*
τοῦ ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ
Ἐπιλογὴ καὶ ἐπιμέλεια: Ἀγγελικὴ Καραθανάση
Ἂς ποῦμε μιὰ εὔθυμη ἱστορία. Μιὰ ἱστορία κωμική, καλύτερα. Βέβαια ὅλες οἱ κωμικὲς ἱστορίες ἔχουνε καὶ τὴ σοβαρή, κάποτε τραγική τους ὄψη. Ἀλλ’ αὐτὴ εἶναι τέτοια μόνο γιὰ τοὺς πρωταγωνιστὲς τῆς ἱστορίας. Ἐμεῖς σὲ τούτη τὴν περίπτωση δὲν εἴμαστε ‒εὐτυχῶς‒ παρὰ ἀκροατές. Ἂς ἐπωφεληθοῦμε, λοιπὸν κι ἂς διασκεδάσομε.
Ἀρχίζω. Μιὰ φορὰ κι ἕναν καιρὸ ἤτανε σὲ κάποια ἐπαρχιακὴ πολιτεία μιὰ εὐτυχισμένη μικροαστικὴ οἰκογένεια. Εἶν’ ἀλήθεια πὼς τὸν τελευταῖο καιρὸ ὁ μπαμπὰς κι ἡ μαμὰ εἴχανε μιὰ νευρικότητα, γιατὶ ἡ μεγάλη κόρη ἤτανε πιὰ «σὲ ὥρα γάμου» κι ἔπρεπε νὰ γίνει ἡ «ἀποκατάστασή» της, ὅμως ἐλπίζανε πὼς δὲ θ’ ἀργοῦσε νὰ παρουσιαστεῖ ἡ «εὐκαιρία». Κι ἡ εὐκαιρία ἦρθε. Κάποιος γνωστὸς τῆς οἰκογενείας παρουσίασε ἕνα γαμπρὸ θαῦμα. Νέο, ἀπὸ καλὸ σπίτι, χαρακτήρα ἀψεγάδιαστο καί, τὸ σπουδαιότερο, μ’ ἕνα ὁλόφωτο μέλλον μπροστά του. Ἀξιωματικὸς τῆς Ἀεροπορίας ‒ ἀνθυποσμηναγὸς γιὰ τὴν ἀκρίβεια‒ καὶ μαζὶ πτυχιοῦχος τῆς Νομικῆς.
Ὁ ἀγαθὸς μπαμπὰς κι ἡ φιλόδοξη μαμὰ τὰ χάσανε ἀπὸ τὴ χαρά τους. Αὐτή, μάλιστα, ἤτανε τύχη! Βέβαια ὁ νέος ἤτανε ξένος, μὰ τί εἶχε νὰ κάμει στὴν ἐποχή μας! Θὰ φέρνουνταν κουτὰ ἂν ἀφήνανε νὰ φύγει μέσ’ ἀπὸ τὰ χέρια τους μιὰ τέτοια εὐκαιρία. Ρωτήσανε τὴν κόρη. Κι αὐτὴ ἔκλεισε τὰ μάτια, κι εἶδε τὸν ἑαυτό της κρεμασμένο σὲ κάποιο μπράτσο. Δὲν τὴν πολυενδιαφέρανε σὲ ποιόν ἀνῆκε, μιὰ καὶ στὴν ἄκρα τοῦ μανικιοῦ ἀστράφτανε τὰ χρυσὰ σειρίτια. Εἶδε τὸν ἑαυτό της ἀκόμη νὰ τρέχει μέσα σὲ ἰδιόκτητη κούρσα, ὅπου τὸ τιμόνι τὸ κρατοῦσε μὲ τὰ ἴδια της τὰ χέρια. Βρέθηκε σὲ δεξιώσεις φορώντας τὴν πιὸ ὄμορφη τουαλέτα τῆς βραδιᾶς ἢ βρέθηκε καθισμένη γύρω στὸ τραπέζι τοῦ κουνκάν. Τέλος πάντων ἔκαμε ἕνα πλῆθος ὄνειρα γύρω ἀπ’ ὅ,τι συνθέτει τὴ γεμάτη νόημα ζωὴ μιᾶς καθὼς πρέπει κυρίας στὸν τόπο μας.
