Από:neoskosmos.com
ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ – ΑΠΟΔΟΣΗ: ΚΥΡΙΑΚΗ ΚΑΠΠΑ
6 September 2023
Ο Peter και η αδελφή του ως παιδιά, ντυμένοι με ελληνικές παραδοσιακές φορεσιές, μαζί με τη μητέρα τους. Φώτο: Supplied
Ο βραβευμένος συγγραφέας Peter Polites, ο οποίος έχει γράψει τα γνωστά Down The Hume και The Pillars, επιστρέφει με ένα τρίτο μυθιστόρημα, το οποίο αφορά την οικογένεια.
Το God Forgets About the Poor αποτελεί μια ιστορία αγάπης προς τη μητέρα του, η οποία ήταν μετανάστρια. Μία ιστορία η οποία ήταν σημαντική για εκείνον να ειπωθεί.
Ο τίτλος προέρχεται από μια φράση της μητέρας του.
«Ξεκίνα την ιστορία από τότε που γεννήθηκα. Περιέγραψε το χωριό και το πόσο όμορφο ήταν. Στην πλαγιά ενός βουνού αλλά στη μέση ενός δάσους», θυμάται να του λέει.
«Αν περπατούσαμε σε ένα συγκεκριμένο σημείο στην άκρη της πλαγιάς, αποκτούσαμε θέα πάνω από την κοιλάδα και βλέπαμε τα σύννεφα βροχής να πλησιάζουν. Μερικές φορές βλέπαμε μια γάτα σε μια στέγη, και το ερμηνεύαμε ως προειδοποίηση για καταιγίδα. Όταν κοιτούσαμε κάτω, βλέπαμε το χώμα, το οποίο ήταν εξίσου πλούσιο με τον ουρανό. Το νησί μου, το νησί σου, το νησί μας».
«Μερικές φορές νομίζω ότι ο Θεός μας ξέχασε επειδή ήμασταν φτωχοί».
Το μυθιστόρημα αφηγείται την ιστορία της ζωής της μητέρας του Polites, η οποία ξεκινά από το χωριό της στη Λευκάδα κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, και συνεχίζει με την αιματηρή αδελφοκτονία του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, τον χρόνο που πέρασε η ίδια στο νοσοκομείο, σε ηλικία τεσσάρων ετών – μετά από μια ασθένεια που άφησε το ένα πόδι παραμορφωμένο – καταλήγοντας στη ζωή της ως πλέον ενήλικη στην Αθήνα και χωρίς οικογένεια, όταν η Χούντα των Συνταγματαρχών ανέλαβε την εξουσία το 1967.
Η σύγκρουση ήταν κυρίαρχη στη ζωή της και την ακολούθησε έως την Αυστραλία.
Μαζί με τις πέντε αδελφές της, γεννήθηκε σε μία κοινωνία, που «ανύψωνε» το ανδρικό φύλο, με την μητέρα της να απαντά «δεν έχω παιδιά, μόνο κόρες», όποτε ερωτώταν.
Ο Polites εξηγεί στον «Νέο Κόσμο» τους λόγους για τους οποίους επιθυμούσε να αφηγηθεί την ιστορία της μητέρας του, και μοιράζεται ένα κοινό στερεότυπο.
«Νομίζω ότι όλοι έχουν μια ιστορία να πουν και νομίζω ότι πολλές φορές δεν ξέρουμε πώς να την πούμε», δήλωσε.
«Αυτό που πραγματικά με ενέπνευσε να γράψω αυτό το μυθιστόρημα ήταν η ιδέα ότι οι ιστορίες μιας συγκεκριμένης γενιάς Ελληνίδων μεταναστριών έχουν μείνει στην αφάνεια», πρόσθεσε και συνέχισε λέγοντας:
«Αυτές οι Ελληνίδες αντιμετωπίζονται ως αστείο, ως ατάκα. Νομίζω ότι αυτές οι γυναίκες κρύβουν πολύ ενδιαφέρουσες εμπειρίες και ιστορίες.
