Στις 7 Αυγούστου, στη μακρινή Πνομ Πενχ, ένα ειδικό μεικτό δικαστήριο, διεθνές και εθνικό, καταδίκασε σε ισόβια κάθειρξη δυο γεροντάκια, τον Νουόν Τσέα, 88 χρόνων, και τον Κιέου Σαμπάν, 83 χρόνων. Ο πρώτος άκουσε τη δικαστική απόφαση από αναπηρικό αμαξίδιο, ο δεύτερος υποβασταζόμενος. Ποιος τους ξέρει, ποιος τους θυμάται; Κι όμως ήταν κορυφαία στελέχη του καθεστώτος των Ερυθρών Χμερ (17.4.1975 – 7.1.1979). Ο πρώτος, γνωστός ως «Αδερφός υπ’ αριθμόν 2», ήταν το δεξί χέρι του Πολ Ποτ, και ο δεύτερος ήταν αρχηγός του κράτους. Βαρύνονται, πάει να πει, για ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα του εικοστού αιώνα: 1.700.000 άνθρωποι, το ένα τέταρτο δηλαδή του συνολικού πληθυσμού, δολοφονήθηκαν με ποικίλους τρόπους, σε αυτά τα τρία χρόνια και εννιά μήνες που κράτησε το καθεστώς τους.
Θα το επαναλάβουμε: η Καμπότζη των Ερυθρών Χμερ έφτασε πιο κοντά από οποιοδήποτε άλλο καθεστώς στην πραγμάτωση του ολοκληρωτισμού – κομμουνιστικού εν προκειμένω ολοκληρωτισμού, μαοϊκής εμπνεύσεως. Υπό τις επευφημίες πολλών δυτικών δημοσιογράφων και διανοουμένων, ορισμένων μάλιστα εξ αυτών πολύ προσφιλών στην Ελλάδα μέχρι σήμερα (Αλέν Μπαντιού, Νόαμ Τσόμσκι). Η βιαιότητα, η κτηνωδία και η παράνοια αυτού του καθεστώτος είναι από τις πιο ακραίες στην ιστορία.
Το κολαστήριο του Τιόλ Σλενγκ, όπου βασανίστηκαν τουλάχιστον 12.380 άνθρωποι, ίσως και να μην έχει ιστορικό προηγούμενο ως προς την αγριότητα των βασανισμών. Επέζησαν επτά κρατούμενοι μόνο, κι αυτοί για ειδικούς λόγους. Διοικητής του ήταν ο διαβόητος Ντουκ, καθηγητής μαθηματικών, λάτρης της γαλλικής λογοτεχνίας και σήμερα ευαγγελικός χριστιανός και αναγνώστης της Βίβλου. Ο Ντουκ είναι ο τρίτος άνθρωπος του καθεστώτος που έχει καταδικαστεί, σε τριάντα πέντε χρόνια κάθειρξη αρχικά (Ιούλιος 2010) και σε ισόβια αργότερα (Φεβρουάριος 2011). Απ’ ό,τι φαίνεται δεν θα υπάρξει τέταρτος.
Ποια είναι η σημασία αυτών των δικών σήμερα, τριάντα τόσα χρόνια μετά το τέλος του φονικού καθεστώτος; Πιστεύει κανείς ότι αποδόθηκε πράγματι δικαιοσύνη; Τι σόι δικαιοσύνη είναι αυτή με τρεις καταδίκες όλες κι όλες, λίγο προ του φυσικού τέλους των ενόχων, για 1.700.000 νεκρούς; Οσοι χάθηκαν, χάθηκαν. Αγρια, φρικτά, άδικα, μάταια, αδικαίωτα, παρανοϊκά. Δεν υπάρχει αποκατάσταση και δικαιοσύνη, και χίλιοι και δέκα χιλιάδες να είχαν καταδικαστεί, για τον άνθρωπο που, στο Τιόλ Σλενγκ, τον έβαζαν να τρώει τα κόπρανά του, το μικρό παιδί που το πέταξαν από τον τρίτο όροφο μπροστά στα μάτια των γονιών του ή τη γυναίκα που την ανέτεμναν ζωντανή.
Θα ήταν το ίδιο δηλαδή να μην είχαν γίνει ούτε καν οι δίκες αυτές; Οχι, είναι η απάντηση. Οι δίκες έδωσαν τη δυνατότητα να μιλήσουν μάρτυρες, να προσκομιστεί αποδεικτικό υλικό δεκάδων χιλιάδων σελίδων, να τις παρακολουθήσουν χιλιάδες άνθρωποι. Μπορεί να μην υπάρχει δικαιοσύνη για τα θύματα, το αποτρόπαιο όμως έργο των κακούργων δεν το καταπίνει η σιωπή, δεν χάνεται, εγγράφεται στην κοινή ανθρώπινη ιστορία. Ναι, στην ανθρώπινη. Γιατί ο Ντουκ και ο Νουόν Τσέα και ο Κιέου Σαμπάν είναι ασφαλώς τέρατα, μα ανθρώπινα τέρατα, που φανερώνουν τις απεριόριστες δυνατότητες του ανθρώπου να επινοεί και να πράττει το κακό.
Μέσα από αυτές τις μαρτυρίες υψώνεται τελικά μια επιτύμβια στήλη για τα θύματα, όπως γράφει ένας από εκείνους που υπέφερε φρικτά μαρτύρια και τελικά επέζησε, ο σκηνοθέτης και συγγραφέας Ρίτι Πανχ (Rithy Panh), στο βιβλίο του, με τη συνεργασία του Κριστόφ Μπατάιγ (Christophe Bataille), «L’ Élimination» (Grasset 2011). Μεταφράζω:
«Ετσι, μετά από τριάντα χρόνια, οι Ερυθροί Χμερ παραμένουν νικητές: οι νεκροί είναι νεκροί, και έχουν σβηστεί από προσώπου γης. Η επιτύμβια στήλη τους είμαστε εμείς. Υπάρχει όμως και μια άλλη στήλη: η δουλειά της έρευνας, της κατανόησης, της ερμηνείας, που δεν είναι ένα θλιμμένο πάθος: αγωνίζεται ενάντια στον αφανισμό. Αυτή η δουλειά δεν ξεθάβει βεβαίως τους πεθαμένους. […] Αυτή η δουλειά βεβαίως δεν μας γαληνεύει. Δεν μας πραΰνει. Μας επιστρέφει όμως την ανθρωπινότητα, την νόηση, την ιστορία. Ενίοτε την ευγένεια. Μας κάνει ζωντανούς.» (σ. 205)
Απέναντι στο κακό δεν υπάρχει κανενός είδους εγγύηση, έξω από αυτό το εύθραυστο και τρεπτό πράγμα που είναι η ανθρώπινη συνείδηση, όσο αυτή αναρωτιέται διαρκώς για τα έργα και τις πράξεις της και όσο πασχίζει να δει τον άλλο άνθρωπο σαν ένα ξεχωριστό πλάσμα, έξω από κάθε είδους γενικές κατηγορίες και κατατάξεις, που έχει ανάγκη, όπως όλοι μας, από λίγη καλοσύνη.
Πηγή:Σταύρος Ζουμπουλάκης/ Καθημερινή