδερφάκι μου… τι λε ρ’ αδερφάκι μου…

Ξεχαστήκανε με την κουβέντα μέσα στην αφέγγαρη νύχτα, μπροστά στην πόρτα της Αγιά Παρασκευής. Ο Αλάνης, άρπαξε την ευκαιρία και κάπνιζε από το πακέτο του Μήτσου, το ένα τσιγάρο πίσω από τ’ άλλο.
―Σήκω Αλάνη, μας πήρε μεσονύχτι είπε ο Μήτσος, σήκω και πάμε από την Κάτω Ρούγα, θα κοιμάται τώρα η κυρία Ολυμπία…
Φτάσανε στο χωριό μια ώρα μετά τα μεσάνυχτα. Περάσανε τον Αράπη στην πλατεία και μπήκανε στον Κήπο από του Μπεηντάση. Ξεφορτώσανε τα άλογα κι ανεβήκανε στο σπίτι. Η γυναίκα του Μήτσου φώναξε:
―Έχει φαί και κρασί στο τραπέζι… ανάφτε τη λάμπα…
Βάλανε μια μπουκιά στο στόμα τους και πέσανε ξεροί, γιατί έπρεπε να σηκωθούν νωρίς το πρωί να φτιάξουν την κρεβάτα. Το πρωί τους ξύπνησε ο Δημητράκης ο Τσούντας, που ήρθε με τα σύνεργα. Ο Τσάχαλος έστειλε τον μεγάλο του γιο τον Αντρέα με τον Αλάνη να κόψουνε φτέρη στα Παλιομάντρια για να την βάλουνε για σκέπαστρο. Κατόπιν άρχισε με τον Τσούντα να πλανίζει τις δοκούς και τι βέργες. Μετά σκάψανε τους λάκκους και χώσανε μέσα τους δοκούς. Κατά την μία η ώρα, γύρισε το παιδί με τον Αλάνη. Πλέξανε τη φτέρη απάνω στις βέργες και η κρεβάτα ήτανε σα μια ζωγραφιά. Η γυναίκα του Τσάχαλου έφερε τσίπουρα και μεζέδες να πιούνε. Ο Κλειτσινάρας ήταν ο πρώτος που πέρασε και μόλις είδε την κρεβάτα φώναξε του Μήτσου:
― Καλό καλοκαίρι Τσάχαλε, έτοιμη βλέπω η κρεβάτα…
― Ευχαριστώ Ισίδωρε, κόπιασε να πάρεις ένα μεζέ…
― Ευχαριστώ Μήτσο, αλλά έχω φάει… Τσιγάρα δως μου και γράφτα…
Ο Μήτσος τούδωσε τα τσιγάρα, κάτι είπανε για τα πολιτικά κι ο Κλειτσινάρας γύρισε τα πίσω, κατά την Κάτου Ρούγα. Η παρέα το διέλυσε και ο Αλάνης αφού φόρτωσε εμπορεύματα στο άλογο, αναχώρησε για το Νιχώρι, φωνάζοντας στον Τσάχαλο:
―Μήτσο, Ων Eυλάλιος εύλαλος τέτιξ μάλα, χειμώνος ώρα του τέλους
σιγήν άγει… Γεια ρέεε…
―Γεια σου τέτιξ παλαβέ, είπε ο Μήτσος και συνέχισε την δουλειά του. Η γυναίκα του κατέβηκε μ’ έναν δίσκο με πλυμένα ποτήρια. Τ’ ακούμπησε στον μπάγκο και του είπε:
―Καλορίζικη η κρεβάτα Μήτσο…
―Φχαριστώ γυναίκα της απάντησε και συνέχισε τη δουλειά του…

Την επομένη το πρωί, την ώρα που ο κόσμος κινούσε για τις δουλειές του ο Τσάχαλος, ήτανε ήδη πίσω από τον μπάγκο και ταχτοποιούσε τα πράγματα τού μαγαζιού μιας κι ήτανε Πέμπτη, μέρα που έσφαζε μοσχάρι. Συγύριζε καθώς είχε πολύ δουλειά και χέρια δεν είχε να τον βοηθήσουν, αφού τα παιδιά του ήσαντε μικρά κι ο Αλάνης ο αχώριστος φίλος και βοηθός του έφυγε για το Νιχώρι, το χωριό του.
