ΑΠ’ ΤΑ ΠΕΝΤΕ ΜΕΣΗΜΕΡΙΑ (διήγημα)

“Απ’ τα πέντε μεσημέρια στην πλατεία” συνήθιζε να μουρμουρίζει μέσα από τα δόντια του ο Άλκης, μόλις η μεγάλη καμπάνα του Άη-Διονύση χτύπαγε πέντε. Συγχρόνως έψαχνε να βρει τα παπούτσια του, να πάρει μαζί του το μικρό του αδερφό και να κουτρουβαλήσουν παρέα τις σκάλες του σπιτιού για να βρεθούν στο δρόμο. Η φράση αυτή του είχε κολλήσει πριν από κάτι χρόνια, όταν “σταύρωνε” τη μάνα του, τα καλοκαιριάτικα απογεύματα, για να κατέβει να παίξει στη μικρή πλατεία που ήταν μπρος στο σπίτι τους. Κι εκείνη συνήθως του απαντούσε: “Είναι πολύ νωρίς ακόμα! Απ’ τα πέντε μεσημέρια στην πλατεία;”

Τώρα πια δεν έμεναν πάνω από την μικρή πλατεΐτσα, είχαν μετακομίσει τρία-τέσσερα τετράγωνα παρακάτω και ο “στίβος” του παιχνιδιού ήταν το μικρό δρομάκι που ξεκίναγε από τη γωνία της πολυκατοικίας, καμιά εκατοστή μέτρα όλο κι όλο. Όμως η φράση του είχε κολλήσει και του άρεσε να την επαναλαμβάνει.

Ο Άλκης δεν ήταν πια μικρός, μόλις είχε τελειώσει το Δημοτικό και από το Σεπτέμβριο θα πήγαινε στο Γυμνάσιο, άρα αυτόματα περνούσε στους “μεγάλους”. Μαζί με τον αδερφό του το Στέφανο, δυο χρόνια μικρότερο, έλιωναν τα παπούτσια τους στην άσφαλτο, παίζοντας μπάλα κυρίως, από νωρίς το απόγευμα μέχρι που σκοτείνιαζε. Παρέα τους πεντ’ έξι ακόμα αγόρια της γειτονιάς, έδιναν το ίδιο ραντεβού κάθε απόγευμα στο στενό δρομάκι για να χωριστούν σε δυο ομάδες και να ξεκινήσουν το παιχνίδι. Ο Σταμάτης (για τους φίλους “Τάκης”), που το σπίτι του ήταν ακριβώς πάνω στο δρομάκι, ήταν ο πιο βασικός και μόνιμος από την παρέα. Ένα μελαχρινό, γεροδεμένο αγόρι, ελαφρώς υπέρβαρο, που για το λόγο αυτό δεχόταν τα πειράγματα των υπολοίπων, αλλά που ήταν η ψυχή της παρέας. Ο Φώντας, λεπτοκαμωμένος σαν κοτσύφι, αλλά ασυναγώνιστος στο τρέξιμο και φοβερό πειραχτήρι. Ο Μιχάλης, ψηλός, με μακριά και λιγνά ποδάρια, που όταν έτρεχε έβαζε το κεφάλι κάτω και δρασκέλιζε το δρόμο σαν άλογο. Ο Φραγκίσκος, ένα μάλλον σοβαρό αγόρι με ίσια μαύρα μαλλιά, που μίλαγε μ’ ένα παχύ “σ” που έκανε τ’ άλλα παιδιά να βάζουν συχνά-πυκνά τα γέλια. Ο Γιάννης (ή “Τζίνος”), κοκκινομάλλης με φακίδες, κοντός και αεικίνητος, με Ιταλίδα μάνα (γι’ αυτό και το “Τζίνος”), “ήξερε καλή μπάλα”, όπως έλεγε ο Άλκης.

Κοντά σ’ αυτούς κολλούσαν περιστασιακά ο Βασίλης με τον Μίμη, δυο αδέρφια λιγάκι σνομπ, που έρχονταν κάποιες φορές στη γειτονιά για να παίξουν μαζί τους. Ο Άλκης έλεγε ότι έχουν “ψηλά τη μύτη” και δεν τους χώνευε, ειδικά τον μεγάλο που ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερός του, γιατί όσες φορές μπλέκονταν μαζί τους γίνονταν αιτία για καυγάδες.

