το ταξιδιωτικό της συμφοράς (διήγημα)

της ΜΑΡΙΑΣ Σ. ΜΠΛΑΝΑ

Μάνη, 2023. Του Αγίου Πνεύματος.Γερολιμένας. Φτάνοντας καταλαβαίνεις πόσο ταιριαστό το τοπωνύμιο. Τοπίο αγέρωχο, πέλαγος, γυμνόστηθα βουνά, κροκάλες, πέτρινα κτίσματα από άλλη εποχή. Εγκατάλειψη που πάει χέρι χέρι με την αρπαχτή. Κυριλέ εστιατόρια πάνω στο κύμα, απ’ αυτά όπου σου γεμίζουν το ποτήρι, πλάι σε χαλάσματα πέτρινων πύργων, στον χωματόδρομο με τα μαδέρια. Συντρίμμια δίπλα σε σωρούς αμμοχάλικο, έτοιμους να ορθώσουν τα Airbnb της επόμενης σεζόν, 250 ευρώ η διανυκτέρευση – τιμή μη επιστρέψιμη. Κακοφωτισμένα στενά που ζέχνουν μούχλα και σκουριά. Ο ήλιος, ευτυχώς τόσο καυτός που ζαλίζει. Κι η θάλασσα τόσο παγωμένη και κρυστάλλινη που σε κάνει να ξεχνάς τη θέα των πλαστικών σκουπιδιών στο βυθό. Στη στεριά πάλι, ούτε ένας κάδος σκουπιδιών.

Κάνουμε check in σ’ ένα από τα παμπάλαια κτίσματα όπου το τρεχούμενο νερό αποδεικνύεται πολυτέλεια – τιμή μη επιστρέψιμη. Πάτε στο χωράφι δίπλα, λέει η host όταν της λέμε πως δεν λειτουργεί το καζανάκι. Το νερό, νεράκι. Τη Μάνη ή τη μισείς ή τη λατρεύεις, διαβάζω σ’ ένα άρθρο της Καθημερινής. Κι οι Μανιάτες, «όπως είναι οι βράχοι τους», που λέει κι ο ποιητής. Τουλάχιστον η θέα στη βεράντα κάτι λέει, φεγγαράδα, κυματισμοί, η φαγωμένη από την υγρασία ταράτσα του μπροστινού μονώροφου πέτρινου με τις εξωτερικές μονάδες κλιματιστικών από το πάλαι ποτέ. Τολμώ να πηδήξω πάνω της για να δω τη θάλασσα απρόσκοπτα. Τζιτζίκια, βλαχομπαρόκ μουσική απ’ το καφέ–μπαρ με τις ξαπλώστρες πάνω στα τσιμεντωμένα βράχια, ο αχός των κυμάτων, μακρινές συζητήσεις εκδρομέων του τριημέρου, σερβιτόροι που πηγαινοέρχονται απέναντι, αυτοκίνητα μες στη σκόνη που σηκώνουν, βαρκάκια. Ένα ιστιοπλοϊκό. Ας περπατήσω λίγο για να ξεχαστώ.

Περνάω έξω απ’ το «Ακρογιάλι», τη «Ρεστία». Έχετε νερό; Ρωτώ τον μπάρμαν. Νομίζει πως θέλω ν’ αγοράσω ένα μπουκάλι. Του εξηγώ μισοσοβαρά – μισοαστεία. Κουνάει το κεφάλι. Εγώ έχω έρθει για δουλειά εδώ, μου λέει. Έχει τύχει να μείνω ίσαμε δύο μέρες χωρίς νερό εκεί που μας «φιλοξενούν». Άσε, δεν θέλω να μιλήσω γιατί έχω πολλά να πω. Κουνάω το κεφάλι. Καληνύχτα, του λέω, ευχαριστώ. Καταλήγω στο λουξάτο Kyrimai. Ρωτώ αν έχουν νερό. Βεβαίως, έχουν δική τους δεξαμενή. Μα δυστυχώς είναι κλεισμένοι, άσε που έχουν και ελάχιστη διαμονή – τρία βράδια. Πνίγω τον πόνο μου σ’ ένα κοκτέιλ πλάι στην πισίνα του λουξάτου. Στο διπλανό τραπέζι, ένας σικάτος γέρος κύριος μ’ ένα σικάτο νεαρό αγόρι, παραγγέλνουν αστακό. Φυσικά και το ζήτημα είναι ταξικό. Κι όπως παίρνει να φουντώνει μέσα μου πάθος επαναστατικό, την κατάσταση σώζει το μικρό μου σκυλί: ο σικάτος κύριος αρχίζει να το πασπατεύει, να του ομιλεί – ο σαρδανάπαλος έχει μούρη που ξεγελάει: είναι –τρομάρα του– μισός Μαλτέζος. Μένετε εδώ; Ρωτάω τον σικάτο. Oui, μου λέει, bien sur! Μην φανταστείτε, το δωμάτιο είναι λίγο τελευταίο, δεν έχει θέα à la mer. Μα πού είναι αυτός ο αστακός; Ξέρετε, αν παραψηθεί δεν τρώγεται. Au revoir chérie! Λέει πάλι στο σκυλί. Δεν σας κρύβω τον συμπάθησα λίγο. Αποφασίζω να μη φύγω – άλλωστε ήρθα τόσο μακριά. Αύριο θα κάνω πρωί–πρωί μια βουτιά. Και θα ’ναι μια άλλη μέρα.

