ο Γιώργος Μπάλιας, Αν. Καθηγητής Περιβαλλοντικής Πολιτικής στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο τονίζει ότι «το ζήτημα δεν είναι η ανάπτυξη των ΑΠΕ, καθώς είναι απαραίτητη συνθήκη για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης. Το ζήτημα είναι το περιεχόμενο του ενεργειακού μείγματος και η ένταξη της κοινωνίας και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στην ανάπτυξη των ΑΠΕ. Εδώ, λοιπόν, αντιπαρατίθενται δύο πολιτικές προτάσεις: από τη μια η νεοφιλελεύθερη που δίνει προτεραιότητα στις μεγάλες εταιρείες που κατασκευάζουν φαραωνικά έργα εις βάρος των δασών και των δασικών εκτάσεων και από την άλλη η ολιστική οικολογική-κοινωνική στην οποία συνυπάρχουν η προστασία του κλίματος και η προστασία της βιοποικιλότητας (στην οποία περιλαμβάνονται βεβαίως και τα δάση)».
Αναλυτικά η ανάρτηση του κ. Μπάλια:
«Το τελευταίο διάστημα, παρατηρώ ότι ξεπροβάλλει στον ορίζοντα ένας νέος μανιχαϊσμός: από τη μια πλευρά η συνωμοσιολογία και από την άλλη η απεριόριστη χρήση των δασών και των δασικών εκτάσεων για την εγκατάσταση αιολικών σταθμών. Ο μανιχαϊσμός αυτός συντηρείται από τις εταιρείες αιολικής ενέργειας (αρκετές από αυτές μάλιστα έχουν στο χαρτοφυλάκιό τους και επενδύσεις σε ορυκτά καύσιμα). Οι εν λόγω εταιρείες, αναδεικνύοντας τη συνομωσιολογία επί του ζητήματος (που διακινείται κυρίως από την άκρα δεξιά με την οποία κατά τα άλλα έχουν αγαστή συνεργασία), προσπαθούν να επηρεάσουν την κοινωνία ότι η μόνη εναλλακτική λύση είναι η εγκατάσταση αιολικών σταθμών απεριόριστα σε δάση και σε δασικές εκτάσεις.
Συμμάχους σε αυτή την προσπάθεια έχουν την εθνική νομοθεσία και όταν αυτή δεν τους βολεύει χρησιμοποιούν τη δικαιοσύνη, όπως συνέβη με την ΣτΕ Ολομ. 2499/2012 με την οποία για πρώτη φορά αναγνωρίζεται ότι ακόμη και αν δεν έχει αρθεί η πράξη αναδάσωσης, δηλαδή δεν έχει επανέλθει η δασική βλάστηση στην πρότερη κατάσταση, επιτρέπεται η εγκατάσταση ανεμογεννητριών. Πρόκειται για ευθεία παράβαση του συντάγματος καθώς το δικαστήριο δεν ερμήνευσε την οικεία διάταξη του συντάγματος (άρθρο 117, παρ. 3) αλλά νομοθέτησε κόντρα στη γραμματική και ιστορική ερμηνεία της διάταξης (βλ. μειοψηφία στην απόφαση εννέα δικαστών). Περαιτέρω, οι εταιρείες προσπαθούν να δείξουν ότι το αντιθετικό δίπολο είναι συνωμοσία ή σύνταγμα και επιστρατεύουν για το σκοπό αυτό και νομικούς με επιχειρήματα νηπιαγωγείου (βλ. Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 13.7.2023).
Νομίζω ότι ήρθε η ώρα να θέσουμε εκποδών αυτόν το μανιχαϊσμό. Αν μελετήσουμε τον κλιματικό κανονισμό της ΕΕ (2021/1119) θα διαπιστώσουμε ότι προβλέπει να ενισχυθούν οι φυσικές καταβόθρες του CO2 που είναι κυρίως τα δάση και οι δασικές εκτάσεις. Επίσης, η νέα πρόταση κανονισμού για την αποκατάσταση της φύσης προβλέπει την ενίσχυση των δασών και των δασικών εκτάσεων (είναι η πρόταση που καταψήφισε στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο η ΝΔ και το ΕΛΚ). Επομένως, δεν μπορούμε από τη μια πλευρά να θυσιάζουμε δάση για την ανάπτυξη μέτρων μετριασμού (όπως είναι οι Α/Σ) και από την άλλη, εξ αιτίας αυτής της θυσίας, να μειώνονται οι φυσικές καταβόθρες. Τα επιστημονικά δεδομένα για αυτά που αναφέρω δεν είναι στο μυαλό κάποιου συνωμοσιολόγου, αλλά περιλαμβάνονται στην έκθεση της IPCC (2022) για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή.
Σε αντίθεση με την ελληνική νομοθεσία, άλλα ευρωπαϊκά κράτη (Γαλλία, Γερμανία, Βέλγιο, Η.Β., Σουηδία, Δανία κλπ) θέτουν αυστηρές προϋποθέσεις για την εγκατάσταση Α/Σ σε δάση και δασικές εκτάσεις, έτσι ώστε ελάχιστες αιτήσεις να γίνονται δεκτές (κυμαίνονται από 2% μέχρι 6% των αιτήσεων). Οι εν λόγω εθνικές νομοθεσίες είναι σε πλήρη ευθυγράμμιση με τη νομολογία των δικαστηρίων. Πράγματι, αν δει κανείς τη νομολογία του ομοσπονδιακού Διοικητικού Δικαστηρίου της Γερμανίας, του γαλλικού και του βελγικού conseil d’Etat, όπως επίσης και των γαλλικών διοικητικών εφετείων (όποιος/α ενδιαφέρεται μπορώ να του αποστείλω τη σχετική νομολογία) θα διαπιστώσει ότι είναι πολύ αυστηρές οι προϋποθέσεις για εκχέρσωση των δασών με σκοπό την εγκατάσταση Α/Σ, με συνέπεια η συντριπτική πλειοψηφία των αιτήσεων να μην ικανοποιούνται.
Επομένως, το ζήτημα δεν είναι η ανάπτυξη των ΑΠΕ, καθώς είναι απαραίτητη συνθήκη για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης. Το ζήτημα είναι το περιεχόμενο του ενεργειακού μείγματος και η ένταξη της κοινωνίας και της Τ.Α. στην ανάπτυξη των ΑΠΕ. Εδώ, λοιπόν, αντιπαρατίθενται δύο πολιτικές προτάσεις: από τη μια η νεοφιλελεύθερη που δίνει προτεραιότητα στις μεγάλες εταιρείες που κατασκευάζουν φαραωνικά έργα εις βάρος των δασών και των δασικών εκτάσεων και από την άλλη η ολιστική οικολογική-κοινωνική στην οποία συνυπάρχουν η προστασία του κλίματος και η προστασία της βιοποικιλότητας (στην οποία περιλαμβάνονται βεβαίως και τα δάση). Άλλωστε, όπως τονίζει επανειλημμένα ο ΟΗΕ, η κλιματική κρίση οξύνει την απώλεια της βιοποικιλότητας, η δε απώλεια της βιοποικιλότητας οξύνει την κλιματική κρίση. Για το λόγο αυτό ο στόχος είναι κοινός και αυτόν οφείλουμε να υπηρετήσουμε.»