Υπάρχει ένα ανέκδοτο για τις ηλικιωμένες Ελληνίδες ότι πάντα προσφέρουν φαγητό και ότι γενικά επικρατεί έντονα η νοοτροπία του «φάε, φάε, φάε»… αλλά αυτό προέρχεται από το γεγονός ότι μεγάλωσαν κατά τη διάρκεια του λιμού».
Ο Polites, επισημαίνει ότι «δεν μιλούν πολλοί άνθρωποι για το λόγο που προσφέρουν φαγητό και γιατί το φαγητό αποτελεί ένα τέτοιο σύστημα αξιών ή ένα πολιτιστικό προϊόν».
«Είναι επειδή λιμοκτονούσαν. Έτσι, ήθελα να διορθώσω τις αναπαραστάσεις αυτών των γυναικών», εξηγεί.
Κατά τη διάρκεια της έρευνάς του για το βιβλίο, ο Polites εξέτασε Έλληνες ακαδημαϊκούς σε όλη την Αγγλία και την Ευρώπη, οι οποίοι μελετούσαν τα τρόφιμα που κατανάλωναν οι ‘Έλληνες την περίοδο του λιμού, και κατέληξε στο εξής συμπέρασμα σχετικά με την ελληνική κοινότητα της Αυστραλίας:
«Αυτό που βρήκα ενδιαφέρον ήταν ότι η διαφορά μεταξύ του τι έτρωγαν κατά τη διάρκεια του λιμού και του του τι τρώγαμε εμείς μεγαλώνοντας στην Αυστραλία, δεν ήταν τόσο μεγάλη».
«Μιλάω για τα χόρτα, τις φακές, το ψωμί, τη ρεβιθάδα, βασικά δηλαδή ελληνικά τρόφιμα. Για το γεγονός ότι είμαστε μια χώρα με πληθώρα επιλογών, αλλά ακολουθούμε ένα μοντέλο διατροφής το οποίο στηρίζεται στην πρόσληψη των βασικών θρεπτικών συστατικών που είναι απαραίτητα για την επιβίωσή μας, το οποίο είναι μάλιστα πιο υγιές σε σχέση με το τι τρώνε οι περισσότεροι άνθρωποι».
Αυτή η διαπίστωση αποτελεί απόδειξη του πολιτισμικού jet lag που ζούμε εμείς οι Ελληνοαυστραλοί. Όταν οι Έλληνες ήρθαν στην Αυστραλία, έφεραν μαζί τους τα έθιμα και τον πολιτισμό τους, και καθώς ο χρόνος περνούσε, τα έθιμα αυτά πέρασαν στις επόμενες γενιές.
Στην Ελλάδα, οι καιροί έχουν αλλάξει, αλλά στην Αυστραλία, ενώ προφανώς υπάρχουν αλλαγές, πολλές παλιές παραδόσεις έχουν διατηρηθεί
«Λιμοκτονούσαμε στην Ελλάδα και λιμοκτονούσαμε για την Ελλάδα στην Αυστραλία», λέει η μητέρα του Polites, και αυτό είναι μια μεγάλη αλήθεια.
«Δεν ξέρεις το παραμικρό για μένα. Ένας γιος δεν μπορεί ποτέ να δει τη μητέρα του ως γυναίκα. Θα με δεις μόνο σε σχέση με σένα. Έχω ζήσει χίλιες ζωές πριν καν συλληφθείς εσύ ως ιδέα».
Αυτή η συγγραφική εμπειρία έμαθε στον Polites περισσότερα για τη μητέρα και τη γιαγιά του μέσω της θείας του και των εξαδέλφων του, ενώ τον βοήθησε να συνειδητοποιήσει ότι η μητέρα του, προτού γίνει μητέρα, ήταν ένας άνθρωπος που είχε διαμορφωθεί πλήρως σε ατομικό επίπεδο, και ότι ο ίδιος, δεν ήταν η αιτία των προβλημάτων που αντιμετώπιζαν οι γονείς του.
