ΙΩΆΝΝΑ ΤΣΙΒΆΚΟΥ, ΠΕΡΊΠΛΟΥΣ ΣΤΙΣ ΑΚΤΈΣ ΤΟΥ ΝΟΉΜΑΤΟΣ (ΠΡΟΔΗΜΟΣΊΕΥΣΗ)
Το παρακάτω κείμενο αποτελεί προδημοσίευση από το υπό εκτύπωση βιβλίο της Ιωάννας Τσιβάκου Περίπλους στις Ακτές του Νοήματος (Εκδόσεις Ι. Σιδέρης). Η συγγραφέας θεωρεί πως η θεωρητική σκέψη από την αυγή των Νέων Χρόνων κι ύστερα, έως σήμερα, εποχή της ψηφιακής τεχνολογικής έκρηξης, είναι συνυπεύθυνη με τις αντικειμενικές συνθήκες του καπιταλισμού για την έκπτωση του κοινωνικού νοήματος από ενεργειακή δύναμη έμπλεη αξιακού περιεχομένου σε μέσον προωθητικό της λειτουργικότητας των κοινωνικών φαινομένων. Προς απόδειξη αυτού, στο πρώτο μέρος της συγγραφής παρακολουθεί την πορεία του νοήματος προς τη λειτουργοποίησή του, όπως αυτή αποτυπώνεται σε μεγάλα έργα της κοινωνικής οντολογίας. Στο δεύτερο μέρος εντρυφά σε θέματα της τεχνολογίας πληροφοριών και στην εμπέδωση πλέον ενός λειτουργικού νοήματος και, κατ’ επέκταση, ενός λειτουργικού πολιτισμού. Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί περιληπτικό σκιαγράφημα του πρώτου μέρους.
~.~
Με τη θεωρία των κοινωνικών δικτύων έφθασε σχεδόν στο τέλος του ο περίπλους μας στις ακτές του νοήματος μέχρι τα τέλη του 20ού αιώνα, με σκαρί παλιό μεν, αγέραστο δε, καλαφατισμένο με την οπτική της κοινωνικής οντολογίας και με πηδάλιο που τραβά συνεχώς προς τον ορίζοντα μιας σκέψης και δράσης ελκυόμενες από το ιδεώδες της λειτουργίας. Επιχειρήσαμε να δείξουμε την ευθύνη της θεωρητικής σκέψης για τη λειτουργοποίηση του νοήματος μέχρι σχεδόν τα τέλη του 20ού αιώνα, χωρίς βεβαίως να εισέλθουμε στην επίδραση των κοινωνικών συνθηκών για τη στροφή της σκέψης από τη μεταφυσική προς την κοινωνική οντολογία και, προφανώς, στα αίτια που έστρεψαν τη θεωρία από την ανίχνευση της ουσίας και της υπόστασης των όντων, στη διερεύνηση των κοινωνικών οντοτήτων και στο νόημα που τις συγκρότησε.
Στη σύντομη αναδρομή μας, αφού αφήσαμε πίσω μας μεταφυσικές αντιλήψεις, προσεγγίσαμε θεωρίες που επεξεργάστηκαν στο πλαίσιο ενός διαδικαστικού ολισμού τις κοινωνικές σχέσεις και το νόημα.
Διαπιστώσαμε, πως σε κάθε προσπάθεια της κοινωνικής οντολογίας να εντοπίσει το στοιχειακό δεδομένο της κοινωνίας, σε κάθε θεωρητική πραγμάτευση των κοινωνικών οντοτήτων, προκειμένου να αναδειχθεί είτε το βασικό συστατικό τους είτε ο κυρίαρχος ρόλος τους στη σύσταση της κοινωνικής πραγματικότητας, στο βάθος ήταν το είδος του νοήματος ─ως περιεχομένου και μορφής─ που επιστράτευε ο θεωρητικός για να ερμηνεύσει τη διαμόρφωση και εξέλιξη του κοινωνικο-ιστορικού. Γύρω από τον άξονα του νοήματος περιεστράφη σε κάθε ιστορική περίοδο η κοινωνική ζωή. Κάθε της έκφανση, κάθε φάση του πολιτισμού μας, αξιοποιεί το νόημα για να δώσει μορφή και περιεχόμενο στα πράγματα που όχι μόνο μας περιβάλλουν, αλλά ορίζουν τον χώρο και τον χρόνο εντός του οποίου εμείς οι ίδιοι συγκροτούμαστε ως ανθρώπινα υποκείμενα και ως κοινωνία.