Το κυρίως παιχνίδι τους ήτανε το ποδόσφαιρο. Αραιά και πού, όταν τύχαινε να περάσουν από την παρέα κάποια κορίτσια, συμμαθήτριες απ’ το σχολείο, σταματούσαν τα ποδοβολητά και τις ντρίμπλες και το γύριζαν σε κάτι πιο “κοριτσίστικο” (“τα μήλα” ας πούμε, ή κάποιο υποτυπώδες βόλεϊ). Κατά διαστήματα, όταν η τηλεόραση έδειχνε μεγάλες διοργανώσεις στίβου, τους έπιανε μανία με το στίβο και έπαιζαν “Ολυμπιακούς Αγώνες”.  Αλλά αυτά ήταν οι εξαιρέσεις, τα μικρά διαλείμματα. Το κυρίως παιχνίδι ήταν όπως είπαμε το ποδόσφαιρο.

Όμως τι ποδόσφαιρο… Ένα ποδόσφαιρο δρόμου δικής τους επινόησης, ένα “street football” σχεδόν χωρίς κανόνες. Γήπεδο φυσικά ο δρόμος. Το ρόλο των γκολπόστ έπαιζαν από τη μια μεριά η άκρη του πεζοδρομίου και από την άλλη κάποια μεγάλη πέτρα που έστηναν και που παρίστανε το δοκάρι. Πλάγιες γραμμές δεν υπήρχαν. Οι τοίχοι και οι μάντρες των σπιτιών ήταν τα φυσικά όρια του “γηπέδου” και το παιχνίδι συνεχιζόταν κανονικά όταν η μπάλα χτύπαγε πάνω τους.

Το παιχνίδι ήτανε “μονότερμα” ή “μονό” όπως το έλεγαν, που σημαίνει ότι υπήρχε μόνο ένα τέρμα και οι δύο ομάδες έβαζαν γκολ σ’ αυτό. Ο τερματοφύλακας ήταν το πιο αμφιλεγόμενο πρόσωπο του παιχνιδιού. Τυχερός και άτυχος μαζί. Τυχερός μεν γιατί δεν πολυσκοτιζότανε για το παιχνίδι, αραχτός όπως ήτανε στο τέρμα του, άτυχος δε γιατί τα άκουγε απ’ όλους. Και οι δυο ομάδες τον κατηγορούσανε για “πουλημένο”. Ότι “έπνιγε” τα γκολ των αντιπάλων (τα άφηνε δηλαδή επίτηδες και έμπαιναν) ενώ στα δικά τους σουτ γινόταν αυτομάτως Γκόρντον Μπανκς ή Σεπ Μάγιερ!

Διαιτητής, φυσικά, δεν υπήρχε. Οι αποφάσεις για φάουλ, πέναλτι κλπ. παίρνονταν συλλογικά από την “ολομέλεια”. Ομηρικοί καυγάδες, που έφταναν μέχρι τη διακοπή του αγώνα, γίνονταν στα ψηλά σουτ, όταν έπρεπε να αποφανθούν αν ήταν “μέσα” ή “έξω” από το υποθετικό οριζόντιο δοκάρι. Εδώ τα κριτήρια ήταν πολύ χαλαρά και εντελώς αμφιλεγόμενα. Ο τερματοφύλακας γινόταν πάλι στόχος επικριτικών σχολίων εκατέρωθεν:

-Μέσα ήτανε, άμα πήδαγες θα το έπιανες!

-Πήδηξα αλλά δεν το έφτασα!

-Σιγά μην πήδηξες, ίσα που σήκωσες το χέρι σου.

-Ντάξει, άμα δε γουστάρεις παίρνω τη μπάλα και φεύγω!

Γιατί, πρέπει να το πούμε κι αυτό, το έσχατο επιχείρημα διαπραγμάτευσης όταν τα πράγματα φτάνανε σε αδιέξοδο, ήτανε ή αποχώρηση αυτουνού που είχε τη μπάλα. Χωρίς αυτόν δεν υπήρχε μπάλα και χωρίς μπάλα δεν υπήρχε παιχνίδι.