Μια άλλη μέρα! Της Πεντηκοστής. Ήρθε το νερό! Ροή, ανεπαρκής. Μα κάτι είναι κι αυτό. Θα κάνουμε ζεστό μπανάκι το βράδυ! Προς το παρόν όμως, μετά την πρωινή βουτιά –που ομολογώ βοήθησε πολύ– μπουκάρουμε στ’ αμάξι. Ψάχνουμε κάτι να μας αλλάξει τη διάθεση – και ιδού! Λιμναίο Σπήλαιο Δηρού. Μας κάνει. Δώδεκα ευρώ το εισιτήριο (δέκα το φοιτητικό, δεν ζήτησαν πάσο). Οιονεί κατάβαση στον Άδη, μαύρο νερό, βαρκάδα στο σκοτάδι, άγνωστοι συνεπιβάτες. Με βάζουν στην ίδια βάρκα με μια εξαμελή οικογένεια Γερμανών. Θα μας βουλιάξουν αυτοί, λέει ο βαρκάρης. Μην κουνιέστε, τους λέει – δεν μιλά Αγγλικά. Αναλαμβάνω να κάνω αυτό που ξέρω καλά. Μεταφράζω σε χρέη ξεναγού. Ο βαρκάρης μούγκα – τι Χάρων θα ήταν αλλιώς. Τον ρωτώ τί και πώς. Τί βάθος έχει το νερό; Τί ζώα ζουν εδώ; Τί ηλικία έχει το σπήλαιο; Απαντά μονολεκτικά. Μεταφράζω συμπληρώνοντας ό,τι μπορώ – παρακινώ τα παιδιά να βαφτίσουν σχηματισμούς σταλακτιτών. Wir müssen immer nicht bewegen, τους θυμίζω καθ’ οδόν. Ο Χάρων βάζει κόντρα στους σταλαγμίτες με το ένα του κουπί – κι άλλοτε με τα ιδρωμένα απ’ την προσπάθεια χέρια του, γραπώνεται απ’ τους σταλακτίτες των τριών εκατομμυρίων ετών – δεν ισχύει το «μην αγγίζετε», λοιπόν;;; Σε άλλα σημεία, σε περάσματα στενά, η καρίνα της βάρκας βρίσκει στους πανάρχαιους σχηματισμούς αφήνοντας στο πέρασμά της μπλε μπογιά. Παλεύω να μην προδώσω πως είμαι ψυχαναγκαστικιά. Δεν λέω τίποτα. Επιτρέπεται το κολύμπι; Ρωτώ τον άχαρο Χάροντα. Ε, κανονικά όχι, μου λέει. Αν ήμασταν η τελευταία βάρκα μπορεί να σας άφηνα, συμπληρώνει. Αυτό δεν το μεταφράζω. Στο τέλος μου λέει ο Χάροντας, είσαι τρομερή, εγώ από γλώσσες δεν. Ελλάδα 2.0. Επιστρέφοντας στην έξοδο, μεγάλος ντόρος: στο επόμενο γκρουπ, ο πρίγκηψ του Μονακό! Πω πω πω πω! Γαμώτο. Σε λάθος βάρκα μπήκα να εκτελέσω χρέη ξεναγού / διερμηνέα. Σπουδαία! Τώρα με τη Γη της Ελιάς, λέει η κυρία που εξυπηρετεί στην καντίνα, φτάσαμε ίσαμε τρακόσιους επισκέφτες το μήνα! Δουλειά να υπάρχει και υγεία! Αμήν.

Η εις Άδου κάθοδος μας φέρνει πείνα. Ψάχνουμε κάτι με καλές κριτικές, και να: 4,9. ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΑΛΓΕΡΙ ΜΕΖΕΔΟΠΩΛΕΙΟ ΚΑΡΑΒΟΣΤΑΣΙ ΜΑΝΗ. Καλαμαράκια, οχταπόδι, παγωμένη μπύρα Σπάρτα, βλίτα, σκορδαλιά. Πατάτα τηγανιτή; Φέρ’ τη κι αυτή. Επιτέλους, κάτι προσεγμένο, ευγένεια, εξυπηρέτηση, σβελτάδα. Υπάρχει κι αυτή η Ελλάδα. Μας κερνούν και ρακή, παγωτίνια (φρέσκα!), λικέρ μαστίχα. Κάτω απ’ τη μουριά, ανάβουμε τσιγάρο. Ανάσα βαθιά.