Απ’ το πρωί φαινόταν ότι η μέρα θα ήταν ζεστή. Είχε πέσει το αεράκι που ερχόταν από ψηλά, από την Κάπελη. Δεν κουνιόταν φύλο. Στο χωριό κυκλοφορούσαν μόνο τα παιδιά που σκάρωναν διάφορες τρέλες στην πλατεία, μπροστά στο σπίτι του Αγά, τον Αράπη όπως το έλεγαν. Οι φωνές τους έσκιζαν την καλοκαιρινή ευδία.
Κατά τις έντεκα το πρωί, την ώρα που Τσάχαλος ακόνιζε τα μαχαίρια του, ήρθε τρέχοντας και μπήκε μέσα στο μαγαζί, ο τρίτος γιός του ο Γιώργης, ένα παιδάκι πέντε-έξι χρόνων, φωνάζοντας:
―Πατέρα, πατέρα συχαρίκια…
―Πάρε ένα λουκούμι ρε, του είπε ο Μήτσος, πίσω από τον μπάγκο…, πες ρε, το πήρες το λουκούμι;
―Ναι πατέρα, το ’φαγα κιόλας, είπε το παιδάκι ξεφυσώντας από το τρέξιμο, πατέρα, έρχεται ο μπάρμπας μου ο Γιώρης καβάλα στ’ άλογο…
― Ναι ρε; Και πού είναι τώρα;
― Στην Ντρόκλα πατέρα… καβάλα στ’ άλογο…
― Πάρε άλλο ένα ρε κι ανέβα απάνω στη μάνα σου να της το ειπής… ―Δε θέλω άλλο… Θα μ’ αφήκεις να πιω κρασί με το φαί πατέρα;…
― Όταν φύγει ο μπάρμπας σου θα σ’ αφήκω…, σύρε πάνω και πες τής μάνας σου ότι έρχεται ο θείος, γρήγορα…
Το παιδάκι έφυγε τρέχοντας και ο Μήτσος έπλυνε τα χέρια του, έβγαλε μια μεγάλη ποδιά που φορούσε και βγήκε έξω, κάτω από την κρεβάτα, περιμένοντας τον μικρό του αδερφό τον Δασάρχη. Το καμάρι του!
Ο κύριος Δασάρχης έφτασε καβάλα στο άλογο. Χαιρέτησε τον αδελφό του με σοβαρότητα και σεβασμό. Ύστερα κατέβασε την βαλίτσα του από το πλευρό του αλόγου και την έδωσε στον Νίκο, τον μεγάλο του ανεψιό να την ανεβάσει στο σπίτι. Σοβαρός-σοβαρός ο κύριος Δασάρχης, κάθισε κάτω από την σκιά της κρεβάτας και είπε του αδελφού του να ετοιμάσει καφέ. Τότες φάνηκε και η Ξανθή, η γυναίκα του Μήτσου, η οποία τον αγκάλιασε και τον φίλησε, λέγοντας:
―Μαύρα μάτια κάναμε να σε ιδούμε αδερφέ… Καλώς όρισες… Να σού κάνω καφέ;
―Είπα του Μήτσου, αλλά καλύτερα να τον κάνεις εσύ διότι εμείς στο σόι μας, δεν βάζομε τις σωστές ποσότητες καφέ… Άσε δε την ζάχαρη, πάντα την ξεχνάμε… είπε γελώντας ο κύριος Δασάρχης.
―Πάω, πάω είπε η Ξανθή και χάθηκε μέσα στο μαγαζί. Εν τω μεταξύ ο κύριος Δασάρχης χαιρετούσε τους συμπατριώτες που τον πλησίαζαν κάτω απ’ την κρεβάτα. Ήρθε και η μάνα του να τον καμαρώσει, κι η αδερφή του η Ελένη μαζί της. Κάτσανε όλοι μαζί κάτω απ’ την κρεβάτα. Εκεί θα τρώγανε το μεσημέρι, τον κόκορα με χυλοπίτες που ήδη η Ξανθή, αφού έφερε τα καφεδάκια, μαδούσε στην πίσω μεριά του σπιτιού.