Το ενδιαφέρον της πραγματείας για το νόημα, όπως δηλώθηκε ήδη από την αρχή, εντοπίστηκε στην εξελικτική του πορεία: πώς από νόημα προτρεπτικό για μια ζωή άξια να τη βιώνει η ανθρώπινη ύπαρξη, άρα από νόημα ηθικό/αξιακό, όπως το συνέλαβε και το επεξεργάστηκε η μεταφυσική σκέψη, μετατράπηκε σε νόημα λειτουργικό, υποκινητικό της επίτευξης αντικειμένων χρήσης, ικανών να προσφέρουν χαρά αλλά και να αιχμαλωτίζουν τη ζωή στη δική τους ουσία, ήτοι, στη δική τους χρηστικότητα.
Αρχίζοντας με τον Σπινόζα, είδαμε πώς η δυτική σκέψη προχώρησε στην εποχή της εγκοσμιότητας και της εξατομίκευσης. Ο σπινοζικός άνθρωπος προβάλλει ως άτομο, παρότι εξακολουθεί να μην θεωρείται αυτόνομη ύπαρξη παρά θεϊκό δημιούργημα, προικισμένο με τις θείες ιδιότητες της σκέψης αλλά και της έκτασης (ήτοι του σώματος). Ο Θεός από υπερβατική ιδέα γίνεται φύση, εγκόσμια δύναμη, ικανή να πλημμυρίζει με το φως της τα ανθρώπινα όντα. Μπορεί οι σχέσεις ανάμεσα στα ανθρώπινα όντα να είναι αλληλεπιδράσεις ανάμεσα σε σώματα και ιδέες, οι οποίες αποτελούν αντανάκλαση της θείας φύσεως, όμως συχνά οδηγούνται σε αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις∙ κι αυτό, διότι, ενώ το ανθρώπινο πνεύμα ─και συνεπώς το νόημα που το διακατέχει─, μέσω της θεϊκής καταγωγής του, ωθεί τον άνθρωπο στην ενατένιση του αγαθού, το σώμα τον ωθεί προς μια ζωική παρόρμηση για τη διατήρηση της βιολογικής του συνθήκης. Μέσα από τη διαπάλη νου – σώματος, διαμορφώνεται το ανθρώπινο νόημα, ένα μίγμα θεϊκού πνεύματος και ανθρώπινης όρεξης, διαποτισμένου ωστόσο από λειτουργικούς σκοπούς.
Λίγα χρόνια αργότερα, με τον φιλελευθερισμό και ιδίως με την ωφελιμιστική εκδοχή του, η λειτουργικότητα εισάγεται στο νόημα ως ιδιότητά του, γεγονός που επιτρέπει στην κοινωνία να υιοθετήσει έναν λειτουργικό τρόπο του σκέπτεσθαι για να λύνει τα προβλήματά της. Στο πνεύμα αυτό, η σχέση μετατρέπεται σε απλή, γενικευμένης μορφής σύμβαση, ή σε απλή ηθική υποχρέωση να μην πράττεις εναντίον του άλλου ό,τι δεν θέλεις να σου πράττουν. Οι δικαιικοί κανόνες του ενοχικού και του εμπράγματου δικαίου ρυθμίζουν στο εξής τις συναλλαγές, ενώ το συμβόλαιο ανάγεται σε κύρια θέσμιση για τη ρύθμιση των κοινωνικών σχέσεων. Το κοινωνικό κεφάλαιο της εμπιστοσύνης, ρυθμιστικό των προνεωτερικών κοινωνιών, δεν εξαφανίζεται, όμως μειώνεται η σημασία του, αφού από στοιχείο των κοινωνικών σχέσεων μετατρέπεται σε απλό μέσον για την αξιοπιστία των εμπορικών συμφωνιών. Εμπράγματες σχέσεις, όπως ο μισθός και το απρόσωπο της γραφειοκρατίας, αργά αλλά σταθερά, εξαφανίζουν και τα τελευταία ίχνη της οικονομίας του δώρου, τα οποία, έστω και περιορισμένα, υπέφωσκαν στις οικονομικές, προσωπικές συναλλαγές. Το ιδεώδες της ωφέλειας διαποτίζει το δίκαιο και κυριαρχεί στις κοινωνικές σχέσεις. Καθώς όμως οι σχέσεις δεν εσωκλείουν στοιχεία που να τους προσδίδουν καθολικότητα, ούτε οι κρατικοί θεσμοί είναι σε θέση να τις ελέγξουν, η ωφέλεια τις επιμερίζει σε ατομικά νοήματα, περιορισμένου χρονικά βεληνεκούς. Εξ αιτίας αυτού, συντελείται έτι περαιτέρω η έκπτωση των κοινωνικών σχέσεων και η μετατροπή τους σε σχέσεις ιδιωτικές και συμφεροντολογικές.
