Γιάννης Κιμπουρόπουλος/efsyn
Αγαπημένο φρούτο το σύκο. Και υπάρχει σε τέτοια αφθονία αυτή την εποχή σε αγροκτήματα, χωράφια, αυλές σπιτιών σχεδόν σε όλη την Ελλάδα, που είναι να απορείς πώς γίνεται να εμφανίζεται σε μανάβικα και σουπερμάρκετ σε τιμή ακόμη και 12 ευρώ το κιλό.
Καταγράφηκε κι αυτό στις αρχές του Αυγούστου, πιθανότατα σε κάποιο πανάκριβο νησί των Κυκλάδων. Αλλά ακόμη κι αν ήταν κάτι ακραίο, ούτε η «φυσιολογική» τιμή των 5-6 ευρώ το κιλό που επικρατεί αυτές τις μέρες κουμπώνει με τους «νόμους» προσφοράς και ζήτησης, ή τη συνάρτηση κόστους παραγωγής και εμπορικού κέρδους.
Γιατί τα περισσότερα σύκα που παράγονται είτε στους οργανωμένους οπωρώνες της Μεσσηνίας, της Λακωνίας ή της Αττικής, είτε στις χιλιάδες μοναχικές συκιές που βλασταίνουν και καρπίζουν χωρίς την παραμικρή φροντίδα, δεν συλλέγονται και δεν καταναλώνονται καν. Ωριμάζουν, σαπίζουν και πέφτουν από τα δέντρα, αζήτητα, με μόνους πιθανούς καταναλωτές τα πουλιά, τις μέλισσες, τις σφήκες και τα σκουλήκια.
Οσοι έκαναν τις συνήθεις καλοκαιρινές διαδρομές στα νησιά ή στην ηπειρωτική χώρα, σε τουριστικά θέρετρα ή στα χωριά τους, αποκλείεται να μη διασταυρώθηκαν με μια κατάφορτη συκιά, που κάτω από τα πλατιά φύλλα της προστάτευε πράσινους, κίτρινους ή μοβ καρπούς της, που σχεδόν σου λένε «ζούλιξέ με, κόψε με».
Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, η επιδρομή σε μια μοναχική συκιά που συνήθως οριοθετούσε ένα χωράφι ή μια αυλή ήταν μια ακίνδυνη και χωρίς ποινικές συνέπειες κλοπή. Η στατιστική κάποτε μετρούσε 5 εκατομμύρια συκιές στην Ελλάδα, που απέδιδαν τη δεύτερη μεγαλύτερη παραγωγή σύκων σε όλο τον κόσμο, το 10% της παγκόσμιας παραγωγής.
Οι αρχαίοι Ελληνες είχαν τα σύκα για πολύτιμη τροφή, εξ ου κα η κλοπή (ή μήπως η αποκάλυψή τους;) συνδεόταν με τη ρετσινιά της συκοφαντίας. Σήμερα η συκοφαντία είναι ο μυστικιστικός μηχανισμός που μετατρέπει την πιο άφθονη και φθηνότερη οπώρα στη σπανιότερη και ακριβότερη.