Ο Μήτσος έστειλε και ειδοποίησε τον Λάκη τον Κουτσουρούμπα, του οποίου το μοσχάρι θα έσφαζε, ότι σφαγή αναβάλλεται για το Σάββατο, λόγω εκτάκτων συνθηκών… Κατόπιν έφερε τσίπουρα και ρώτησε τον αδερφό του, πώς και ήρθε απροειδοποίητα. Εκείνος τ’ απάντησε ότι ήρθε στου Λάλα, για υπηρεσιακούς λόγους, μ’ ένα φορτηγό που πήγαινε στα Χάνια του Πανόπουλου. Επειδή τέλειωσε τη δουλειά του νωρίς, ζήτησε τ’ άλογο από τον Πέτρο Μουλαγιάννη και ήρθε να δει την μάνα του και τ’ αδέρφια του.
Ήρθαν και τα άλλα αγοράκια του Μήτσου, ντροπαλά όπως ήσαν, ο Γιώργος που είχε το όνομά του και ο Ηλίας. Τον χαιρέτησαν με σεβασμό και του φίλησαν το χέρι. Μάταια περίμεναν μια κίνηση. Κάτι να τα φιλέψει. Ο κύριος Δσάρχης, δεν απεποιείτο για κανέναν λόγω, το ύφος το οποίον επέβαλε η θέσις την οποία κατείχε.
Η ώρα πέρασε, έφτασε και το φαγητό. Κόκορας με χυλοπίτες, που άρεσε του κυρίου Δασάρχη. Ήρθε και το κρασί και τ’ άλλα καλούδια της Ξανθής, η οποία ως καλή και συνετή νοικοκυρά δεν στάθηκε καθόλου, τιμώντας όπως πάντα τον άντρα της και το σόι του. Ο κύριος Δασάρχης, καθόταν πλάι στην μάνα του την γριά Βαγγελιώ με τα ολόλευκα μαλλιά και τα ροδοκόκκινα μάγουλα. Είπε του Μήτσου:
―Ο οίνος σου αδελφέ, αξίζει επαίνου… Από ποίαν άμπελον προέρχεται, του πατρός μας εις Κερασιάν, ή από την άλλην της γριάς Ντούζενας..;
―Απ’ αυτήν του πατρός μας απάντησε ο Μήτσος και πριν προφτάσει να πει κάτι άλλο, ο κύριος Δασάρχης συνέχισε:
―Το αντελήφθην ότι προέρχεται από την πατρικήν εκ του χρώματος και εκ του αρώματος… Εις υγείαν, ο Θεός να μας έχει όλους καλά…, είπε ο κύριος Δασάρχης… Η αναφορά του στα αμπέλια δεν ήταν και τόσον αθώα, μιας και επιμόνως αναφερόταν σε διάφορα κτήματα της πατρικής κληρονομιάς, η οποία δεν ήταν διόλου ευκαταφρόνητη και πάντοτε υπενθύμιζε στον αδελφό του, ότι δεν την ξεχνά.
Η συζήτηση επεκτάθηκε και σε άλλα θέματα, κυρίως οικογενειακά. Κάτι για τον μεγάλο αδελφό που έριξε μαύρη πέτρα πίσω του, δεκαεννιά τόσα χρόνια στην Αμέρικα. Στο Οχάιο, Κλήβελαντ. Η μάνα τους δάκρυσε σαν μίλησαν για το πρωτολούβικο παιδί της, τον Διονύση. Ακόμη μίλησαν και για τον πατέρα τους που είχε φύγει πριν από δυο περίπου χρόνια. Κατόπιν ο κύριος Δασάρχης, εξέφρασε την επιθυμία να αναπαυθεί. Να πάρει την μεσημβρινή του σιέστα. Και με την συνοδεία του αδελφού του ανέβηκε πάνω, στο σπίτι, στην κάμαρη όπου τον περίμενε το κρεβάτι του, με ολοκάθαρα σεντόνια και στο πλάι, πάνω στο κομό, μια κανάτα με κρύο νερό και πλάι της ένα ποτήρι.
