Πηγή: αθηναϊκά
Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Μία πυρκαγιά που κατατάραξε την Αττική, ξέσπασε παραμονές της Παναγίας του 1932, στο δάσος της Μονής Κλειστών. Εκδηλώθηκε νοτίως του χωριού Άνω Χασιά και στη θέση «Παγάνα», δεκαπέντε λεπτά βορείως της Μονής, στις υπώρειες της Πάρνηθος. Εντός ολίγου εξαπλώθηκε στην θέση «Θοδώρα», δυτικά της Μονής, κατατρώγοντας περίπου πεντακόσια στρέμματα πευκόφυτης έκτασης. Σημειωτέον ότι η εξαετία 1926-1931 ήταν δραματική και απίστευτο το μέγεθος των εκτάσεων που κάηκαν. Συμφώνως προς μία έγκυρη στατιστική στο διάστημα αυτό σημειώθηκαν 2.871 πυρκαγιές, οι οποίες έκαψαν εκτάσεις 705.083 στρεμμάτων, προξενώντας ζημιές 104.637.503 δραχμών!
Μία ακόμη πυρκαγιά ερχόταν να προστεθεί, προκαλώντας την κοινή γνώμη αλλά και αντιδράσεις. Ακόμη περισσότερο διότι δημοσιοποιούντο οι συνθήκες υπό τις οποίες λαμπάδιαζαν τα ωραιότερα δάση της Αττικής. Εν προκειμένω οι ευθύνες απεδόθησαν στην απροσεξία μιας γυναίκας που είχε επισκεφτεί το μοναστήρι για το πανηγύρι της Παναγίας ήταν αρκετή. Μαγείρευε στην ύπαιθρο, όπως συνήθιζαν τότε, και μετέδωσε τη φωτιά η οποία αποτέφρωνε ότι έβρισκε στην πορεία της που ήταν με κατεύθυνση προς την Φυλή. Ήταν Σάββατο, 13 Αυγούστου 1932 και όπως κάθε χρόνο αυτές τις ημέρες, συναθροίζονταν πλήθη προσκυνητών για το πανηγύρι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην Μονή των Κλειστών.
Μονή Κλειστών (1920).
Οι συνθήκες
Οι προσκυνητές κατασκήνωναν στους πυκνούς πευκώνες που σκέπαζαν τις νοτιοδυτικές εκείνες πλαγιές της Πάρνηθας που απλώνονταν προς το Φρούριο της Φυλής και τα σύνορα του Δήμου Τανάγρας. Μάλλον αυτονόητο λοιπόν ήταν το ξέσπασμα της πυρκαγιάς αφού εκατοντάδες ανθρώπων, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, μαγείρευαν, κάπνιζαν και διατηρούσαν τη νύχτα φωτιές σε εκτάσεις πευκόφυτες. Το έδαφος ήταν γεμάτο από βελονόφυλλα πεύκων και ξερούς θάμνους και τα δένδρα στεγνά και γεμάτα ρητίνη. Από τη ζέστη, τον στεγνό άνεμο των ημερών και τη χρήση εστιών φωτιάς η ανάφλεξη ήταν κάτι περισσότερο από αναμενόμενη.
Γι’ αυτό αποδόθηκαν ευθύνες στην δασική υπηρεσία, η οποία γνώριζε ότι στη γιορτή της Παναγίας συνέρρεε κόσμος από ημερών στους πευκώνες, ανάβοντας φωτιές για το μαγείρεμα. Παρά ταύτα δεν φρόντιζε να λάβει μέτρα σε συνεργασία με την χωροφυλακή, ορίζοντας και ειδικούς χώρους για να κατασκηνώνει ο κόσμος. Εν πάση περιπτώσει, μόλις ξέσπασε η φωτιά, ο δημοδιδάσκαλος της Χασιάς Δημοσθένης Παπαδόπουλος ήταν εκείνος που επικοινώνησε με το δασαρχείο και τον δασονόμο Μενιδίου. Εν τω μεταξύ κάτοικοι και παραθεριστές, έχοντας επικεφαλής τον Πρόεδρο της Κοινότητας και τον Αστυνομικό Σταθμάρχη, βρέθηκαν επί τόπου.