Εκείνες τις μέρες παίζανε “παγκόσμιο κύπελλο” θαμπωμένοι από τα όσα έβλεπαν στο ασπρόμαυρο χαζοκούτι τους. Παρίσταναν τις ομάδες που έβλεπαν στην τηλεόραση και οι αγώνες τους έπαιρναν άλλη διάσταση, αποκτούσαν άλλη επισημότητα. Ολλανδία-Πολωνία ας πούμε, Βραζιλία-Αγγλία, Δυτική Γερμανία-Ιταλία και πάει λέγοντας…

Ο Άλκης ήταν με την Ολλανδία και στο παιχνίδι ήταν πάντα ο… Κρόιφ. Τον γοήτευε το αέρινο στιλ αυτού του τύπου με τα μακριά μαλλιά και τις αφέλειες και προσπαθούσε να το μιμηθεί. Ακόμα και εμφανισιακά προσπαθούσε να του μοιάσει και έκανε φιλότιμες πλην άκαρπες προσπάθειες να αφήσει μαλλί για να μοιάσει στο ίνδαλμά του. Το χειμώνα το μαλλί θυσιαζόταν για χάρη του σχολείου και των αυστηρών συστάσεων των δασκάλων και κάθε φορά που υποχρεωνόταν να κουρευτεί, ο… Κρόιφ εμφανιζόταν στο σχολείο με κάτι μουτράκλες μέχρι το πάτωμα! Το καλοκαίρι όμως το πράγμα άλλαζε. Κανόνιζε να κουρευτεί τελευταία φορά μέσα στο Μάη κι έτσι είχε σχεδόν τέσσερις μήνες περιθώριο μπροστά του για να μεγαλώσουν τα μαλλιά του, μέχρι τις αρχές Σεπτέμβρη.

Το απόγευμα εκείνο του Ιουνίου η ομάδα ήταν σε απαρτία και το παιχνίδι είχε ανάψει από νωρίς. Ο Άλκης, ο Μιχάλης κι ο Φώντας ήταν η μια ομάδα, ο Τάκης, ο Φραγκίσκος κι ο Τζίνος ή άλλη. Και τερματοφύλακας ο Στέφανος…

Έτρεχαν, κλοτσούσαν, φώναζαν, χτυπιόνταν, έβριζαν, σήκωναν τη γειτονιά στο πόδι με τις αγριοφωνάρες τους, κι ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι. Σταματούσαν μόνο για λίγο για να περάσει κάποιο αυτοκίνητο πού και πού  – τα αυτοκίνητα ήταν έτσι κι αλλιώς ελάχιστα – και μετά ξανάρχιζαν την κλοτσοπατινάδα.

Σε κάποια στιγμή μια στραβοκλοτσιά του Τζίνου έστειλε τη μπάλα πολύ ψηλά και μακριά. Ένα μακρόσυρτο “Ωωωω!!!” βγήκε από τα στόματα των παιδιών. Όλοι πάγωσαν. Κι άλλες φορές τύχαινε να τους φεύγει η μπάλα, πότε στον απέναντι κεντρικό δρόμο, πότε μέσα στην αυλή κάποιου σπιτιού και πότε να χώνεται κάτω από κάποιο παρκαρισμένο αυτοκίνητο, από τα ελάχιστα που πάρκαραν στο μικρό δρομάκι. Τώρα όμως έγινε κάτι απρόσμενο. Η μπάλα πήρε πολύ μεγάλο ύψος και χτύπησε πάνω στα κεραμίδια του γωνιακού σπιτιού, αυτού που  ήταν ακριβώς απέναντι από την πολυκατοικία που έμενε ο Άλκης. Αφού αναπήδησε κάμποσες φορές, κύλησε προς τα κάτω και αντί να πέσει προς το δρόμο ή έστω μες στην αυλή του σπιτιού, σταμάτησε, η άτιμη, στην άκρη της στέγης, εγκλωβισμένη από μια μικρή προεξοχή που υπήρχε εκεί. Τα παιδιά κοιτάχτηκαν με απορία και φόβο μαζί. Στο σπίτι εκείνο έμενε ένας γερο-παράξενος με τη γυναίκα του. Δεν ήξεραν το όνομά του και τον αποκαλούσαν απλά “ο γέρος”. Ήταν στραβόξυλο, έλεγαν οι μεγάλοι. Με όλη σχεδόν τη γειτονιά ήταν τσακωμένος. Τον ενοχλούσαν οι πάντες και τα πάντα. Με τα παιδιά ήταν μονίμως σε αντιπαράθεση. Πολλές φορές έβγαινε να τους κάνει παρατήρηση ότι τον ενοχλούσαν με τις φωνές τους και απειλούσε ότι θα τους φέρει την αστυνομία. Όποτε η μπάλα πήγαινε μέσα στην αυλή του έτρεμε η ψυχή τους και πήδαγαν με χίλιες προφυλάξεις για να την πάρουν, γιατί αλίμονο αν τους έπιανε. Όμως τώρα τα πράγματα ήταν δύσκολα.