Το απόγευμα, ο κύριος Δασάρχης πήρε τον καφέ του κάτω από την κρεβάτα και κατόπιν έκανε τον περίπατό του μέχρι το Σχολείο, διασχίζοντας από άκρου εις άκρον το χωριό. Χαιρέτησε όλους όσοι παρουσιάστηκαν μπροστά του. Στην συνέχεια επισκέφθηκε την μικρότερη αδελφή του. Εκεί συνάντησε τον γαμπρό του, τον Γιδάκο, με τον οποίο ο αδελφός του ο Μήτσος δεν είχε σχέσεις. Ο Γιδάκος θεωρούσε ότι τον έριξε ο Μήτσος στην προίκα κι ο Μήτσος του απαντούσε πως η προίκα ήταν αρκετή, αλλά για ν’ αυγατίσει, χρειάζεται εργασία. Η επιδότηση είναι κάτι που ακόμη δεν είχε φανεί εκείνα τα χρόνια… Συζήτησε μαζί του διάφορα θέματα και αργότερα επανήλθε στο μαγαζί του αδελφού του, κάπως στεναχωρημένος και κατηφής. Φρόντιζε δε, να είναι εμφανής αυτή η κατήφειά του.
Ο Μήτσος έκαμε πως δεν κατάλαβε και τον συνόδευσε πάνω στο σπί τι, όπου η Ξανθή είχε ετοιμάσει τα του γεύματος. Οι δύο αδελφοί, κάθισαν μόνοι στο τραπέζι. Γευμάτισαν ελαφρά κάτω απ’ το φως μιας λάμπας πετρελαίου. Ο κύριος Δασάρχης ήταν βαρύς κι έθεσε ανοιχτά το θέμα στον αδελφό του.
―Κοίτα Δημήτρη, ο Γιδάκος διαμαρτύρεται ότι δεν εδέχθη όλο το ποσόν το οποίον συμφώνησες να του καταβάλεις μαζί με τα κτήματα ως προίκα της αδελφής μας… Κι έχει τρία παιδιά ο καημένος… είπε ο κύριος Δασάρχης, χωρίς να τον κοιτάζει…
―Απορώ με την ευπιστία σου αδελφέ, ψέλλισε ο Μήτσος. Απορούσε κι ο ίδιος με το θάρρος του να εκστομίσει μια τέτοια κρίση ενώπιον του μικρότερου μεν, αλλά μορφωμένου αδελφού. Ο Γιδάκος τα πήρε όλα, μα είναι αχόρταγος και τεμπέλης…
―Μην κάνεις χαρακτηρισμούς, δεν επιτρέπεται… Δεν έκανε ο Βασίλης το ίδιο…
―Εντάξει, αλλά έτσι είναι τα πράγματα… Βλέπει πως πηγαίνω καλά με το μαγαζί και θεωρεί πως πρέπει να αναλάβω να τον θρέφω εγώ αυτόν και την οικογένειά του…
―Εγώ λέω αυτά που ακούω και βλέπω… Άλλωστε και η μητέρα μας, είναι σφόδρα εναντίον σου… Θα ήθελα να δώσεις λύση στο ζήτημα αυτό, μέχρι τις εορτές των Χριστουγέννων…
Ο μεγάλος αδελφός, έβλεπε πως ήταν μάταιο να συνεχίσει την κουβέντα. ―Δεν υπάρχει λύση, απάντησε. Δεν έχω δυνατότητα να συντηρώ και
άλλη οικογένεια … Η μάνα έχει σκοπό να με εξοντώσει… Μετά τον Γιδάκο, θα μού φορτώσει και τον άλλο γαμπρό τον Μισιχρόνη… Εγώ δεν έμεινα εδώ για να δουλεύω για τους ξένους…
―Μου έκανε παράπονα και ο μεγάλος. Μου έγραψε τα ίδια…
―Γιώργο, ελάτε να μοιράσουμε την περιουσία του πατέρα, να τελειώνουμε. Εγώ δεν ζω από τα χωράφια κι όπως γνωρίζεις, αγόρασα κι άλλο αμπέλι κοντά στο χωριό, για να κάνω το κέφι μου. Δεν εμπορεύομαι το κρασί, ούτε από το δικό μου αμπέλι, ούτε από του πατέρα. Καθαρές δουλειές!
