Γιάννης Μαρκοπουλος θυμάται…

Σε συνέντευξη στον Αντώνη Μποσκοΐτη στη Lifo, ο Γιάννης Μαρκοπουλος θυμάται:

Γεννήθηκα στις 18 Μαρτίου του 1939, στην κλινική του Ιερωνυμάκη στο Ηράκλειο. Τώρα η κλινική αυτή έχει γίνει περίφημο Ωδείο, και μάλιστα πάνω από το πιάνο υπάρχει η φωτογραφία μου, εκεί μέσα, δηλαδή, που με γέννησε η μάνα μου. Η οικογένεια των Μαρκόπουλων καταγόταν από την Ιεράπετρα. Εγώ ψηφίζω ακόμη στην Ιεράπετρα. Εκεί μεγάλωσα μέχρι τα 17 μου χρόνια που ήρθα στην Αθήνα. Η γενέτειρά μου χωριζόταν στα δύο: στην Κάτω Μερά και στην Πάνω Μερά. Στην Κάτω ήταν οι πρόσφυγες, οι ψαράδες, ενώ στην Πάνω ήταν η διοίκηση, οι προύχοντες ας πούμε. Έχω άλλα τρία αδέρφια –εγώ είμαι ο μεγαλύτερος– και θυμάμαι ότι μου άρεσε να ακούω τα τραγούδια των λαϊκών ανθρώπων και των βαρκάρηδων της Κάτω Μεράς. Μέχρι σήμερα που είμαι 76 ετών δεν έχω αλλάξει καθόλου.

Ήμασταν αστικό σπίτι. Ο πατέρας μου ήταν δικηγόρος και είχε διατελέσει νομάρχης σε πολλά μέρη στην Ελλάδα. Η μητέρα μου έπιανε την κιθάρα και τραγουδούσε. Στην Κατοχή σχετίζονταν με τους Κούνδουρους, τη μεγάλη, γνωστή οικογένεια που μεταφέρθηκε στον Άγιο Νικόλαο. Ο Νίκος Κούνδουρος είναι μακρινός συγγενής μου, εκτός από συνεργάτης μου, αλλά και αυτός που με παρέλαβε κυριολεκτικά από το πλοίο της γραμμής όταν έφτασα στην πρωτεύουσα.

Οι μουσικές μου σπουδές ξεκινούν στα έντεκά μου χρόνια, όταν ο αδερφός του πατέρα μου γίνεται δήμαρχος. Το πρώτο πράγμα που κάνει είναι να φτιάξει μια μπάντα. Παραγγέλνει τα όργανα, έρχεται κι ένας καλός δάσκαλος, ο Σερέπετσης, ωραίος, αριστερός, μαθητής του Καλομοίρη και του Κωνσταντινίδη, μα δεν πάτησε κανένας! Πιάνουν τον πατέρα μου και του λένε «Στείλε τον Γιαννάκη να μάθει κάνα όργανο, γιατί όλοι στην Κάτω Μερά φοβούνται μην πάθουν πνευμονία, καθώς θα φυσάνε τα όργανα». Πήγα, λοιπόν, ως μέλος μιας τεράστιας, αγαπημένης συμμορίας νεαρών που κοιτάζαμε να κάνουμε δύο κινήσεις: πρώτον, να παίζουμε πόλεμο με την Κάτω Μερά, αλλά ταυτόχρονα να παίζουμε και να βρίσκουμε τραγούδια δικά μας, και δεύτερον, και σημαντικότερο, να βοηθάμε τους γέρους. Στη Φιλαρμονική έκατσα μέχρι τα 16-17 μου, μαθαίνοντας κλαρίνο και βιολί. Ο Σερέπετσης κατάλαβε την κλίση μου, όταν στα 12 μου έφτιαξα τη μελωδία από τα μετέπειτα «Μαλαματένια λόγια», θέλοντας να γράψω κάλαντα! Είχα γράψει και στίχους: «Κι εσύ, Χριστέ μου, τώρα θα ανασάνεις που εγεννήθηκες πολύ μικρός…».

Μια σκέψη στο “Γιάννης Μαρκοπουλος θυμάται…”

  1. Όλα είναι πολυπαραμετρικά, τίποτα απλοϊκό. Αλλά ο καταλύτης είναι η αγάπη για δημιουργία!

    Ο Γιάννης Μαρκόπουλος έφυγε οι δημιουργίες του είναι αθάνατες!

Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.