Ο ΆΓΓΕΛΟΣ ΤΩΝ ΒΡΟΧΏΝ (διήγημα )

*

του ΔΗΜΗΤΡΗ Ε. ΣΟΛΔΑΤΟΥ

Κατά την θητεία μου στο Πολεμικό Ναυτικό, είχα την Τιμή να υπηρετήσω υπό τας διαταγάς ενός αληθινού ευπατρίδη, του πλωτάρχη Δημήτρη Ντούλια. Αξιωματικός βαθιά καλλιεργημένος. Φιλόπατρις, με την ευγενέστερη αντίληψη περί ιδεωδών και ελληνισμού. Καταγίνονταν μάλιστα και με την φιλολογία.

Έπεσε στην αντίληψή του μια συλλογή διηγημάτων μου και με φώναξε στο γραφείο του. Από τότε γίναμε σχεδόν φίλοι. Όποτε βρισκόμαστε, ξεκίναγε με το στερεότυπο: «Τι καινούργιο έχεις να μου διηγηθείς;» Κι εγώ ξεσκόνιζα την μνήμη μου και του αράδιαζα παραμύθια, ιστορίες και θρύλους του νησιού μου. Έβαζα και λίγο αλατοπίπερο και περίμενα την εντύπωση που του έκαναν.

Εκείνος άναβε την πίπα του, μισόκλεινε τα μάτια και ταξίδευε ανάμεσα στους καπνούς, λες και διάβαινε με το καράβι του μέσ’ απ’ την ομίχλη. Πού και πού διέκοπτε την αφήγηση για να κάνει μια παρατήρηση, όπως θα έδειχνε έναν ύφαλο στον υποπλοίαρχο. Ενίοτε θαύμαζε με το στόμα ορθάνοιχτο, καθώς θα ’κανε σε μια πετυχημένη βολή του κανονιού ή βλέποντας, κατά την πλοήγηση, στον νυχτερινό ουρανό τον Πολικό Αστέρα, που από οποιοδήποτε σημείο κι αν τον παρατηρήσεις δείχνει πάντοτε τον πραγματικό Βορρά.

Όπως κάθε φορά, έτσι κι αυτή, αφού με κάλεσε στο γραφείο του εκείνη την μέρα και μ’ έβαλε να καθίσω στην δερμάτινη πολυθρόνα απέναντί του,  κερνώντας με τσάι του βουνού και κουλουράκια γλυκάνισου, με ρώτησε:

«Τι καινούργιο έχεις να μου διηγηθείς;»

«Θα σας πω για…»

«Ε, ε, ε!… Πάλι πληθυντικοί; Ξέρεις πώς προέκυψε αυτή η βλακεία, να μιλάμε στον Θεό στον ενικό και στους ανθρώπους σαν να ’ναι δύο;»

«Όχι, πώς προέκυψε;»

«Κάποιος Γάλλος μονάρχης, μισότρελος – σάμπως υπάρχει μονάρχης που να ’ναι στα καλά του; – στάθηκε μια μέρα μπροστά στον καθρέφτη και διαπίστωσε πως δεν είναι ένας αλλά δύο: αυτός και η μεγαλειότητά του! Φώναξε τους υπηρέτες και διέταξε να του μιλάν στον πληθυντικό. Κατόπιν, απαίτησε ο λαός να μιλά στον πληθυντικό στους αριστοκράτες. Με την γαλλική αποικιοκρατία, πέρασε αυτή η χαζομάρα στις αποικίες. Στο τέλος, κατέληξε να χαζολογούμε μόνον εμείς κι οι κουτόφραγκοι!»

«Έτσι, ε;»

«Έτσι ακριβώς! Οπότε ενικός, φίλε μου, ενικός και ελληνικός! Πες μου τώρα την ιστορία σου. Τι θ’ ακούσω σήμερα;»

«Για την Τρύπα στα Χαραδιάτικα», είπα με ύφος γριφώδες.

«Δηλαδή;» έκαμε όλο περιέργεια.