Επόμενη στάση; Ψάχνουμε για κανένα μοναστήρι. Όχι πολύ μακριά, πήγε αργά. Δεν προλαβαίνουμε να πάμε Καρδαμύλη. Κι η έπαυλη του Φέρμορ είναι σήμερα κλειστή. Ιερά Μονή Ντεκουλών – φύγαμε λοιπόν. Από τον 16ο αιώνα είναι εκεί, ας ελπίσουμε να είναι ανοιχτή. Κατηφορίζουμε έναν στενό δρόμο μες στο πουθενά. Φτάνουμε στο τέλος του δρόμου – μονή πουθενά. Μόνο ένα πέτρινο δίπατο σπίτι σαν όλα τ’ άλλα – κι ένας σκύλαρος δεμένος μπροστά στη σιδερένια σκάλα. Μόλις μας βλέπει, αφιονίζεται – ο Πίπης (ο Μαλτέζος) θα του φαίνεται λουκούμι, κάνει να σπάσει την αλυσίδα του ενός μέτρου, μια γυναίκα μας φωνάζει απ’ τη βεράντα με σπαστή προφορά – δεν ακούμε τί μας τσαμπουνά. Πλησιάζουμε κι αφουγκραζόμαστε σηκώνοντας στα χέρια το λουκούμι, ο σκύλαρος παλεύει να λυθεί, κι η γυναίκα μας λέει να φύγουμε από εκεί – της λέμε ήρθαμε για τη Μονή – αααα, κάνει, κατεβαίνει τη σκάλα βγάζοντας μέσα απ’ τα φουστάνια της ένα κλειδί, να με συμπαθάτε, λέει, να σας ανοίξω – μόνο προσέχτε το σκυλί – μια φορά έφαγε την αλυσίδα του κι ένα μικρό σκυλάκι τουριστών! Τί υποδοχή. Μας ανοίγει τη μονή – ένα παμπάλαιο εκκλησάκι, δίχως μοναχούς ή μοναχές, μονάχα με ένα παμπάλαιο επίχρυσο τέμπλο κι έναν αναλυτικό ζωδιακό κύκλο στην οροφή γύρω από τον Παντοκράτορα. Και μια ταμπέλα ευρωπαϊκής επιχορήγησης για την συντήρησή του στην αυλή. Δεν λειτουργεί η μονή; Ρωτάμε τη γυναίκα. Όχι καλέ, μας απαντά, ένα εκκλησάκι είναι οικογενειακό. Άμα έρχεται κανείς του το ανοίγω εγώ. Προσέχτε το σκυλί – θα του πετάξω λίγο φαΐ, γρήγορα να μην σας δει!

Επόμενη στάση; Για σήμερα είδαμε αρκετά. Γυρνάμε στο κατάλυμα, για εκείνο το πολυπόθητο μπανάκι – κι ύστερα θ’ αράξουμε στην αυλή. Μα τελικά, φαίνεται πως ο θερμοσίφων υπολειτουργεί. Ζεσταίνω το λιγοστό νερό με το κατσαρολάκι. Όπως έκανε κάποτε η γιαγιά μου, τότε που ζούσαν σ’ ένα δωματιάκι εφτά ανθρώποι. Δεν αλλάζουν οι τόποι. Καθόμαστε στη βεράντα παύλα αυλή, που μετά το ξαράχνιασμα με τη σκούπα δείχνει πιο φιλική. Κι όπως σηκώνεται πίσω από το βουνό ένα κόκκινο, υπερμέγεθες φεγγάρι – η πανσέληνος της φράουλας, διαβάζω σκρολάροντας στο κινητό – και το καθρέφτισμά του απλώνει πάνω στο κυματιστό νερό, είναι σα να σηκώνεται με μίαν αόρατη τροχαλία κι όλος ο εκνευρισμός των τόσο ασήμαντων απογοητεύσεων της μέρας – ορίστε, είχε πρόγραμμα η host, όλα κι όλα. Παραμονή Δευτέρας. Λίγο ουίσκι με πάγο, ένα πουράκι Montechristo, η σελήνη γυαλί, που λέγαν κάποτε και οι Ματ Σε Δύο Υφέσεις, κι ορίστε, γράψαμε και ποίημα. Και ένα χρονικό της συμφοράς. Μου λες: μια μέρα θα το διαβάζεις και θα γελάς. Αύριο θα πάμε στο Μαρμάρι. Θα μείνουμε εκεί όλη μέρα – μπάνιο, διάβασμα, γράψιμο, ύπνος στην παραλία. Θα ’ρθουμε εδώ μόνο για ύπνο. Θα ξεχάσουμε την ταλαιπωρία, τί κι αν τα οχτώ βράδια των διακοπών γίναν τρία; Μεθαύριο θα ’μαστε πίσω στη δουλειά. Καταλαβαίνω τώρα την αρθρογράφο της Καθημερινής. Τη Μάνη ή την λατρεύεις ή τη μισείς. Ή και τα δύο, θα συμπληρώσω. Εσείς;