Δίπλα ακριβώς στο σπίτι, κολλητά, ήταν ένα πιο χαμηλό σπιτόπουλο, κάτι σαν αποθήκη ή παλιά υπαίθρια τουαλέτα. Αν ανέβαινε κάποιος στο ταρατσάκι αυτής της αποθηκούλας μετά ήταν πολύ εύκολο με ένα σάλτο να βρεθεί στη σκεπή του σπιτιού και να πιάσει τη μπάλα. Ποιος όμως θα ήταν ο τολμηρός που θα το επιχειρούσε; Μόλις προχτές που είχαν πηδήξει μέσα στην αυλή του για να πιάσουν τη μπάλα ο γέρος τους πήρε χαμπάρι, πετάχτηκε έξω φορώντας μια πιτζάμα από κάτω κι ένα αθλητικό φανελάκι απ’ τη μέση και πάνω, και απειλούσε θεούς και δαίμονες. “Αλητόπαιδα, έτσι και ξαναμπείτε στο σπίτι μου θα σας πιάσω και θα σας στείλω δεμένους στο Τμήμα, δεν μας αφήνετε να ησυχάσουμε κάθε απόγευμα…δεν έχετε σπίτια… δεν έχετε μανάδες να σας ορμηνέψουν…”

Όλοι στράφηκαν και κοίταξαν το Μιχάλη. Αυτός ήταν που συνήθως αναλάμβανε τέτοιου είδους “επικίνδυνες” αποστολές. Ψηλόλιγνος, αέρινος, με μακριά και λεπτά κανιά, το ’χε παιχνιδάκι να σκαρφαλώνει μάντρες, να πηδάει φράχτες, να ισορροπεί πάνω σε στέγες και ταράτσες. Η συγκεκριμένη δουλειά ήταν μάλλον εύκολη γι’ αυτόν. Έπρεπε όμως να είναι πολύ προσεκτικοί για να μην τους καταλάβει ο γέρος.

-Κάντε λίγο ησυχία, είπε ο Άλκης. Ό,τι είναι να γίνει θα γίνει πολύ γρήγορα.

Προχώρησε προσεχτικά μέχρι την εξώπορτα του σπιτιού και προσπάθησε να “στήσει αυτί” μήπως και ακούσει κάτι από μέσα. Άκρα του τάφου σιωπή!

-Μήπως λείπουνε; είπε ψιθυριστά ο Τάκης.

-Αποκλείεται… πού να πάνε…

-Να μπω κι εγώ μαζί του να τον βοηθήσω ν’ ανέβει; (Τάκης)

-Όχι… όχι… είπε ο Άλκης, που σαν μεγαλύτερος έκανε και τον “αρχηγό” της παρέας. Θα μπει πολύ γρήγορα, θα πετάξει τη μπάλα έξω και θα ξαναβγεί. Πρέπει να κάνουμε ησυχία μη μας πάρει χαμπάρι.

Ο Μιχάλης ζύγισε με μια ματιά το ύψος της μάντρας και μ’ ένα σάλτο την καβάλησε και βρέθηκε μες στην αυλή. Από κει, με επιδεξιότητα ακροβάτη σκαρφάλωσε στο ταρατσάκι της αποθηκούλας και μετά πάνω στα κεραμίδια. Ακροπατούσε σαν γάτος πάνω στη σκεπή προσπαθώντας να μην κάνει καθόλου θόρυβο. Οι άλλοι απ’ έξω κρατούσαν την αναπνοή τους και συγχρόνως προσπαθούσαν να αφουγκραστούν τυχόν κινήσεις μέσα από το σπίτι. Τίποτα… απόλυτη σιωπή… λες και δεν υπήρχε άνθρωπος μέσα. Ο Μιχάλης έφτασε την μπάλα και την έπιασε. Ο Τάκης απέξω του έκανε νόημα να του την πετάξει. Του την πέταξε και με ήρεμες, προσεχτικές πάντα κινήσεις άρχισε να κατεβαίνει. Και τότε έγινε το αναπάντεχο…

Ακριβώς τη στιγμή που ο Μιχάλης πήδαγε από το ταρατσάκι η πόρτα του σπιτιού άνοιξε με πάταγο και ο γέρος πετάχτηκε έξω σε έξαλλη κατάσταση. Φορούσε πάλι το γνωστό ριγέ παντελόνι πιτζάμας και το άσπρο αθλητικό φανελάκι. Με τρεις μεγάλες δρασκελιές και με αστραπιαίες για την ηλικία του κινήσεις έτρεξε και γράπωσε γερά το παιδί από το μπράτσο. Ήταν ολοφάνερο ότι όλη αυτή την ώρα τους παρακολουθούσε μέσα από το σπίτι με σκοπό να τους αιφνιδιάσει. Και το πέτυχε…