Έβγαλα απ’ την τσέπη μου ένα χαρτί διπλωμένο στα τέσσερα. Και ξεδιπλώνοντάς το τελετουργικά, σαν σάβανο προς αναγνώριση του νεκρού, άρχισα να διαβάζω:

«Για την Τρύπα των Χαραδιατίκων ο εφημέριος Γ. Αρβανίτης γράφει στις σελίδες 178-179 των χειρογράφων του: Στο Πολεμικό βρίσκεται η αφορεσμένη Τρύπα, που έριχναν στα αντάρτικα του 1943-44 τους αριστερούς μέσα. Αυτό το βουνό είναι ωοειδές, με μεγάλο ύψος και δασωμένο. Την Τρύπα έτυχε να ιδώ ο ίδιος την 1η Ιανουαρίου 1962, που λειτουργούσα στο Άλατρο και μετά θα κατέβαινα στο Νιοχώρι να διαβάσω τα “υψώματα” κι από εκεί θα πήγαινα στα Χαραδιάτικα για τον ίδιο σκοπό. Όταν πέρασα από το χωριό, πιο πέρα βρήκα ένα τσοπανόπουλο που είχε γελάδια στην περιφέρεια του Πολεμικού, τον ρώτησα αν ξέρει την Τρύπα και μου είπε ότι την ξέρει και πήγαμε και την βρήκαμε…»

Διέκοψα την αφήγηση και είπα:

«Το τσοπανόπουλο ίσως ήταν ο πατέρας μου. Δεν ξέρω να είχε άλλος γελάδια στην περιοχή αυτή. Ο πατέρας μου πέθανε μόλις γεννήθηκα…»

Ο πλωτάρχης σούφρωσε με αμηχανία τα φρύδια. Εγώ πέταξα ένα αστείο για να ελαφρύνω την κουβέντα:

«Αποδείξεις, βεβαίως, δεν υπάρχουν, πέραν του γεγονότος ότι το τελευταίο γελάδι του πατρός μου ευρίσκεται ενώπιόν σας!»

Χαμογέλασε πατρικά ο πλωτάρχης και μου έκανε νόημα να συνεχίσω.

«Αυτή η Τρύπα είναι σ’ ένα σκαλί, ισόγεια, με θάμνους, και ο άνθρωπος ή το ζώο εύκολα πίπτει μέσα, χωρίς να καταλάβει τίποτα. Είναι γύρω-γύρω βράχος σαν πελεκητός, από πάνω φαίνεται ένα βάθος περίπου στα δώδεκα μέτρα, είναι κάτω σαν αλώνι και από εκεί συνεχίζει άλλη υπόνομος, που κανείς δεν γνωρίζει πού φτάνει. Αμέτρητο, χάος ολόκληρο! Όπως από επάνω παρατηρείς, έρχεται ένας παγωμένος αέρας. Όταν ο άνθρωπος πέσει μέσα, θα πάρει σε λίγο πνευμονία. Και γερός να πέσεις μέσα, θα πεθάνεις από ψύξη. Είναι τόσο έρημος ο τόπος, και να φωνάξεις άδικος ο κόπος σου. Δεν υπάρχει κανένας να σε ακούσει και να σε γλυτώσει, “φωνή βοώντος εν τη ερήμω”.

»Έριξαν πολλούς σ’ αυτήν την αφορεσμένη Τρύπα. Ύστερα από την είσοδο του ΕΛΑΣ, στις 31 Δεκέμβρη του 1944 στην Λευκάδα, η οργάνωση του ΕΑΜ συγκρότησε συνεργασία για να βγάλουν από εκεί μέσα τους νεκρούς και τα οστά τους. Πολλά πτώματα δεν είχαν λειώσει. Η μπόχα ήταν φριχτή! Εκείνος που κατέβηκε κάτω λιποθύμησε από την βρώμα που ανέδιναν τα σάπια πτώματα…»

Σταμάτησα την ανάγνωση και τον κοίταξα παγωμένος, λες και βρισκόμουν κι ο ίδιος μέσα στην Τρύπα και περίμενα την βοήθειά του.

«Το διήγημα που σκέφτομαι να γράψω», είπα, «θα βασίζεται στα χειρόγραφα του εφημέριου Αρβανίτη και θα ξεκινάει απ’ τον τελευταίο άνθρωπο που πέταξαν μέσα. Αυτός, σύμφωνα με μαρτυρίες, κατάφερε μισοσκοτωμένος και καταματωμένος να βγει απ’ την Τρύπα και να γυρίσει στο χωριό του, ενώ η γυναίκα του και τα παιδιά του τον έκλαιγαν για νεκρό. Ίσως το ονομάσω “O μόνος επιζών” ή “Η αφορεσμένη Τρύπα”, τι λέτε;»

«Ε, ε, ε!.. Πάλι τα ίδια;»

«Τι λες;» διόρθωσα τον πληθυντικό σε ενικό.