«Το λέω με μία δόση χαράς, ότι η οικογένειά μου είναι ως ένα βαθμό δυσλειτουργική, όπως οι οικογένειες όλων μας, και χαίρομαι που έμαθα ότι η οικογένειά μου ξεκίνησε πολύ πριν καν γεννηθώ».
«Αυτό αποτελεί μία ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα διαπίστωση, και κάτι που αξίζει να σκεφτείς όταν νομίζεις ότι είσαι η αιτία όλων των προβλημάτων, κάτι που κάνουμε συχνά όλοι ως έφηβοι. Και νομίζω ότι κάποιοι άνδρες και κάποιες γυναίκες δεν το ξεπερνούν ποτέ αυτό.
«Δεν βλέπουν ποτέ τους γονείς τους ως ξεχωριστές οντότητες που είχαν διαφορετικές ελπίδες και όνειρα για τους εαυτούς τους».
Τα τελευταία κεφάλαια του God Forgets About the Poor παρουσιάζονται από την οπτική γωνία του Polites και της αδελφής του, και περιέχουν ανατροπές, χωρίς όμως να ξεφεύγουν από την αρχική ιστορία.
Οι αιχμηρές παρατηρήσεις της πρωταγωνίστριας για τα παιδιά της, δεν αναιρούν την υπερηφάνεια που νιώθει τελικά ως μητέρα. Κάτι με το οποίο μπορούν να ταυτιστούν πολλοί αναγνώστες.
Περιγράφει τον Peter ως ένα «ήσυχο μωρό» το οποίο «δεν έκλαιγε ποτέ, κοιμόταν στην ώρα του και έτρωγε», λέγοντας ταυτόχρονα στον εαυτό της « ‘Γι’ αυτό οι Έλληνες αγαπούν τα αγόρια! Αλλά μετά κατέληξες γκέι».
Η αδελφή του από την άλλη, τη γλίτωσε πιο φθηνά.
«Η αδελφή σου… Τώρα είναι μεγάλη δικηγόρος και κέρδισε μια υπόθεση στο Ανώτατο Δικαστήριο στην Καμπέρα. Αλλά κοίταξε γύρω σου το χάλι. Το Ανώτατο Δικαστήριο θα σκουπίσει;»
Ο Polites λέει ότι ήταν σημαντικό να παρουσιαστεί η προοπτική τους, επειδή τα παιδιά αποτελούν προέκταση των γονέων τους.
«Η οικογένεια ήταν ένα τόσο καθορισμένο σύστημα αξιών για ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινότητας, δεν βλέπω τόσο πολύ το διαχωρισμό μεταξύ μητέρας και παιδιών. Απλά πιστεύω ότι είμαστε μέρος, κατά κάποιο τρόπο, ενός οργανισμού».
«Αυτό που μου αρέσει στους παραδοσιακούς Έλληνες είναι ότι δεν βλέπουν τον εαυτό τους ως μία ξεχωριστή οντότητα από την μονάδα της οικογένειας. Έτσι, αν κάποιος κάνει κάτι κακό ή καλό, τότε αυτό έχει αντίκτυπο σε όλη την οικογένεια. Και αυτό είναι και καλό και κακό με διαφορετικούς τρόπους».
Ο Polites φέρνει στο φως την ιστορία της μητέρας του, μιας μετανάστριας που έζησε πολλές ζωές, σίγουρα μια συνηθισμένη ιστορία στην ελληνική κοινότητα, και ενώ ο τίτλος υποδηλώνει ότι ο θεός μπορεί να ξεχάσει τους φτωχούς, ο Polites θέλει να βεβαιωθεί ότι ο Κόσμος δεν πρόκειται να το κάνει.