Φυσικὰ ἡ ἀπάντηση ἦταν ἕνα ὁμόφωνο «Ναί». Κι ἔγινε ὁ ἀρραβώνας. Στὴν ἀρχὴ ὅλα πηγαίνανε παραπάνω ἀπὸ καλά. Ὁ «μνηστήρας» ἦταν ἕνα θαυμάσιο παιδί. Ἡ μαμὰ δὲν ἔπαυε νὰ διαφημίζει τὶς χάρες του στὴ γειτονιὰ καὶ σ’ ὅλους τοὺς γνωστούς. Ἀκόμη καὶ στοὺς ἄγνωστους, σὰν τύχαινε ν’ ἀλλάξει μαζί τους δυὸ κουβέντες.
Ὥσπου, δὲν ξέρω πῶς, μαθεύτηκε κάποτε τὸ παραμύθι. Τὸ πτυχίο τῆς Νομικῆς ἦταν ἀνύπαρχτο. Κι ὄχι μόνο αὐτό. Τὸ «παιδὶ» δὲν ἦταν ἀνθυποσμηναγὸς μὰ ἀρχισμηνίας. Μιὰ μικρὴ διαφορὰ στὸ σειρίτι, μιὰ λεπτομέρεια ποὺ δὲν τήνε γνωρίζουνε παρὰ οἱ μυημένοι, εἶχε ἐξαπατήσει καὶ τὸν ἴδιο τὸν προξενητή. Βέβαια, ὁ πραγματικὸς βαθμὸς βρίσκουνταν μόνο ἕνα σκαλοπάτι παρακάτω ἀπὸ κεῖνον ποὺ τοὺς εἴχανε πεῖ στὴν ἀρχή. Ἔλα ὅμως ποὺ αὐτὸ τὸ σκαλοπάτι ἤτανε τόσο ψηλὰ ποὺ μπορεῖ νὰ μὴν ἐκατάφερνε σ’ ὅλη του τὴ σταδιοδρομία νὰ τ’ ἀνεβεῖ; Κι ἔτσι ὁ γεμάτος ὑποσχέσεις γιὰ τὸ μέλλον ἀξιωματικὸς καὶ πτυχιοῦχος, βγῆκε στὸ τέλος ἕνας κοινός, κοινότατος ὑπαξιωματικός.
Τὴν κόρη τὴν ἔπιασε νευρικὴ κρίση. Ἀπείλησε πὼς θὰ διαλύσει τὸν ἀρραβώνα. Μὰ ὁ μπαμπάς κι ἡ μαμὰ τὴν ἀνακαλέσανε στὴν τάξη. Ὕστερ’ ἀπὸ τόσο καιρὸ «μνηστείας» καὶ τόση ρεκλάμα γύρω ἀπὸ τὸ πρόσωπο καὶ τὰ προσόντα τοῦ γαμπροῦ δὲν ἔμενε παρὰ νὰ σφίξουνε τὴν καρδιά τους καὶ νὰ δεχτοῦνε τὰ πράματα ὅπως ἤτανε.
Δὲν ξέρω ἂν ὁ νέος μὲ τὸ φωτεινὸ μέλλον κι ἡ κοπέλα μὲ τὰ πλούσια ὄνειρα ἔχουνε κιόλας παντρευτεῖ. Εἶναι πάντως σίγουρο πὼς θ’ ἀποτελέσουνε μιὰ ἁρμονικὴ οἰκογένεια, μιὰ κι ὁ γαμπρός τους θά ’χει γιὰ θεμέλιο μιὰ τόσο ἔξυπνη ἀπάτη.
Ἡ παραπάνω ἱστορία δὲν εἶναι μοναδική. Ὅσο πάει καὶ πληθαίνονται σὲ τοῦτο τὸ θαυμάσιο τόπο τὰ τέτοια κρούσματα. Ἐδῶ θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ μιλήσει γιὰ παρακμὴ τῆς κοινωνίας, γιὰ κοινωνικὸ τυχοδιωκτισμὸ κι ἕνα πλῆθος ἄλλα «ἠχηρὰ παρόμοια». Θὰ μποροῦσε ἀκόμη νὰ ἐλεεινολογήσει τούτους τοὺς νέους ποὺ ἔχουνε τόσο λίγες ἀπαιτήσεις ἀπὸ τὴ ζωή, ποὺ ἱκανοποιοῦνται τόσο εὔκολα, ὥστε νὰ λύνουνε τὸ πρόβλημα τοῦ γάμου δίνοντας πιὸ πολλὴ σημασία στὴ δική τους ἐγωιστικὴ ἱκανοποίηση. Ὅμως ἐμεῖς εἴπαμε νὰ διηγηθοῦμε μιὰ ἀστεία ἱστορία. Τίποτ’ ἄλλο.