Ένας μορφασμός δυσπιστίας διαγράφηκε στο πρόσωπό του.

«Για μια τέτοια Τρύπα λένε και στο χωριό μου», είπε. «Αλλά απ’ την αντίθετη πλευρά. Ότι δηλαδή οι αριστεροί έριχναν τους δεξιούς».

«Δεν είναι ωραία ιστορία για διήγημα;» μίλησα εγώ. «Άσχετα ποιος έριχνε ποιους. Να στιγματιστεί η ανθρώπινη θηριωδία!»

Η αμφιβολία του ήταν εμφανής πριν καν απαντήσει:

«Αυτά γίνηκαν εκατέρωθεν. Η ιστορία σου θα στιγματίσει μια παράταξη, μια ιδεολογία, οπότε κανείς δεν θα προσέξει την ανθρώπινη πλευρά. Θα προβείς οπωσδήποτε σε μιαν αδικία. Κι ο συγγραφέας, φίλε μου, δεν είναι για να διαπράττει αδικήματα αλλά για να αποκαθιστά την δικαιοσύνη, όπως ο Θεός».

Βλέποντας στο πρόσωπό μου την αμηχανία, για πρώτη φορά μέχρι τότε αποφάσισε να μου εμπιστευτεί ένα «κρατικό μυστικό», όπως είπε, αλλά με τον απαράβατο όρο πως δεν θα το φανέρωνα πουθενά, ειδάλλως θα απολυόμουν γέρος με άσπρα γένια από καμιά βραχονησίδα! Κι ανοίγοντας το συρτάρι του γραφείου του, ανέσυρε ένα δερματόδετο τετράδιο. Το ξεφύλλισε και σταμάτησε σε μια σελίδα προς το τέλος.

«Γράφω κι εγώ!» μουρμούρισε κάπως ένοχα ο πλωτάρχης. «Λένε πως ένας  στους τρεις Έλληνες γράφει, αλλά ένας στους τρεις δεν διαβάζει!»

«Τι γράφεις;» ρώτησα με ειλικρινές ενδιαφέρον και σε ελληνικότατο ενικό αυτήν την φορά.

«Όχι σπουδαία πράγματα! Κάτι δικά μου. Απλές καθημερινές ιστορίες που μου έκαναν εντύπωση. Δεν σκοπεύω να βγάλω βιβλίο, είμαι αρκετά μεγάλος για να ξεκινήσω τώρα. Αυτά είναι για σας τους νεότερους, που έχετε χρόνο να βελτιωθείτε…»

Στην λέξη «βελτιωθείτε» με κάρφωσε κατάματα κι εγώ χαμήλωσα το κεφάλι σαν να ντράπηκα για την έπαρση της ηλικίας μου.

Απέσυρε γοργά το βλέμμα του και το επικέντρωσε στο τετράδιο με το «κρατικό μυστικό». Άναψε την πίπα του, ρούφηξε βαθιά και φύσηξε τον καπνό στο ταβάνι. Το  αιωρούμενο σύννεφο, αφού ανυψώθηκε στην οροφή, αρχίνησε να πέφτει βαθμηδόν ώσπου κάλυψε τον πλωτάρχη με την αρωματική του ομίχλη.

Τότε, ξεκίνησε διαβάζοντας αργά, λες και κωπηλατούσε κοπιαστικά σε μια σωστική λέμβο, ενώ το καράβι πίσω του είχε κιόλας βουλιάξει:

«Το 1884 το Υπουργείο Ναυτικού στεγάστηκε σε κτήριο στο κέντρο της Αθήνας, σε μια πλευρά της Πλατείας Κλαυθμώνος, στην διασταύρωση των οδών Παπαρρηγοπούλου και Παλαιών Πατρών Γερμανού.

