Θανάσης Μανιφάβας
Οἱ δυὸ παλληκαράδες
Ι ΥΠΕΡΒΟΛΕΣ καὶ τὰ πείσματα, τὰ δικά μου καὶ τοῦ Βασίλη, τοῦ καλύτερού μου φίλου τῶν παιδικῶν χρόνων, συχνὰ ἔφερναν σὲ δύσκολη θέση καὶ τοὺς γονεῖς μου καὶ τοὺς γονεῖς τοῦ Βασίλη. Μὲ τὸ Βασίλη μέναμε δίπλα δίπλα, πηγαίναμε στὸ ἴδιο σχολεῖο καὶ στὸ ἴδιο τμῆμα, μαζὶ παίζαμε, μαζὶ διαβάζαμε, μαζὶ περνάγαμε τὶς περισσότερες ὧρες. Φυσικὰ δὲν ἔλειπαν οἱ τσακωμοὶ καὶ οἱ καυγάδες· ὅσο αὐτὰ ἔμεναν σὲ φραστικὸ ἐπίπεδο, οἱ γονεῖς καὶ τῶν δύο περιορίζονταν σὲ νουθεσίες ἢ ἐπιπλήξεις. Ὅταν ἄρχισαν νὰ ξεπερνᾶνε αὐτὸ τὸ στάδιο, οἱ γονεῖς μας συνεννοήθηκαν καὶ ὁ κὺρ- Μιχάλης, ὁ πατέρας τοῦ Βασίλη, ἀνέλαβε τὰ περαιτέρω.
Σὲ πρώτη φάση ἕνα βράδυ μᾶς κάλεσε καὶ μᾶς δήλωσε πολὺ αὐστηρὰ ὅτι, ἂν συνεχίσουμε ἔτσι, θὰ μᾶς φάει καὶ τοὺς δύο τὸ μαῦρο φίδι…
Ὕστερα ἀπὸ μερικὲς μέρες ὁ κὺρ-Μιχάλης μὲ ξανακάλεσε στὸ σπίτι του· ὁ λόγος ἦταν ὅτι ἐκεῖνο τὸ βράδυ ὁ Βασίλης εἶχε γυρίσει στὸ σπίτι μὲ μαυρισμένο μάτι κι ἐγὼ μὲ σκισμένο μάγουλο. Αὐτὸ τὸ τελευταῖο ὁ κὺρ-Μιχάλης δὲν τὸ ἤξερε, ἀλλὰ τὸ διαπίστωσε μόλις μὲ εἶδε καὶ φυσικὰ κατάλαβε.
Ἐγὼ πῆγα προετοιμασμένος γιὰ τὰ χειρότερα· φυσικὰ ποτὲ δὲν εἶχα διανοηθεῖ νὰ ἀντιδράσω οὔτε κὰν νὰ ἀντιμιλήσω. Ἄλλωστε καὶ στὸ παρελθὸν μὲ εἶχε μαλώσει πολλὲς φορὲς καὶ δὲν ἔβγαλα κουβέντα. Ἡ στάση μου αὐτή, ἦταν ἀποκλειστικὰ ἀπόρροια τοῦ σεβασμοῦ ποὺ ἔτρεφα γιὰ τὸν πατέρα τοῦ φίλου μου.
Ὁ κὺρ-Μιχάλης ἔκανε ἕνα σκληρὸ ἀγώνα ἐπιβίωσης· ἀπὸ τὸ πρωὶ ὡς τὸ βράδυ ἔκανε μεταφορὲς μὲ ἕνα τρίκυκλο παρὰ τὴ σωματική του ἀναπηρία (ἦταν κουτσός). Ξεπερνοῦσε ὅμως τὴ σκληρότητα τῆς καθημερινότητάς του μὲ λεβεντιὰ καὶ ἀξιοπρέπεια, ἦταν πρόσχαρος, ἀγαπητὸς σὲ ὅλους καὶ ὅπως ἔλεγε ὁ ἴδιος, ἕναν ἐχθρὸ εἶχε μόνο, τὴ μιζέρια.
