Ἐκ γε­νε­τῆς ἀ­νά­πη­ρος

Βα­σί­λης Γερ­γα­τσού­λης

Ἐκ γε­νε­τῆς ἀ­νά­πη­ρος

ΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΠΡΙΝ γεν­νη­θῶ, ἔ­νι­ω­σα ἔν­το­να ἕ­να κα­κὸ προ­αί­σθη­μα, πὼς ἡ ζω­ὴ τῆς μη­τέ­ρας μου βρι­σκό­ταν σὲ κίν­δυ­νο.

       Ξε­χνών­τας πὼς ἤ­μουν ἀ­γέν­νη­τος, ἔ­τρε­ξα. Τὴ βρῆ­κα στὸν κῆ­πο μας νὰ σκα­λί­ζει τὶς τρι­αν­τα­φυλ­λι­ές της. Πί­σω ἀ­πὸ ἕ­να δέν­τρο κρυ­βό­ταν ὁ δο­λο­φό­νος της. Κρα­τοῦ­σε σφι­χτὰ ἕ­να τσε­κού­ρι.

       Μή! φώ­να­ξα.

       Κα­νέ­νας δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ ἀ­κού­σει τὴ φω­νὴ ἑ­νὸς ἀ­γέν­νη­του.

       Ὁ δο­λο­φό­νος κα­τέ­βα­σε τὸ τσε­κού­ρι. Ἐ­γὼ ἔ­σπρω­ξα δυ­να­τὰ τὴ μη­τέ­ρα μου. Τὸ τσε­κού­ρι χτύ­πη­σε ἐ­μέ­να. Μοῦ ἔ­κο­ψε σύρ­ρι­ζα τὸ δα­χτυ­λά­κι τοῦ ἀ­ρι­στε­ροῦ χε­ριοῦ. Οὔρ­λια­ζα, ἐ­νῶ τὸ αἷ­μα τι­να­ζό­ταν ψη­λά.

       Ὁ δο­λο­φό­νος ἔ­φυ­γε τρέ­χον­τας. Τό­τε ὁ παπ­πούς μου βγῆ­κε ἀ­πὸ τὸ σπί­τι. Εἶ­δε τὴν κό­ρη του πε­σμέ­νη στὸ χορ­τά­ρι, αἵ­μα­τα παν­τοῦ, καὶ πί­στε­ψε πὼς ἐ­κεί­νη αἱ­μορ­ρα­γοῦ­σε. Κά­λε­σε τὸ ἀ­σθε­νο­φό­ρο. Στὸ νο­σο­κο­μεῖ­ο δὲν τῆς βρῆ­καν κα­μιὰ πλη­γή.

       Δέ­κα χρό­νια με­τὰ γεν­νή­θη­κα ἐ­γώ, μὲ ἐν­νιὰ δά­χτυ­λα στὰ χέ­ρια. Μοῦ ἔ­λει­πε τὸ δα­χτυ­λά­κι τοῦ ἀ­ρι­στε­ροῦ χε­ριοῦ.

ΠΗΓΉ: Ἐ­ΣΎ, Ἀ­ΓΌ­ΡΙ ΜΟΥ, ΔῈ ΘᾺ ΜΆ­ΘΕΙΣ ΠΟ­ΤῈ ΝᾺ ΓΡΆ­ΦΕΙΣ… Ὄ­ΜΟΡ­ΦΕΣ ΠΕ­ΡΙ­ΛΉ­ΨΕΙΣ. 77 ΜΙ­ΚΡΟ­ΔΙ­Η­ΓΉ­ΜΑ­ΤΑ (FLASH FICTION), ἘΚ­ΔΌ­ΣΕΙΣ Ἀ­ΡΟ­ΘΥ­ΜΊ­Α, ΔΕ­ΚΈΜ­ΒΡΙΟΣ 2019.

ΒΑ­ΣΊ­ΛΗΣ ΓΕΡ­ΓΑ­ΤΣΟΎ­ΛΗΣ. ΔΆΣΚΑΛΟΣ, ΦΙΛΌΛΟΓΟΣ ΚΑῚ ΔΙΔΆΚΤΟΡΑΣ ΛΑΟΓΡΑΦΊ-ΑΣ ­ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΊΟΥ ἈΘΗΝΩ͂

Πηγή: neoplanodion.gr