»Το όνομα της πλατείας οφείλεται στο ότι – στην προ του 1909 περίοδο – οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν ήταν μόνιμοι όπως σήμερα. Οι απολυμένοι, οι “Παυσανίες” όπως τους έλεγαν, πήγαιναν εμπρός από το Υπουργείο Εσωτερικών, που ήταν στην πλατεία αυτή, και με κλάματα και θρήνους – “κλαυθμούς” – παρακαλούσαν να τους ξαναπροσλάβουν. Δεδομένου ότι τέτοιες απολύσεις συνέβαιναν τακτικά σε κάθε αλλαγή κυβερνήσεως, οι σκηνές αυτές ήταν αρκετά συχνές στην πλατεία. Ανάδοχος της ονομασίας ήταν ο συγγραφέας και κατόπιν ακαδημαϊκός Δημήτριος Καμπούρογλου, που πρώτος ονόμασε την πλατεία “Κλαυθμώνος” σε ένα χρονογράφημά του στην “Εστία” το 1878.

»Η πλατεία Κλαυθμώνος είναι ο πρώτος χώρος που δεντροφυτεύτηκε στην Αθήνα. Για τον σκοπό αυτό, ο βασιλιάς της Βαυαρίας, Λουδοβίκος, έστειλε τον ειδικό κηποτεχνικό Σμάρατ. Στην δυτική πλευρά της υπήρχαν οι τρεις συνεχόμενες οικίες των Βούρου, Μαστρονικόλα και Αφθονίδου, όπου έμειναν αρχικά οι βασιλείς Όθωνας και Αμαλία μετά τους γάμους τους. Στα σπίτια αυτά, όσα σώζονται, στεγάζεται σήμερα το Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών. Στην πλατεία υπήρχαν επίσης τα κτήρια των Υπουργείων Εσωτερικών και Οικονομικών.

»Πολλές περιπέτειες πέρασε η επίσημη ονομασία της πλατείας. Στο αρχικό σχέδιο της πόλεως των Αθηνών, του Leo von Klenze, λεγόταν “Πλατεία Αισχύλου”. Κατόπιν ονομάστηκε “Πλατεία Νομισματοκοπείου”, γιατί εκεί ήταν το ομώνυμο κτήριο. Στην συνέχεια “25ης Μαρτίου”. Αργότερα “Πλατεία Δημοκρατίας” και μετά πήρε και επίσημα πλέον το όνομα με το οποίο ήταν πάντοτε γνωστή: “Πλατεία Κλαυθμώνος”. Τέλος, τον Ιούνιο του 1989 μετονομάστηκε σε “Πλατεία Εθνικής Συμφιλιώσεως”, με την αφορμή των αποκαλυπτηρίων του ομώνυμου μνημείου στην πλατεία, αλλά ο κόσμος δεν συμφιλιώθηκε με την νέα ονομασία και το “Κλαυθμώνος” έμεινε.

»Το 1952 υπηρετούσα στο Υπουργείο Ναυτικού, που εξακολουθούσε ακόμα να στεγάζεται στην Πλατεία Κλαυθμώνος. Απ’ το μπαλκόνι του γραφείου μου έβλεπα τους λούστρους και τους καστανάδες.

»Α, ο καστανάς! “Ο πρόσκοπος του φθινοπώρου, ο άγγελος των βροχών”, όπως έγραφε ο ρομαντικός Τίμος Μωραϊτίνης. “Αυτός πρώτος εισερχόταν στην πόλη, φέροντας το μήνυμα της λήξης των υπαιθρίων εορτών”.

»Οι καστανάδες, τους οποίους αραιά και πού συναντάμε πλέον σε κεντρικά σημεία της πρωτεύουσας, κάποτε ήταν το άσμα παρηγοριάς για τον μικρόκοσμο. Οι απαραίτητοι τύποι των συνοικιών. Έκαναν την θριαμβευτική τους εμφάνιση με τις πρώτες φθινοπωρινές πνοές, για να μετατραπούν στις γνώριμες συμπαθητικές φιγούρες που περίμεναν στην γωνιά του δρόμου.