Ο καημένος ο Μιχάλης… Δεν πρόλαβε να προσγειωθεί και να σταθεί όρθιος στα πόδια του και αισθάνθηκε ένα χέρι σαν τανάλια να τον αρπάζει και να τον κρατάει με δύναμη. Λίγα δευτερόλεπτα νωρίτερα να είχε προλάβει να πηδήξει θα μπορούσε να τρέξει, έτσι ευκίνητος που ήταν, και να ξεφύγει με κάποιο τρόπο. Τώρα όμως είχε πιαστεί σαν τον ποντικό στη φάκα.

-Ώστε εσύ είσαι λοιπόν που μπαίνεις μέσα στα ξένα σπίτια σαν τον κλέφτη; ούρλιαξε ο γέρος και ταρακουνούσε το παιδί σα να ’τανε σκουπόξυλο. Νόμιζες ότι θα μου ξεφύγεις νεαρέ; Τώρα θα δεις τι έχεις να πάθεις!

-Κύ… κύριε, τραύλιζε το παιδί, δεν είμαι κλέφτης κύριε, τη μπάλα μου μπήκα να πάρω…

-Τη μπάλα σου ε; Πάνω στα κεραμίδια του σπιτιού μου; Σας είχα προειδοποιήσει επανειλημμένως! Αλλά εσείς δεν εννοείτε να συμμορφωθείτε! Τώρα θα πας μια ωραία βόλτα από το Τμήμα για να μάθεις να μην το ξανακάνεις!

Στο μεταξύ, με το που έγινε η “έφοδος” η παρέα σκόρπισε έντρομη σε χρόνο ρεκόρ. Ο Άλκης με το Στέφανο έτρεξαν προς την είσοδο της πολυκατοικίας και μπήκαν μέσα για ασφάλεια. Οι υπόλοιποι το ’βαλαν στα πόδια και κρύφτηκαν όπου βρήκαν για να παρακολουθούν από απόσταση ασφαλείας.

Οι φωνές του γέρου είχαν σηκώσει τη γειτονιά στο ποδάρι. Από τα γύρω σπίτια κάποια κεφάλια βγήκαν στα παράθυρα και προσπαθούσαν απορημένα να καταλάβουν τι συμβαίνει. Από την πολυκατοικία του Άλκη, που ήταν ακριβώς απέναντι, δυο τρεις γυναίκες βγήκαν στα μπαλκόνια και προσπαθούσαν, με φωνές και παρακάλια, να “σώσουν” τον Μιχάλη από τα χέρια του γέρου. Στο ισόγειο της πολυκατοικίας από κανα δυό συνεργεία που υπήρχαν εκεί βγήκαν κάτι μαστόρια και χάζευαν τη σκηνή.

-Άσε το παιδί ρε μπάρμπα, φώναξε ένας από αυτούς. Παιδιά είναι και παίζουνε δεν κάνανε και κανα έγκλημα…

-Αφήστε το παιδί κύριε, για όνομα του Θεού! φώναξε και η μάνα του Άλκη από το απέναντι μπαλκόνι. Δεν είναι κλέφτες, πώς κάνετε έτσι… Σας παρακαλώ… Να σας ζητήσει συγγνώμη και το επεισόδιο να θεωρηθεί λήξαν …

Ο γέρος σήκωσε το κεφάλι μέχρι τον τρίτο όροφο για να δει αυτήν που του μίλαγε. Ιδρωμένος, αναμαλλιασμένος, είχε βγει τώρα στο δρομάκι ακριβώς κάτω από την πολυκατοικία κρατώντας πάντα το Μιχάλη από το μπράτσο.

-Να μου κάνετε τη χάρη! φώναξε άγρια. Να μου κάνετε τη χάρη όλοι σας! Έχω πόσο καιρό που τους κάνω παρατήρηση, τους έχω πει να μην ξαναμπούνε στο σπίτι μου! Αλλά αγαπάει ο Θεός τον κλέφτη αγαπάει και το νοικοκύρη!

