Και ρίχτηκε με τ’ άτι του μες στων εχθρών τα πλήθια,
το πύρινο το βλέμμα του σκορπούσε την τρομάρα,
και το σπαθί του τη θανή. Στα χάλκινά του στήθια,
εξέσπασε η όργητα σε βροντερή κατάρα.
Εθόλωσαν τα μάτια του. Τ’ αγνό το μέτωπό του,
θαρρείς ο φωτοστέφανος της Δόξας τ’ αγκαλιάζει.
Κι έπεσε χάμου ο Τρανός! Θρηνήστε το χαμό του.
Μα, μη! Σε τέτοιο θάνατο ο θρήνος δεν ταιριάζει.
Κι έπεσε χάμου ο Τρανός! Κυλίστηκε στο χώμα,
ένας Τιτάν π’ ακόμα χτες εστόλιζ’ ένα θρόνο,
κι εσφάλισε – οϊμένανε! – για πάντ’ αυτό το στόμα,
που κάθε πίκρα ρούφαγε κι έχυν’ ελπίδες μόνο,
Μαρμαρωμένε Βασιλιά, πολύ δε θα προσμένεις.
Ένα πρωί απ’ τα νερά του Βόσπορου κει πέρα
θε να προβάλει λαμπερός, μιας Λευτεριάς χαμένης,
ο ασημένιος ήλιος. Ω, δοξασμένη μέρα!
Ο ΘΡΥΛΟΣ
Μέσα στους καπνούς της καταστροφής και τις λίμνες του αίματος που πότισαν τη γη της Πόλεως των πόλεων, ο χαμός του τελευταίου Αυτοκράτορα στάθηκε αφορμή για να γεννηθεί ένας θρύλος.
Σύμφωνα με αυτόν, τη στιγμή που οι εχθροί είχαν κυκλώσει τον Αυτοκράτορα και ήταν έτοιμοι να τον σκοτώσουν, ένας Άγγελος σταλμένος από τον ουρανό, τον μαρμάρωσε και τον πήρε μαζί του.
Τον έκρυψε λένε σε μια σπηλιά μέχρι να έρθει «το πλήρωμα του χρόνου». Τότε ο Άγγελος θα τον ξυπνήσει, και θα του δώσει το σπαθί του, για να απελευθερώσει την Πόλη.