»Μόλις έπιαναν τα πρωτοβρόχια, ο καστανάς ετοίμαζε την φουφού, προμηθευόταν τα κάστανα κι έπιανε την γωνιά κάποιου πολυσύχναστου δρόμου. Η φουφού – το φορητό αυτό μαγκάλι – ήταν τσίγκινη και στρογγυλή, χωρισμένη συνήθως σε τρία μέρη, όπου τοποθετούσε κατά μέγεθος τα κάστανα. Κάθε μέγεθος και διαφορετική τιμή. Μέχρι να πυρώσει η φωτιά, χαράκωνε μ’ ένα μαχαίρι τα κάστανα και ύστερα τα έριχνε στην φουφού να ψηθούν. Καθισμένος σε ένα χαμηλό σκαμνάκι περίμενε την πελατεία του σκαλίζοντας την φωτιά. Μόλις άρχιζαν να σκάζουν τα κάστανα, τα γύριζε απ’ την άλλη μεριά με την μασιά. Αφού ψήνονταν, τα απομάκρυνε από την φουφού. Έπιανε τότε την τσιμπίδα και γέμιζε το χωνάκι, που είχε φτιάξει με παλιές εφημερίδες.

»Το καταχείμωνο, στο κρύο και στην παγωνιά, έψηναν τα κάστανά τους στην ύπαιθρο, εξοικονομώντας ό,τι μπορούσαν για να ενισχύσουν τα σπίτια τους στο χωριό. Την άνοιξη, όταν περνούσε πια η εποχή των ψημένων κάστανων στην Αθήνα, ξαναγυρνούσαν στα χωριά τους.

»Μια φθινοπωρινή μέρα, λοιπόν, με την δύση του ηλίου, όλα ήταν έτοιμα για την καθιερωμένη υποστολή της σημαίας στο Υπουργείο Ναυτικού. Το άγημα αποδόσεως τιμών στον χώρο του. Ο σαλπιγκτής σημαίνει «προσοχή». Το άγημα παρουσιάζει όπλα. Ο αξιωματικός χαιρετά και η μπάντα παιανίζει το εμβατήριο της σημαίας. Όλοι οι παριστάμενοι εκεί, και οι περαστικοί, σταθήκαμε σε στάση προσοχής. Εκείνη ακριβώς την στιγμή, που ο επικεφαλής αξιωματικός χαιρετά, η ματιά του πέφτει λοξά, βλέπει κάτι παράξενο και η ψυχή του ταράζεται…

»Τελειώνοντας η διαδικασία της υποστολής της σημαίας, οι διαβάτες συνεχίζουν τον δρόμο τους. Εγώ βλέπω τον νεαρό αξιωματικό να κατευθύνεται προς έναν γεροδεμένο πλανόδιο καστανά. Φτάνει κοντά του και του λέει θυμωμένος: “Γιατί δεν σηκώθηκες όρθιος για να τιμήσεις την σημαία μας; Δεν έχεις φιλότιμο; Δεν είσαι Έλληνας εσύ;”

»Ο άνθρωπος έμεινε βουβός. Εγώ παρακολούθησα φοβερά συγκλονισμένος. Κατόπιν βλέπω τον καστανά να γίνεται κατακόκκινος και ν’ αρχίζει να τρέμει. Ήθελε να φωνάξει, αλλά παρατηρώ με έκπληξη ότι συγκρατείται. Και σκύβοντας το κεφάλι του, άρχισε να κλαίει με λυγμούς…

»Λίγη ώρα μετά συνέρχεται, σκουπίζει τα δάκρυα με την ανάστροφη της παλάμης του, και με πολλή δύναμη σπρώχνει τον πάγκο με τα κάστανα μπροστά και φωνάζει με όλη του την ψυχή στο νεαρό αξιωματικό δυνατά: “Πώς να σηκωθώ, κύριε; Της τα έδωσα της πατρίδας και τα δύο!” Και σηκώνει τα μπατζάκια του παντελονιού του, όπου φάνηκαν δύο πόδια κομμένα πάνω από τα γόνατα, και ξαναρχίζει να κλαίει…

»Ο κόσμος, όπως κι εγώ, γύρω του κλαίει και χειροκροτεί, όμως περισσότερο απ’ όλους κλαίει ο νεαρός αξιωματικός, ο οποίος σκύβει, αγκαλιάζει και φιλά τον καστανά και στην συνέχεια στέκεται ευθυτενής μπροστά στον ήρωα και φέρνει το δεξί του χέρι στην άκρη του γείσου του πηληκίου του και τον χαιρετά στρατιωτικά. Του απονέμει “τας κεκανονισμένας τιμάς”, που δεν μπόρεσε εκείνος τυπικά να αποδώσει στην σημαία μας, γιατί της χάρισε και τα δύο του πόδια στα βορειοηπειρώτικα βουνά για να μπορεί να κυματίζει σήμερα ελεύθερη στον ιστό της, και οι άλλοι – οι πολλοί – να μπορούν να πηγαίνουν με γρήγορο βήμα στις ειρηνικές απασχολήσεις τους, χωρίς να γνωρίζουν ότι περνούν μπροστά από έναν ήρωα του αλβανικού μετώπου, που αναγκάζεται να πουλάει κάστανα για να μην πεθάνει της πείνας».