Γύρω από τον γέρο και το παιδί είχε σχηματιστεί τώρα ένα μικρό πηγαδάκι από καμιά δεκαριά άτομα. Κάποιοι περαστικοί που άκουσαν φασαρία και σταμάτησαν, δυο τρεις γείτονες, κάποιοι μαγαζάτορες από τα γειτονικά μαγαζιά. Ακόμα και τα παιδιά, μετά το αρχικό σοκ είχαν ξεθαρρέψει κάπως και άρχισαν να πλησιάζουν, κρατώντας πάντως μια απόσταση ασφαλείας καλού κακού. Στην εξώπορτα του σπιτιού φάνηκε τώρα το κεφάλι μιας ηλικιωμένης γυναίκας.

-Τασία! φώναξε άγρια ο γέρος, ειδοποίησες την αστυνομία; Τι σου είπανε;

-Μου είπαν έρχονται σε δυο λεπτά, απάντησε αυτή.

-Ωραία! Τώρα λοιπόν θα λογαριαστούμε νεαρέ! Τώρα θα ιδούμε πόσα απίδια βάνει ο σάκος! Κάθε κατεργάρης στον πάγκο του!

Στο άκουσμα της αστυνομίας σούσουρο ξεσηκώθηκε από τους συγκεντρωμένους. Κάποιοι άρχισαν πάλι να φωνάζουν ν’ αφήσει το παιδί, ενώ δυο τρεις κινήθηκαν απειλητικά προς το μέρος του. Όμως ο γέρος πισωπατώντας μπήκε μέσα στην αυλή του κι έκλεισε καλά-καλά και την καγκελόπορτα!

-Πίσω όλοι! ούρλιαξε με την πιο αντιπαθητική φωνή που διέθετε. Μείνετε μακριά μου! Όποιος παραβιάσει την ιδιοκτησία μου γίνεται αυτομάτως συνεργός του νεαρού αυτού διαρρήκτη!

Το αστυνομικό τμήμα ήταν πράγματι πέντε λεπτά με τα πόδια από τον “τόπο του εγκλήματος”. Το περιπολικό έφτασε σε ελάχιστα λεπτά από τη στιγμή που έλαβε την κλήση. Σταμάτησε φαρδύ-πλατύ στη μέση του δρόμου, μπροστά στην είσοδο της αυλής του γέρου, εκεί ακριβώς που ήταν συγκεντρωμένος ο κόσμος, ο οποίος στο μεταξύ είχε παραμερίσει. Το οδηγούσε ένας νεαρός αστυνομικός και δίπλα του ένας άλλος, πιο μεγάλος σε ηλικία, που ιδροκοπούσε μέσα στα τεζαρισμένα κουμπιά του πουκαμίσου του.

-Ωχ, ο Νώντας είναι πάλι; είπε ο μεγάλος μόλις κατάλαβε σε ποιο σπίτι πήγαιναν.

-Τον ξέρεις;

-Γνωστός στην υπηρεσία παλαιόθεν ο μπαρμπα-Νώντας. Απόστρατος της Χωροφυλακής. Κάθε τρεις και λίγο απασχολεί την υπηρεσία για ψύλλου πήδημα.

Οι δυο αστυνομικοί κατέβηκαν βαριεστημένα από το αυτοκίνητο σφίγγοντας τα καπέλα τους πάνω στα ιδρωμένα τους κεφάλια. Ο γέρος τους πλησίασε έχοντας πάντα το Μιχάλη αλαμπρατσέτα.

-Ορίστε κύριοι! Σας τον παραδίδω! φώναξε με θριαμβευτικό τόνο στη φωνή του λες κι είχε πιάσει το λήσταρχο Γιαγκούλα. Αυτός ο νεαρός μπήκε μέσα στο ίδιο μου το σπίτι! Τον συνέλαβα εγώ ο ίδιος αυτοπροσώπως!

Στη θέα των αστυνομικών και του περιπολικού ο Μιχάλης ξέσπασε σε κλάματα.

Ο αστυνομικός πλησίασε τώρα καλύτερα το γέρο που κρατούσε το παιδί και κοίταξε εξεταστικά και τους δύο.

-Τι εννοείτε κύριε “μπήκε μέσα στο σπίτι σας”; Μπήκε για να κλέψει; Εξηγηθείτε καλύτερα!

-Ευτυχώς η έγκαιρη επέμβασή μου απέτρεψε τα χειρότερα! Τον συνέλαβα ακριβώς τη στιγμή που πηδούσε από την σκεπή του σπιτιού μου!

-Τι έγινε μικρέ; είπε ο αστυνομικός γυρνώντας τώρα προς τον Μιχάλη.

-Εγώ… κυ… κύριε, α… ανέβηκα να πιά…σω τη… τη μπάλα…, κι η φράση έμεινε στη μέση καθώς πνίγηκε μες στα αναφιλητά του.