Η «ζώνη ασφαλείας»
Ελάχιστα όμως μπόρεσαν να προσφέρουν και η πυρκαγιά συνέχισε την καταστροφική της πορεία μέχρι το βράδυ, όταν πλέον έφτασε δύναμη ογδόντα ανδρών του Λόχου σκαπανέων και δέκα χωροφύλακες. Παρά τον αγώνα τους η φωτιά εξαπλωνόταν προς το μεγάλο πευκόφυτο δάσος το οποίο εκτεινόταν προς την διεύθυνση των Θηβών. Μόνη ελπίδα ήταν ο δρόμος, πλάτους δύο μέτρων, ενώ έφτασαν και σαράντα ακόμη άνδρες άνδρες του στρατού που τέθηκαν στη διάθεση του δασάρχη. Τελικά και με την αρωγή τριακοσίων περίπου κατοίκων της Χασιάς, η φωτιά τέθηκε υπό έλεγχο.
Εφάρμοσαν την μόνη μέθοδο που γνώριζαν έως τότε. Χρησιμοποιώντας πέλεκες δημιούργησαν μία ζώνη ασφαλείας μεταξύ του δάσους προς την Φυλή και της εστίας της φωτιάς. Έτσι εξέτρεψαν τη φωτιά προς τα λίγα πεύκα που εκτείνονταν στην βραχώδη έκταση των δυτικών υπωρειών της Πάρνηθας, όπου και κατασβήστηκε. Εντυπωσιακός όμως ήταν και ο τρόπος που διασώθηκαν οι εκατοντάδες προσκυνητές, μεταξύ των οποίων πολλές γυναίκες με τα βρέφη τους. Συστήθηκε ομάδα, η οποία οδήγησε τους μεν προσκυνητές στην ασφαλή θέση Αλώνια της Χασιάς, τα δε γυναικόπαιδα στην Χασιά και στα Καλύβια.
«Εμπρηστικοί καταυλισμοί»
Πάντως, η πυρκαγιά εκείνη υπήρξε αφορμή να καταγραφούν ή να διατυπωθούν εκ νέου προτάσεις οι οποίες είχαν εμφανιστεί και τα προηγούμενα χρόνια. Ο Αχαιός πολιτικός μηχανικός Σπήλιος Αγαπητός, επιστήμονας με οικολογικές ευαισθησίες και τεράστια εμπειρία, θεώρησε πως το κράτος ήταν υπεύθυνο. Ένα κράτος που έφτανε στο σημείο μετά από κάθε μεγάλη πυρκαγιά να προκηρύσσει δημοπρασία για την πώληση των καυσόξυλων. Τα οποία βεβαίως έσπευδαν να αγοράσουν οι γύρω χωρικοί, οι οποίοι στη συνέχεια έκαναν βοσκοτόπια τα μέρη που είχαν καεί. Επανάφερε λοιπόν την πρόταση δημιουργίας νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου για την φροντίδα και την προστασία των δασικών περιοχών της Αττικής, τα οποία χαρακτήριζε «πάρκα της πρωτευούσης» ή «περιβόλια των Αθηνών».
Λίγες ημέρες μετά την καταστροφική πυρκαγιά και αφού ακόμη γινόταν ο απαραίτητος απολογισμός, εμφανίσθηκε από τις στήλες της «Εστίας», ο Νικόλαος Πετιμεζάς (Λαύρας), εκφράζοντας τη δική του άποψη με το χρονογράφημα «Εμπρηστικοί καταυλισμοί». Με τη λιτή μεθοδολογία του στρατιωτικού αλλά και το τάλαντο του λογοτέχνη, έθεσε πρόσθετες διαστάσεις στο θέμα, εκφράζοντας διαφορετική άποψη. Δεν επέρριπτε ευθύνες στην δασική υπηρεσία. Χρησιμοποιώντας λεπτό χιούμορ, αποφεύγει να το πράξει ευθέως, αλλά επιτίθεται στη νοοτροπία της κυρά Μαριγώς που άναψε φωτιά για να παρασκευάσει μελιτζάνες στον πρόχειρο εορταστικό καταυλισμό. Ισορροπώντας και χρησιμοποιώντας την λογική καταλήγει στο συμπέρασμα πως «μόλις εμφανισθούν άνθρωποι εις την Ελλάδα υπό τα δένδρα, μεταβάλλονται και αυτοί αμέσως εις κούτσουρα!»