Μπῆκα, λοιπόν, μὲ κατεβασμένα μάτια στὸ δωμάτιο ποὺ βρίσκονταν ὁ κὺρ-Μιχάλης κι ὁ Βασίλης. Εἶπα δειλὰ καλησπέρα.
— Κάθισε, ἀγόρι μου, εἶπε κι ἀμέσως ἀπευθυνόμενος στὴ γυναίκα του, «Μαρίκα, ἔχεις κάνα γλυκὸ νὰ κεράσεις τὰ παιδιά;».
— Εὐχαριστῶ, δὲ θέλω, εἶπα.
— Ὄχι, θὰ φᾶτε πρῶτα ἕνα γλυκό, γιατί ἐγὼ σήμερα ἔχω σκοπὸ νὰ σᾶς πικράνω.
Ἐνῶ ἐμεῖς τρώγαμε τὸ γλυκό, ὁ κὺρ-Μιχάλης ἄρχισε νὰ μᾶς ἀφηγεῖται μὲ τρόπο ἀβίαστο καὶ παραστατικό, πὼς πέρασε τὴ μέρα του, τί ἀγώια ἔκανε, τί προβλήματα καὶ δυσκολίες ἀντιμετώπισε, χωρὶς νὰ παραλείπει οὔτε λεπτομέρειες….
Σὰν τελείωσε εἶπε: Τὸ ἴδιο σκληρή, φαντάζομαι, ἦταν κι ἡ μέρα γιὰ τὸ Στάθη (τὸν πατέρα μου). Καὶ τὸ βράδυ γυρνᾶμε κι οἱ δυὸ ξεθεωμένοι στὸ σπίτι μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ ξεκουραστοῦμε, νὰ ἠρεμήσουμε, ν’ ἀκούσουμε μιὰ γλυκιὰ κουβέντα κι ἀντὶ γι’ αὐτὸ στὸ σπίτι μᾶς περιμένουν τὰ παιδιὰ μας σακατεμένα, σὰ νὰ γύρισαν ἀπὸ πόλεμο. Ὁρίστε χάλια!
— Θὰ δεχτεῖτε τὴν τιμωρία ποὺ θὰ σᾶς βάλω;
— Ναὶ εἴπαμε φοβισμένα κι οἱ δύο, βέβαιοι γιὰ τὴν τιμωρία ποὺ μᾶς περίμενε.
— Λοιπόν, ἡ τιμωρία σας εἶναι νὰ μοῦ ρίξει ὁ καθένας σας ἀπὸ πέντε χαστούκια.
Παρὰ τὴν ἔκπληξη, ἀπὸ διαίσθηση περισσότερο, καταλάβαμε τὸ μεγαλεῖο ποὺ ἔκρυβε μέσα της αὐτὴ ἡ ἀγράμματη, βασανισμένη ψυχὴ καὶ κάναμε ἕνα βῆμα πίσω.
— Τὸ ἀντίθετο τὸ δέχομαι, εἶπα ἐγώ, αὐτὸ ὄχι.
— Κι ἐγώ, συμπλήρωσε ὁ Βασίλης.
— Ναί, ρὲ παιδιά, ἀλλὰ ποῦ θὰ ξαναβρεῖτε τέτοια εὐκαιρία; Γιὰ νὰ βολεύεστε, θὰ καθίσω στὴν καρέκλα, ὥστε νὰ μὲ φτάνετε. Θυμηθεῖτε πόσες φορὲς σᾶς μάλωσα, ἐπειδὴ κάνατε διαολιές. Ἀπὸ δῶ καὶ πέρα θὰ ξέρετε ὅτι γιὰ κάθε τέτοια διαολιά, θὰ μοῦ ρίχνει ὁ καθένας σας πέντε χαστούκια. Γιὰ κοιτάξτε μάγουλο, εἶπε ἐκθέτοντας τὸ μακρύ, ἡλιοκαμένο πρόσωπό του.
Σὲ κεῖνο τὸ σημεῖο τοὺς δυὸ παλληκαράδες τοὺς πῆραν τὰ κλάματα κι οἱ οἰκογένειες μας ἐξασφάλισαν τὴ διὰ βίου εἰρήνη τῶν παιδιῶν τους.