Βου­κο­λι­κό

 Ο ΒΟΔΙ, τ’ ἀ­λέ­τρι, ἡ ντε­νε­κε­δέ­νια γλά­στρα μὲ τὰ γε­ρά­νια, στὸ λι­α­κω­τὸ ὁ σπό­ρος κι ἡ Πα­να­γιὰ στὴν κό­χη. Εἰ­κό­νες ἀ­πὸ τὰ βά­θη τοῦ χρό­νου, τό­τε ποὺ οἱ ἄν­τρες φο­ροῦ­σαν φέ­σια κι οἱ γυ­ναῖ­κες φλυ­α­ροῦ­σαν ἀ­νέ­με­λα στὰ σκα­λο­πά­τια. Κι ἡ αἰ­ω­ρού­με­νη μυ­ρω­διὰ τῆς τσί­κνας (κά­που ψή­νε­ται μιὰ γί­δα), τὸ βου­η­τὸ τῶν ἐν­τό­μων, τὸ ντε­λά­λη­μα τοῦ γη­ραι­οῦ μά­γου μὲ τὰ θαυ­μα­τουρ­γὰ βο­τά­νια. Αὐ­το­κί­νη­το κα­νέ­να κι οἱ πο­λύ­χρω­μες γκα­ζὲς στὸ ρά­φι τοῦ παν­το­πω­λεί­ου ποὺ εἶ­ναι καὶ κα­πη­λει­ὸ κι ὅ­που μα­ζεύ­ον­ται οἱ χω­ρι­κοί, ὁ ἕ­νας τὸν ἄλ­λον νὰ κε­ρά­σει, μὲ τὸ σκύ­λο καὶ τὸ γά­το ὑ­πτί­ως νὰ κοι­μοῦν­ται μα­κα­ρί­ως.

 

ΜΑ͂Ρ­ΚΟΣ ΔΡΑ­ΓΟΎ­ΜΗΣ ΤΟΥ͂ ΦΙ­ΛΊΠ­Π