Σήκωσε τα μάτια του απ’ το τετράδιο και με κοίταξε συγκινημένος.

«Πώς σου φάνηκε;» ρώτησε, με την αγωνία έκδηλη στην φωνή του.

Δάγκωσα τα χείλη μου πριν μιλήσω. Ύστερα, δίχως ίχνος επιτήδευσης απάντησα αργά αλλά σταθερά.

«Η ιστορία είναι αριστουργηματική!»

«Ναι, αλλά το ύφος; Η διήγηση; Βρίσκεις ελαττώματα;»

«Κοίτα, εκεί που λες για τους καστανάδες μοιάζει με ρεπορτάζ. Η γραφή είναι περισσότερο δημοσιογραφική και κάπως κουραστική. Το ίδιο στο σημείο που μιλάς για την Πλατεία Κλαυθμώνος. Όταν όμως αρχίζει το περιστατικό, δεν πετάς λέξη! Ίσως τελικά η λογοτεχνία να είναι απλώς να διηγηθείς μια καλή ιστορία και να προσθέσεις λίγο αλατοπίπερο. Οι εμβαθύνσεις και τα συμπεράσματα είναι δουλειά του αναγνώστη».

«Ναι, να διηγηθείς ή… να επινοήσεις μια καλή ιστορία!»

«Εννοείς πως η ιστορία δεν είναι αληθινή;»

«Αληθινό δεν είναι ό,τι συνέβη, αλλά ό,τι θα έπρεπε να έχει συμβεί».

«Δηλαδή το περιστατικό εν μέρει το επινόησες;»

«Μα δεν υπάρχει τίποτα να επινοήσει κανείς που να μην έχει ήδη συμβεί ή που να μην πρόκειται να συμβεί».

Χαμογέλασα με απογοήτευση.

«Κρίμα! Θα στοιχημάτιζα πως είναι αδύνατον να ήταν ψεύτικη η ιστορία».

«Αυτό σημαίνει πως την βρίσκεις καλογραμμένη;»

«Μα, ναι, το είπα και στην αρχή, αλλά τώρα θα με ενδιέφερε περισσότερο να ήταν αληθινή».

Ο πλωτάρχης κούνησε απελπισμένος το κεφάλι πριν πει:

«Αληθινή είναι! Όπως βλέπεις, το πιο δυνατό σημείο της αφήγησης δεν το έγραψα εγώ, αλλά η ζωή! Άρα… καλά κάνω και κρατάω το τετράδιο στο συρτάρι, δεν νομίζεις;»

«Όχι, βέβαια!» ούρλιαξα απ’ την χαρά μου και τινάχτηκα πάνω. «Ορκίζομαι πως, παρ’ όλα τα ελαττώματά της, ούτε λέξη δεν θ’ άλλαζα στην αφήγησή σου! Ήθελα όμως να είναι αληθινή! Το περιστατικό μοιάζει σαν κινηματογραφική σκηνή. Εσύ ήσουν ο φωτιστής, ο καμεραμάν και ολίγον ο σκηνοθέτης, απλώς το σενάριο το έγραψε η κυρία πραγματικότητα! Ε, και; Γι’ αυτό χολοσκάτε, κύριε πλωτάρχα;»

«Ναι, αλλά η δημοσιογραφική και κάπως κουραστική γραφή που είπες, εκεί που λέω για τους καστανάδες και για την πλατεία Κλαυθμώνος;»

«Εκεί, ναι, θα συμφωνήσω, υπάρχει ένα θέμα».