Κείνη τη στιγμή ακούστηκαν φωνές από τους συγκεντρωμένους. Ο καθένας προσπαθούσε να εξηγήσει με τον τρόπο του τι είχε συμβεί, φώναζε κι ο γέρος μαζί τους, γινόταν μια πραγματική χάβρα.

-Παρακαλώ!!! Παρακαλώ πολυυύ!!! φώναξε δυνατά ο αστυνομικός. Παρακαλώ, πηγαίνετε στις δουλειές σας! Έχουμε αναλάβει εμείς τώρα!

-Να τον οδηγήσετε αμέσως εις το Τμήμα διά τα περαιτέρω! βρυχήθηκε ξανά ο γέρος.

Κάποιοι από το πλήθος πήγαν ξανά να μιλήσουν, αλλά ο αστυνομικός με μια χειρονομία τους έκοψε τον βήχα.

-Πρέπει να γνωρίζετε ότι είμαι παλαιός αξιωματικός της Βασιλικής Χωροφυλακής! συνέχισε ο γέρος με στόμφο. Θα αναφερθώ προσωπικώς εις τον διοικητήν σας! Θα τον επισκεφθώ εγώ ο ίδιος αύριο το πρωί για τα δέοντα!

-Αναφέρσου… μουρμούρισε μες στα δόντια του ο αστυνομικός κάνοντας μεταβολή και γυρνώντας προς το περιπολικό. Αναφέρσου… που να να σ’ αναφέρουνε αύριο το πρωί οι εφημερίδες… στις κηδείες… και μετά γυρνώντας πάλι προς το γέρο και σε κανονικό τόνο φωνής:

-Εντάξει κύριε. Ο μικρός θα έρθει μαζί μας μέχρι το Τμήμα να μας εξηγήσει τι ακριβώς έγινε. Εσείς μπορείτε να περάσετε όποτε θέλετε.

-Έλα μικρέ… είπε στο Μιχάλη και ανοίγοντας την πίσω πόρτα του αυτοκινήτου τον έβαλε μέσα.

-Θα επισκεφτώ αυτοπροσώπως τον διοικητή σας αύριο το πρωί! φώναξε πάλι ο γέρος για να βεβαιωθεί ότι το είχαν ακούσει.

-Μάλιστα… μάλιστα… καταλάβαμε… μουρμούρισε ο αστυνομικός.

Μετά γύρισε προς τους συγκεντρωμένους και με ύφος στρατηγού (τουλάχιστον) τους ανακοίνωσε επίσημα:

-Το επεισόδιο θεωρείται λήξαν! Παρακαλώ να επιστρέψετε στις εργασίες σας!

Ο Μιχάλης κουλουριασμένος στο πίσω κάθισμα του περιπολικού συνέχιζε να κλαίει. Δεν είχε καταλάβει πολύ καλά τι είχε συμβεί αλλά ήταν σίγουρος ότι τον πήγαιναν για τη φυλακή!

Ο αστυνομικός προσπάθησε να μαλακώσει λίγο τη φωνή του:

-Έλα βρε… μην κλαις… είσαι άντρας. Οι άντρες δεν κλαίνε. Πώς σε λένε;

-Μι… Μιχ… Μιχάλη, ψέλλισε το παιδί μες στους λυγμούς του.

-Ναι… επώνυμο;

-Μπα… Μπαλάνος κύριε…

Ο αστυνομικός τινάχτηκε σα να τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα.

-Μπαλάνος; ρώτησε υποψιασμένος. Τον Μπαλάνο, τον αξιωματικό της αεροπορίας τι τον έχεις;

-Είναι πατέρας μου κύριε…

Έγινε μια παύση…

Οι δυο αστυνομικοί κοιτάχτηκαν τώρα μεταξύ τους με νόημα. Συνεννοήθηκαν σιωπηλά, με τα μάτια, χωρίς να μιλήσουν και κάνοντας κι οι δυο πάνω-κάτω τις ίδιες σκέψεις.

Ο Μπαλάνος ήταν αντισμήναρχος, υποδιοικητής στην αεροπορική βάση που βρισκόταν λίγα χιλιόμετρα έξω από την πόλη τους. Είχε αναλάβει υποδιοικητής πριν από λίγους μήνες, αμέσως μετά τα “γεγονότα”. Δεν ξέρανε πολλά γι’ αυτόν αλλά είχε τη φήμη του “σκληρού”. Μετά από όσα είχαν συμβεί τον τελευταίο καιρό κανένας δεν ήταν σίγουρος για κανέναν, και το τελευταίο πράγμα που ήθελαν ήταν να μπλέξουν με υψηλόβαθμους γαλονάδες του Στρατού.

