Ἑ­στί­α ὑ­πε­ρη­λί­κων

ΝΑΥΑΡΧΟΣ, μὲ τὰ τό­σα χρή­μα­τα ποὺ εἶ­χε κι ἔ­χα­σε παί­ζον­τας στὸ κα­ζί­νο (ὁ τρο­χὸς τῆς τύ­χης γυ­ρί­ζει κα­τὰ τὸ δο­κοῦν), τώ­ρα τρώ­ει τὸ μῆ­λο ποὺ τοῦ ἔ­φε­ρε ἡ ἀ­πο­κλει­στι­κή. Οἱ ἀ­να­μνή­σεις δι­α­δέ­χον­ται ἡ μιὰ τὴν ἄλ­λη χω­ρὶς εἱρ­μό. Ἕ­νας χι­ο­νάν­θρω­πος, τὸ κόκ­κι­νο πλι­σὲ φου­στά­νι τῆς μη­τέ­ρας, ἡ «Πα­λό­μα» ἀπ’ τὸ γραμ­μό­φω­νο μὲ τὸ χω­νί, τὸ χνου­δω­τὸ ἀρ­κου­δά­κι μὲς στὴ ζε­στή του ἀγ­κα­λιά. Τὸ κομ­πρε­σὲρ πιὸ ἐκ­κω­φαν­τι­κὸ ἀ­πὸ πρὶν σκά­βει τὴ λε­ω­φό­ρο, κα­θὼς ἡ κί­νη­ση τῶν τρο­χο­φό­ρων δι­ο­χε­τεύ­ε­ται σὲ κον­τι­νὸ πα­ρά­δρο­μο μὲ βλα­στή­μι­ες ἀ­νά­κα­τες μὲ κορ­να­ρί­σμα­τα. Μὰ πιὸ πο­λὺ τὸν ἀ­να­στα­τώ­νει μιὰ ἄ­ναρ­θρη κραυ­γὴ ποὺ ἀ­πὸ χθές, λί­αν πρω­ΐ, σκορ­πά­ει ἀ­νε­λέ­η­τα σὲ δό­σεις πολ­λα­πλὲς τὴ φρί­κη.

Μᾶρ­κος Δρα­γού­μης