Ο κύριος Δασάρχης θύμωσε, λέγοντας πώς το ένα χέρι νίβει τ’ άλλο και τα δυο το πρόσωπο και πως πρέπει να είναι όλη η οικογένεια ενωμένη και να βοηθά ο ένας τον άλλο. Η συζήτηση δεν οδήγησε πουθενά. Το φως της λάμπας άρχισε να χαμηλώνει. Τα παιδιά του Μήτσου είχαν από ώρα πλαγιάσει και η Ξανθή στην κάμαρη έξαινε λίγο μαλλί για να πλέξει φανέλες του Μήτσου γιατί δεν τις φορούσε εκείνες του εμπορίου, περιμένοντας μήπως κάτι χρειαστεί ο υψηλός μουσαφίρης. Κακοκαρδισμένοι σηκώθηκαν από το τραπέζι. Δεν καληνύχτισε ο ένας τον άλλο. Κάτι μισόλογα μουρμούρισαν μονάχα…
Η νύχτα ήταν γιομάτη φαρμάκι για τον Μήτσο. Δεν τον απάνταγε. Σηκώθηκε πριν ξημερώσει και πήγε στο αμπέλι του. Πριν χαράξει γύρισε κι άνοιξε το μαγαζί. Λίγο μετά κατέβηκε η Ξανθή και του είπε:
―Του έφτιαξα πρωϊνό… Καφέ, λέει θα πιεί μαζί σου. Εκειό που θέλω να σου ειπώ άντρα μου είναι μην τσακωθείς μαζί του. Είναι αδερφός σου… δεν πρέπει να βάλε τε πικρά λόγια ανάμεσό σας… Έτσι είπε η Ξανθή και χάθηκε στο πίσω μέρος του μαγαζιού να φτιάξει τους καφέδες. Κατέβηκε ο κύριος Δασάρχης. Κάθισαν οι δυο τους κάτω απ’ την κρεβάτα και δεν κατόρθωσαν ν’ αλλάξουν το βαρύ κλίμα που σκίασε την σχέση τους την χθεσινή.
Θα κινήσω τώρα που είναι νωρίς, είπε ο κύριος Δασάρχης, στον αδερφό του, χωρίς να τον κοιτάζει. Ο Μήτσος έφερε το άλογο. Φόρτωσε κατόπιν την βαλίτζα και κάποια πράγματα, για τα οποία ο αδελφός του, του είπε δεν ήταν ανάγκη και του έδωσε τα χαλινά. Αυτός φόρεσε την τρίτσα του, τον χαιρέτησε δια χειραψίας και καβάλησε το άλογο. Εις το επανιδείν, είπε και τσίγκλισε τ’ άλογο που ξεκίνησε ζωηρά, έτι ξεκούραστο και χορτασμένο που ήταν.
Ο Μήτσος πιάστηκε με τις δουλειές του. Κάποια στιγμή, ακούστηκε η ένρινη φωνή του Αλάνη, που ερχόταν από την πλατεία καβάλα στ’ άλογο, να καλημερίζει και να πειράζει ταυτόχρονα τον κόσμο.