Άρα, εμπεριέχει σαβούρα στο κείμενο, έτσι;»

«Σαφώς! Αλλά, τι διάβολο, ναυτικός δεν είσαι; Και το καλύτερο πλοίο, θέλει την σαβούρα του για να ταξιδέψει. Ψέματα;»

«Την σαβούρα του;»

«Μα, ναι, ναι! Ένα κόσμημα στα σκουπίδια λάμπει περισσότερο απ’ όσο σ’ ένα κοσμηματοπωλείο ανάμεσα στ’ άλλα χρυσαφικά, δεν νομίζεις;»

Ο κύριος πλωτάρχης γέλασε πλατιά.

«Σκουπίδια, λοιπόν, γίναν τώρα τα ελαττώματα; Ας είναι! Κρατάμε το κόσμημα: την θυσία, τα κομμένα πόδια του ήρωα, την πατρίδα, την κυανόλευκη που κυματίζει στον ιστό της!»

«Κρατάμε και την λογοτεχνία, φίλε μου», είπα εγώ, «την λογοτεχνία που σου κόβει τα πόδια! Πατρίδα είναι κι αυτή, που θέλει ηρωισμούς, θυσίες, για να κυματίζει περήφανη η σημαία της στον ιστό της».

Και, πολύ σοβαρά, σηκώθηκα όρθιος, στάθηκα ευθυτενής μπροστά στον πλωτάρχη Δημήτρη Ντούλια, έφερα το δεξί μου χέρι εκεί που θα βρισκόταν η άκρη του γείσου του πηληκίου μου, αν το φόραγα εκείνη την στιγμή, και τον χαιρέτησα στρατιωτικά, απονέμοντάς του “τας κεκανονισμένας τιμάς” που δεν μπόρεσε εκείνος να απονείμει στο γραπτό του.

Ο κύριος πλωτάρχης, εμφανώς συγκινημένος, αντιχαιρέτησε στρατιωτικά και είπε χαμογελώντας:

«Τους ζυγούς λύσατε!»

Τότε, η κυρία πραγματικότητα επέλεξε για λογαριασμό μου τον ιδεώδη επίλογο για το γραπτό τούτο.

Σαν σε κινηματογραφική σκηνή, ακούστηκε μια δυνατή φωνή έξω στον δρόμο:

«Κάσταναααα! Ζεστά κάσταναααα…»

Α, ο καστανάς! «Ο πρόσκοπος του φθινοπώρου, ο άγγελος των βροχών εισήλθε στην πόλη, φέροντας το μήνυμα της λήξης των υπαιθρίων εορτών».

Μόλις έπιαναν τα πρωτοβρόχια…

~.~

Υστερόγραφο:  

Ιστοσελίδα της Ενώσεως Αποστράτων Αξιωματικών Ναυτικού. Το σημείωμα δωρικό, καθώς ταιριάζει σε Έλληνα αξιωματικό: «Απεβίωσε την 25η Αυγούστου 2022 ο Πλωτάρχης (Ε) εα Δημήτριος Ντούλιας ΠΝ, γεννηθείς το 1929. Σαλπάρισε για τον μαύρο ωκεανό ο πλωτάρχης, λίγο πριν τα πρωτοβρόχια… Το διήγημα, ζεστό-ζεστό, όπως βγήκε απ’ την φουφού της καρδιάς μου, αφιερώνεται στην μνήμη του. «Τους ζυγούς λύσατε…»

~.~

Τα Λευκαδίτικα διηγήματα (Fagotto books, 2016 και εμπλουτισμένη επανέκδοση 2017) είναι το μοναδικό βιβλίο με διηγήματα του Δημήτρη Ε. Σολδάτου ανάμεσα στις δεκαεπτά ποιητικές συλλογές που εξέδωσε στην διάρκεια σαράντα χρόνων. Η συνεργασία με το Νέο Πλανόδιον στην στήλη αυτή περιλαμβάνει κάποια από τα εκδομένα του διηγήματα (επιμελημένα εκ νέου) καθώς επίσης ανέκδοτο υλικό. Ο τίτλος της στήλης είναι παρμένος από μια κριτική του συγγραφέα Μιχάλη Μακρόπουλου για τα Λευκαδίτικα διηγήματα στις 28.6.2016 στον ιστοχώρο Bookpress (https://bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/6619-lekfaditikadiigimata-soldatos): «Ένα πνεύμα νοσταλγικό, παλιομοδίτικο ίσως, μα γνήσιο κι ανυπόκριτο, περασμένο στο χαρτί με ελληνικά που η ομορφιά και η καθαρότητά τους σπανίζουν πλέον».