Ηλίας Προβόπουλος: Οι φωτιές μιλάνε αλλά δεν τις ακούμε…

Ηλίας Προβόπουλος: Οι φωτιές μιλάνε αλλά δεν τις ακούμε…
Ηλίας Προβόπουλος

Ηλίας Προβόπουλος/nextdeal.gr

18/7/2023 – 09:01 

O Ιούλιος ήταν πάντα ο πιο καυτός μήνας του χρόνου και σε όλα τα άλλα που είχε να δείξει ήταν και οι πυρκαγιές οι οποίες αναλόγως των καιρικών συνθηκών και κυρίως του αέρα προκαλούσαν καταστροφές σε καλλιέργειες, βοσκές και δάση ενώ παράλληλα δοκίμαζαν την αντοχή της Κοινότητας που τις αντιμετώπιζε και φυσικά την προετοιμασία της γι’ αυτές.

Επειδή πάντα εκδηλώνονταν πυρκαγιές τον Ιούλιο αλλά και τους άλλους μήνες του καλοκαιριού, οι άνθρωποι προσπαθούσαν να τις προλάβουν και να μετρούν όσο δυνατόν λιγότερες συνέπειες στα νοικοκυριά τους και στους δημόσιους χώρους αν αυτές ξεσπούσαν. Το πως τα κατάφερναν; Πρώτα – πρώτα όλη η γη μέσα και γύρω από χωριά καθώς και στους οικισμούς ήταν «πατημένη» από ανθρώπους και τα ζωντανά, όπως ήταν εξάλλου και οι εξοχές, τα βοσκοτόπια και τα δάση. Οι κυριότεροι σύμμαχοι των ανθρώπων στην αποψίλωση του εδάφους ήταν τα ζώα καθώς τα χόρτα και τα κλαδιά ήταν η κύρια τροφή τους τους καλοκαιρινούς μήνες. Ούτε βάτα δεν άφηναν, να αναπτυχθούν όπως έχουν γεμίσει σήμερα τα χωριά και έχουν κλείσει και τους δρόμους και τα μονοπάτια. Χάρη στα ζώα λοιπόν εξασφάλιζαν μια πρώτης τάξεως αντιπυρική ζώνη που προστάτευε τα χωριά και τα σπίτια κι έτσι ήταν πιο εύκολη η κατάσβεση όποιας φωτιάς εκδηλώνονταν.

Δεν ήταν δύσκολο να ξεσπάσει μια πυρκαγιά εκείνα τα χρόνια καθώς σε κάθε σπίτι άναβαν κάθε μέρα δυο και τρεις φορές φωτιές να μαγειρέψουν, να ζεστάνουν νερό, να ψήσουν ψωμί. Μια σπίθα να πετάγονταν θα ξεσπούσε αμέσως πυρκαγιά. Το ίδιο συνέβαινε και στις εξοχές όπου οι ξωμάχοι άναβαν φωτιές για τις ανάγκες τους και στα βοσκοτόπια για να βράσουν το γάλα καθότι η τυροκομική περίοδος ήταν στην κορύφωσή της. Τόσες φωτιές λοιπόν αλλά οι πυρκαγιές ήταν σπάνιες και όταν προκύπταν τις αντιμετώπιζαν άμεσα με τα πενιχρά μέσα που διέθεταν, σκαπανικά και κυρίως κλαριά. Τα λάστιχα που παίρνουν σήμερα νερό από δεξαμενές για να χρησιμοποιηθούν σε τέτοιες περιπτώσεις ήταν άγνωστα μέχρι την δεκαετία του ’70 στο μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής επικράτειας. Όπως και οι υδροφόρες μιας και δρόμοι πέρα από τους βασικούς δεν υπήρχαν ή δεν διαβαίνονταν. Έτσι λοιπόν η πρόληψη των πυρκαγιών ήταν μέσα στη λειτουργία της κοινότητας χωρίς μάλιστα να υπάρχει σχεδιασμός αλλά ήξερε ο καθένας τι έπρεπε να κάνει να αποφευχθούν.

Αυτή η ετοιμότητα της κοινότητας για την αντιμετώπιση των πυρκαγιών, όπως εξάλλου και για κάθε κίνδυνο που την απειλούσε, χάθηκε με την ερήμωση της υπαίθρου και υποβαθμίστηκε με την ανάληψη της πολιτικής προστασίας (το πιο κούφιο και αδηφάγο πράγμα που καμαρώνει η διεφθαρμένη Τοπική Αυτοδιοίκηση) και βεβαίως τέλειωσε με την τουριστικοποίηση κάθε περιοχής που δεν δείχνει κανένα ενδιαφέρον για τα ζητήματα. Όλοι παραπέμπουν την προστασία και την πρόληψη στα φαντάσματα των τοπικών υπηρεσιών και βεβαίως στις κρατικές αρχές, Δασαρχεία, Αστυνομία, Πυροσβεστική, Πολεοδομία που κάνουν ότι μπορούν αλλά δεν έχουν πια ως σύμμαχό τους καμιά κοινότητα αλλά ούτε και τους ιδιώτες που κυριαρχούν σε όλο το ανθρωπογενές πεδίο της ελληνικής κοινωνίας.

Έτσι θα συνεχίσουν να κάθε χρόνο να εκδηλώνονται οι πυρκαγιές. Θα καίνε ότι βρίσκουν μπροστά τους, το φθινόπωρο θα ξεχνιούνται, θα χτίζονται χωρίς κανένα σχέδιο διάφοροι οικισμοί και σαν συμβεί τίποτα κακό ο ένας θα δείχνει τον άλλο ως υπεύθυνο. Είναι η μοίρα φαίνεται αυτού του τόπου να σβήσει και κάθε χρόνο έρχεται πιο κοντά η στιγμή…

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η φωτογραφία με τα Δερβενοχώρια να καίγονται του καλού φίλου και συνεργάτη Κώστα Μπερτσιά με τον οποίο μαζί μοιραζόμαστε την αγωνία γι’ αυτόν τον τόπο.