―Άγιε πατέρα, είπε απευθυνόμενος στον παπά Χλημίντζο, άγιε πατέρα, πόσο κοστίζει η είσοδος στον Παράδεισο;
―Θες να πας μόνος σου παιδί μου, ερωτούσε ο παπάς που καθόταν στο καφενείο του Μαρίνη του Σούντρα, ή θα πάρεις και την σύζυγο;
―Μόνος παππούλη μου, μόνος… Τι τον θέλω τον πειρασμό μαζί μου…
―Μία δραχμή παιδί μου, απάντησε ο παπάς…
―Μαρίνη, βάλε ένα ούζο από μένα, στον άγιο πατέρα, πιάσε και τη δραχμούλα…
―Σαν κονομημένο σε βλέπω παιδί μου, είπε ο παπάς…
―Εκ της εργασίας μου πάτερ, εκ της εργασίας μου, είπε ο Αλάνης και ξεπέζεψε έξω από το μαγαζί του Τσάχαλου…
Ταυτοχρόνως κατέβηκε και η Ξανθή, από την σκάλα κρατώντας ένα χαρτί επίσημο, με σφραγίδες και υπογραφές. Το παρέδωσε στον άντρα της γιατί αυτή η καημένη δεν ήξερε να γράφει και να διαβάζει. Στην εποχή της, δεν τα στέλνανε τα κορίτσια στο σχολείο. Του έδωσε το έγγραφο κι ο Μήτσος την ρώτησε:
―Πού το βρήκες;
―Πάνω στο τραπέζι της σάλας, είπε η γυναίκα…
―Τι λέει ρε για διάβαστο, είπε ο Αλάνης…
Ο Μήτσος άρχισε να διαβάζει μεγαλοφώνως:
Βασίλειον της Ελλάδος
Διοίκησις Πελοποννήσου και Δυτικής Ελλάδος
Γενική Διεύθυνσις Δασών
Διεύθυνσις Δασών Ηλείας
Δασαρχείον Ολυμπίας
Έκθεσις
Σήμερον 16ην Ιουλίου 1934, ο Δασάρχης Ολυμπίας, κατόπιν αιφνιδίου ελέγχου εις το Χωρίον Νεμούταν, επαρχίας Ολυμπίας και εντός των ορίων δικαιοδοσίας μου, διεπίστωσα δι’ ιδίοις όμμασι την κοπήν τριών δρυών και μίας βελανιδιάς, υπό του Δημητρίου Τσάχαλου, καταστηματάρχου γενικών εμπορίων και καφεπώλου. Με την ξυλείαν τών ως άνω κοπέντων δένδρων, ο δράστις, κατασκεύασε ξύλινον κατασκευήν, κοινώς καλουμένην «κρεβάταν» προς εξασφάλισιν σκιάς προς την πελατείαν του κατά την διάρκειαν του θέρους. Προς τούτο, επιβάλλω πρόστιμον 380 δραχμών, το οποίον πρέπει να κατατεθεί εντος 15 ημερών, εις το Δημόσιον Ταμείον της Ολυμπίας. Ενημερώνεται ο δράστις ότι εις περίπτωσιν υποτροπής, το αδίκημα μετατρέπεται εις ποινικόν.

Εν Νεμούτι 16 Ιουλίου 1934
Ο Δασάρχης Ολυμπίας
Γεώργιος Τσάχαλος
Σφραγίδα και Υπογραφή

Ο Τσάχαλος έμεινε εμβρόντητος και κοίταζε μια την γυναίκα του και μια τον Αλάνη με απορία. Ο δε Αλάνης, όταν μπήκε στο νόημα, έπεσε ξερός στο χώμα από τα γέλια…

*O Δημήτρης Κανελλόπουλος γεννήθηκε τo 1954 στη Νεμούτα Hλείας, από την οποία εκπατρίστηκε το 1958 ακολουθώντας την οικογένειά του στην Αθήνα. Σπούδασε Ιστορία και Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Μπάμπες Μπόγιαϊ στην πόλη Κλουζ Ναπόκα της Ρουμανίας και είναι απόφοιτος του Ιστορικού-Αρχαιολογικού Τμήματος του ΕΚΠΑ. Εργάστηκε ως υπάλληλος σε εκδοτικούς οίκους και ως φιλόλογος στην ιδιωτική εκπαίδευση. Δημοσίευσε τις ποιητικές συλλογές Ομίχλη πέτρινη (Ηριδανός, 1986), Σκυθικές ερημίες (Κολωνός, 1996), Σιγή ασυρμάτου (Κολωνός, 2005), Κλίνη σπόρου, καλή (Οροπέδιο, 2010) και Το φράγμα της μνήμης (Οροπέδιο, 2017), καθώς και τη συλλογή διηγημάτων Ο θάνατος του αστρίτη και άλλες ιστορίες (Κίχλη, 2018), για την οποία έλαβε το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος το 2019. Ποιήματα και διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί σε ελληνικά και ξένα περιοδικά. Από το 2006 εκδίδει το περιοδικό Οροπέδιο.