Αν ο Τόπος χρειάζεται κάποιους, αυτοί δεν είναι ψευτοδιοικητικοί γραφιάδες της λίθινης εποχής και του αραμπά. Ούτε είναι οι τεμπέληδες και ρουσφετοδιωρισμένοι φαρισαίοι του συν τη παρούση αλληλογραφία διαβιβάζομεν δια τα καθ’ υμάς, που πασσέρνουν διαρκώς ο ένας στον άλλον, οι ασυνείδητοι, ό,τι απαιτεί έργο και αντιμετώπιση ουσιαστική εδωμέσα!
Χρειάζονται δάσκαλοι πρώτα, και πάλι δάσκαλοι, κι όλων των ειδών οι δάσκαλοι – κι όχι αυτοί της παρακμής! Και τεχνικοί, και πάλι τεχνικοί, και μέσοι –πρωτίστως– τεχνικοί, αλλ’ όχι αυτοί οι εκβιαστές, οι θρασύτατοι κι αλαζωνικότατοι, που χρόνια τώρα μαστίζουν τη Χώρα, με τις τελείως πέραν των δυνατοτήτων της («δίκαιες», ίσως, γι’ αυτούς, μα άδικες γι’ αυτήν, και για όλους τους άλλους του Λαού της) απαιτήσεις τους!
Και χρειάζονται τεχνίτες –άσσοι τεχνίτες, σαΐνια τεχνίτες, με συνείδηση ποιότητος τεχνίτες– όχι τούτοι οι μαστροχαλαστήδες, οι εκβιαστές επίσης του συνόλου, που τα φορτώσαν όλα στο πέτο, εν ονόματι «Δημοκρατίας» τώρα-τώρα, και τάχα «ιδεολογίας»!..
(τεύχος 8 των «Νέων Ελληνικών», τον Αύγουστο του ’66)
Ο Ρένος Αποστολίδης, εξέχουσα μορφή της ελληνικής λογοτεχνίας, της φιλολογίας και της λογοτεχνικής κριτικής κοιμόταν αγκαλιά με το έργο του Νίτσε, επιλέγοντας έναν «αντάρτικο» πνευματικό δρόμο, όπως και οι γιοι του Ήρκος και ΣτάντηςΑποστολίδης.
Φορούσε σφυροδρέπανο, για να εκνευρίζει τους δεξιούς και γραβάτα για να εγείρει τους αριστερούς. Αυτός ήταν ο Ρένος Αποστολίδης, ένας γνήσιος Νιτσεϊκός καβαλάρης.