ΓΙΏΡΓΟΣ ΣΕΦΈΡΗΣ, ΤΟ ΑΠΟΜΕΣΉΜΕΡΟ ΕΝΌΣ ΦΑΎΛΟΥ
*
ΤΟ ΑΠΟΜΕΣΗΜΕΡΟ ΕΝΟΣ ΦΑΥΛΟΥ
Τράβα ἀγωγιάτη, καρότσα τράβα,
τράβα νὰ φτάσουμε γοργὰ στὴν Κάβα!
Φύσα βαπόρι, βόα μηχανή,
νὰ ᾿ρθοῦμε πρῶτοι ἐμεῖς! – οἱ στερνοί.
Τὰ στερνοπαίδια καὶ τ᾿ ἀποσπόρια
καὶ τ᾿ ἀποβράσματα καὶ τ᾿ ἀποφόρια
μιᾶς μάχης ποὺ ἤτανε γι᾿ ἄλλα κορμιὰ
γιὰ μάτια ἀλλιώτικα κι ἄλλη καρδιά.
Πολιτικάντηδες, καραβανάδες,
ψιλικατζῆδες, κολλυβιστάδες,
μοῦργοι, μουνοῦχοι καὶ θηλυκά –
τράβα ἀγωγιάτη! βάρα ἁμαξά!
Φτωχὴ Πατρίδα, στὰ μάγουλά σου
μαχαίρια γράφουνε τὸ γολγοθά σου·
μάνα λιοντόκαρδη, μάνα ὀρφανή,
κοίτα ἂν ἀντέχεις τέτοια πομπή:
τὸ ματσαράγκα, τὸ φαταούλα
μὲ μπογαλάκια καὶ μὲ μπαοῦλα·
τὴ χύτρα ποὺ ἔβραζε κάθε βρωμιὰ
λὲς καὶ τὴν ἄδειασαν ὅλη μεμιὰ
σ᾿ αὐτοὺς ἀνάμεσα τοὺς ἤπιους λόφους
ὅπου μᾶς κλείσανε σὰν ὑποτρόφους
ἑνὸς ἀδιάντροπου φρενοβλαβῆ
ποὺ στὸ βραχνά του παραμιλεῖ.
Δὲς τὸ σελέμη, δὲς καὶ τὸ φάντη
πῶς θυμιατίζουνε τὸν ἱεροφάντη
ποὺ ρητορεύεται λειτουργικὰ
μπρὸς στὰ πιστά του μηρυκαστικά.
Μαυραγορίτες ἀπὸ τὰ Νάφια
τῆς προσφυγιᾶς μας ἄθλια σινάφια,
γύφτοι ξετσίπωτοι κι ἁρπαχτικοί,
λένε, πατρίδα, πὼς πᾶνε ἐκεῖ
στὰ χώματά σου τὰ λαβωμένα
γιατὶ μαράζωσαν, τάχα, στὰ ξένα
καὶ δὲν μποροῦνε χωρὶς ἐσέ –
οἱ φαῦλοι: τρέχουνε γιὰ τὸ λουφέ.