απόσπασμα από το προς έκδοση μυθιστόρημα:”στα μέσα του χειμώνα” .
Μεσημέρι και ο παλιόκαιρος δε λέει να φτιάξει, από χθες το βράδυ άρχισε να χιονίζει και τις πρωινές ώρες σηκώθηκε και ένας διαβολοβοριάς που μέσα σε λίγο χρόνο στοίβαξε τόσο χιόνι που ήταν αδύνατο να περπατήσει ζωντανό πλάσμα στα στενά σοκάκια του χωριού.
Το χωριό κουρνιασμένο στα μέσα μιας ορθοπλαγιάς του Μεγάλου Βουνού, που κοβόταν από ένα βύθισμα και διαμόρφωνε ένα εγκάρσιο μικρό οροπέδιο.
Από μακριά έμοιαζε σαν ένα μεγάλο σκαλοπάτι στα μέσα της δύσβατης κατακόρυφης πλαγιάς του βουνού.
Στα Οθωμανικά χρόνια ιδανικός τόπος για τους κατοίκους του, που απολάμβαναν την ελευθερία τους γιατί κανένας κατακτητής δεν έχει την διάθεση να ανέβει εκεί ψηλά πεζοπορώντας στα κακοτράχαλα μονοπάτια κινδυνεύοντας να γκρεμοτσακιστεί στις σάρες και τις χαράδρες που απειλητικά κρεμόντουσαν κάτω από τα πόδια τους.
Και τι είχαν να κερδίσουν άλλωστε αν καταφέρνανε να φτάσουν σώοι, πράγμα μάλλον απίθανο σ’ αυτά το κακοτράχαλο μέρος;
Αυτή η απροθυμία ή αδιαφορία των κατακτητών επέτρεψε σιγά-σιγά αυτή η μεγάλη φωλιά του βουνού να γίνει ένα μεγαλοχώρι με πολλά σπίτια, όμορφα χτισμένα με μεγάλες πέτρες που πολλές από αυτές υπήρχαν από φυσικού τους τοποθετημένες έτσι που σχημάτιζαν ένα κυκλώπειο τοίχο.
Σε κάποιες δε περιπτώσεις και οι στέγες ήταν σκεπασμένες με μεγάλες πλάκες και έμοιαζαν σαν σπηλιές πάνω από το έδαφος.
Με μικρές παρεμβάσεις κατάφεραν οι πρώτοι κάτοικοι να λειτουργήσουν όλο αυτό το πλέγμα ως κατοικίες.
Οι φυσικές πηγές με άφθονο νερό στα ανατολικά του οροπεδίου και στα βόρεια το δάσος με τις αγριοκαστανιές και τις αγριοκαρυδιες προσέφερε δωρεάν τροφή για τους ανθρώπους και τα ζώα
Κάποτε εδώ είχαν φιλοξενηθεί πάνω από χίλιοι νοματαίοι όταν κάτω στον κάμπο το χαντζάρι του κατακτητή δεν σταματούσε να μακελεύει τους ατυχούς ραγιάδες.
Όταν οι ραγιάδες απέκτησαν την ελευθερία τους το χωριό άρχισε σιγά-σιγά να φυλλορροεί. Οι απείθαρχοι ορεσίβιοι άρχισαν να καλοβλέπουν τις βολές των πεδινών χωριών και των πόλεων, να τακτοποιούνται στα πεδινά και να συμβιβάζονται με την οργάνωση και την πειθαρχία των αστών.
Τώρα έχουν μείνει όλοι κι όλοι 13 άνθρωποι, όλοι πάνω από εβδομήντα χρονών, που δεν θέλουν να μπουν σε ζεύγλα, όπως λέει ο Μπαρμπαλιάς ο μεγαλύτερος κάτοικος του χωριού, που πλησιάζει τα ενενήντα πέντε!
Θέλουν να είναι ελεύθεροι, δεν θέλουν ζυγούς και συμβιβασμούς και ψεύτικες καλημέρες, που η ζωή στην πόλη απαιτεί.
Υπάρχει μια εξαίρεση, είναι ο μικρός Ταξιάρχης 18 ετών εγγονός της κυρά Μαρίας και του μπάρμπα Γρηγόρη, που οι γονείς του χάθηκαν πριν μερικά χρόνια σε αεροπορικό δυστύχημα.
Ο μικρός Ταξιάρχης εκείνο το καλοκαίρι είχε έρθει στον παππού και στη γιαγιά και έμενε μόνιμα εδώ.
Προσπάθησαν όλοι για να πείσουν το μικρό να κατέβει στην πόλη για να συνεχίσει το σχολείο του.
Πεισματικά αυτός αρνιόταν και απειλούσε ότι αν αναγκαστεί να γυρίσει στην πόλη θα βάλει τέλος στη ζωή του
και έτσι έμεινε στο χωριό των γερόντων.
Με τον νεαρό Ταξιάρχη το χωριό άρχισε να μεταμορφώνεται
σιγά-σιγά, ο νεαρός παρέσυρε τους γέρους που άρχισαν να νεανίζουν ή μάλλον να παλιμπαιδίζουν.
Ο Ταξιάρχης έγινε αρχηγός και όλοι οι γέροι άρχισαν να τον μιμούνται και να τον ακολουθούν.
Η νυχτερινή ησυχία έπαψε να βασιλεύει στο χωριό των γερόντων και η μουσική των coconaut rockers και του τζο στράμερ αντηχούσε όλη την νύχτα και συνόδευε το ξέφρενο γλέντι τους.
Στην βόρεια πλευρά του περίτεχνου συγκροτήματος των κατοικιών υπήρχε μια φυσική σπηλιά που παλιότερα χρησίμευε για αποθήκες για τα καρυδιά και τα άγρια κάστανα, που με τον ερχομό του Ταξιάρχη μετατράπηκε σε μουσική αποθήκη.
Χθες το βράδυ όλοι οι γέροντες μαζί με τον Ταξιάρχη μαζεύτηκαν εδώ για την νυχτερινή τους διασκέδαση.
Τόσο πολύ ήσαν αφιερωμένοι στην διασκέδαση που ούτε κατάλαβαν ότι ο χιονιάς το έχει στρώσει τόσο πολύ, που θα ήταν αδύνατο τα ξημερώματα όπως συνήθιζαν το τελευταίο καιρό να πάνε στα σπίτια τους για ύπνο.
Γύρω στις πέντε το πρωί ο μπάρμπα Λευτέρης ο νεώτερος της παρέας, γύρω στα εβδομήντα, προσπάθησε να ανοίξει την μικρή πόρτα, δεν άνοιγε,το χιόνι είχε φθάσει σχεδόν μέχρι την κορφή. Γυρνά πίσω και προσπαθεί να πει τι έχει συμβεί μα κανείς δεν ακούει… η μουσική στη διαπασών και οι περισσότεροι έχουν ξαπλώσει στο πάτωμα και κοιμούνται, κάποιοι είναι ζαλισμένοι από το ποτό και δεν καταλαβαίνουν τι λέει ο μπάρμπα Λευτέρης.
Συνεχίζεται..
(Πόνημα δημιουργικής γραφής)
Κ. ΜΠΕΡΤΣΙΑΣ