Το αυτοκίνητο πάρκαρε μπρος στο Τμήμα με αναμμένη την μηχανή του.

-Μήτσο περίμενε λίγο, έρχομαι αμέσως, είπε ο αστυνομικός στον οδηγό και μπήκε με γρήγορες δρασκελιές μες στο Τμήμα.

Σε δύο λεπτά ήταν πάλι κάτω.

-Έλα πάμε!

-Τι έκανες;

-Ρώτησα τον αξιωματικό υπηρεσίας. Όλα εντάξει. Στρίψε λίγο από ’δώ αριστερά και πήγαινε προς την πλατεία. Άσε ρε… για τέτοια είμαστε τώρα; Να μπλέξουμε;

-Κι ο μπαρμπα- Νώντας;

-Θα τον αναλάβει ο διοικητής. Το τακτοποίησα σου λέω…

Το αυτοκίνητο κατευθύνθηκε τώρα προς την πλατεία. Ο οδηγός το άραξε μπροστά σ’ ένα περίπτερο. Ο αστυνομικός κατέβηκε και άνοιξε και την πίσω πόρτα.

-Έλα μικρέ βγες έξω, είπε.

Το παιδί δεν κατάλαβε. Βγήκε έξω και κοίταζε τριγύρω του απορημένο. Ο αστυνομικός πήγε στο περίπτερο κι αγόρασε μια πορτοκαλάδα.

-Είσαι ελεύθερος μικρέ, μπορείς να φύγεις. Ορίστε πάρε κι αυτό για τη λαχτάρα που πέρασες, είπε απευθυνόμενος στο Μιχάλη.

Το παιδί απόμεινε να τους κοιτάει να φεύγουν κι είχε μείνει με την πορτοκαλάδα στο χέρι. Δυο τρεις γυναίκες της γειτονιάς που τον γνώριζαν τον πλησίασαν απορημένες και περίεργες μαζί.

-Τι έγινε Μιχάλη; Τι ήθελε η αστυνομία; Τι σου κάνανε;

-Ε… να… τίποτα… ψέλλισε ο Μιχάλης που είχε αρχίσει τώρα να συνέρχεται. Με πήγαν μια βόλτα με το περιπολικό και στο τέλος με… κέρασαν και μια πορτοκαλάδα…

Την άλλη μέρα στις πέντε η καμπάνα του Αη-Διονύση χτύπησε όπως πάντα στην ώρα της. Καμιά κίνηση, κανένας θόρυβος, καμιά ανακατωσούρα από το δωμάτιο του Άλκη. Πέρασε κάνα εικοσάλεπτο. Ο  Άλκης βγήκε μουλωχτά στο μπαλκόνι κι έριξε μια κλεφτή ματιά στο δρομάκι. Ήταν παντέρημο, ούτε ψυχή ζώσα δεν υπήρχε, ούτε μια παιδική φωνή δεν ακουγόταν. Γύρισε σιγά-σιγά προς το δωμάτιό του παριστάνοντας τον αδιάφορο.

Σε τρία λεπτά μπήκε μέσα η μάνα του που ανησύχησε.

-Τι έγινε, του λέει, δεν έχει παιχνίδι σήμερα;

-Μπααα… σήμερα λέω να κάτσω να… διαβάσω λίγο! είπε, κι έκανε πως διάβαζε ένα βιβλίο που είχε μπροστά του.

Η μάνα έκανε μεταβολή κι έφυγε δαγκώνοντας τα χείλη της για να μην ξεσπάσει σε ακράτητα γέλια.

Σημειώσεις:

Το διήγημα είναι αυτοβιογραφικό και βασίζεται σε αληθινή ιστορία. Έχει σκόπιμα μετατεθεί χρονικά 2-3 χρόνια νωρίτερα για να “δέσει” με κάποια στοιχεία της αφήγησης.

Τα ονόματα των παιδιών είναι πραγματικά πλην του Άλκη και του επωνύμου του Μιχάλη (για ευνόητους λόγους).

Το όνομα του μπαρμπα-Νώντα είναι φανταστικό. Στην πραγματικότητα ποτέ δεν μάθαμε το όνομά του, ούτε και μας ενδιέφερε. Εξακολουθούσαμε να τον αποκαλούμε απλά “ο γέρος”.

Πηγή: sarantskos.wordpress.com