Με τον θάνατο του Καντ τελείωσε η πίστη στην ανθρώπινη γνώση, μιας και είχαν ήδη επισημανθεί τα όριά της να εισδύει στην απόλυτη πραγματικότητα. Το κίνημα του γερμανικού ιδεαλισμού φθάνει στο αποκορύφωμά του με τον Χέγκελ, ο οποίος επιχειρεί να επαναφέρει την πνευματικοποίηση του ανθρώπου και προφανώς του νοήματος, μέσα από την εμφάνιση στη σκηνή της ιστορίας μιας υπερβατικής οντότητας -─του Πνεύματος─ το οποίο όμως δεν έχει θεϊκή προέλευση, καθόσον ταυτίζεται με την ιστορικά αναπαραγόμενη και αναδιαμορφωνόμενη συλλογική συνείδηση της ανθρωπότητας.
Ο Χέγκελ επαναφέρει την έννοια του Λόγου ─ή της Ιδέας─ από τον οποίο εκπορεύεται το παγκόσμιο Πνεύμα, όπως από τον Θεό το Άγιο Πνεύμα. Το Είναι αποκαθίσταται, όχι όμως ως κάτι ασάλευτο, παρά ως γενέθλια αρχή ενός ιστορικού γίγνεσθαι υλοποιούμενου κατά την πορεία του Πνεύματος. Όμως, τώρα, δεν πρόκειται για κάτι εξωκόσμιο, υπερανθρώπινο, παρά για την ίδια την πανανθρώπινη νόηση, η οποία, ως ενεργό συλλογικό υποκείμενο, παράγει καθολικό νόημα, ικανό να υπερβαίνει τις αντιφάσεις των ιστορικών, κοινωνικών νοημάτων, αυτοπροωθούμενο δυναμικά και απελευθερωτικά προς μια νέα, δυναμική αντίληψη του γίγνεσθαι.
Ο 19ος αιώνας δεν σημαδεύτηκε μόνο από τα διανοητικά κινήματα του φιλελευθερισμού και του ιδεαλισμού. Η βιομηχανική παραγωγή εδραιωνόταν όλο και ταχύτερα μαζί με την εκμηχάνιση της παραγωγής, τη συγκέντρωση του πλούτου στα χέρια των κατόχων του κεφαλαίου, και την εξάπλωση της μισθωτής εργασίας σε όλο και ευρύτερα πληθυσμιακά στρώματα, καταδικάζοντάς τα σε φτώχεια και εξαθλίωση. Η αντίσταση στον καπιταλισμό αλλά και σε φιλοσοφικές θεωρήσεις οι οποίες, όχι μόνο δεν υπέθαλπαν την ανατροπή του, αλλά εμμέσως στήριζαν το εθνικό κράτος που του στεκόταν αρωγός, ήταν αναμενόμενο να οδηγήσει σε επαναστατικά κινήματα, έστω περιορισμένου βεληνεκούς, αλλά και σε μιαν κριτική θεωρία, προκειμένου να αποκαλυφθούν οι τρόποι λειτουργίας του βιομηχανισμού, όπως και να τρωθεί η παντοδυναμία του. Ο Μαρξ ανέλαβε ο καθήκον να συγκροτήσει μια τέτοια θεωρία.
Σε αντίθεση με τον Χέγκελ, ο οποίος θέτει την ανθρώπινη νόηση πριν από τη συγκρότηση του κοινωνικού, ο Μαρξ θέτει την κοινωνία πριν από τη διαμόρφωση της ανθρώπινης συνείδησης, οπότε τοποθετεί εξ αρχής τον άνθρωπο στο πλαίσιο των κοινωνικών σχέσεων ─και των αντίστοιχων κοινωνικών τάξεων─ των διαμορφωμένων κατά τη διαδικασία της εργασίας. Η θέση του ανθρώπου στις σχέσεις παραγωγής και δη στους μηχανισμούς εξουσίας που αυτές οι σχέσεις εγκαθιδρύουν, είναι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του κάθε κοινωνικού καθεστώτος, ενώ, ταυτόχρονα, οι κοινωνικές σχέσεις είναι το πλαίσιο διαμόρφωσης της ανθρώπινης υποκειμενικότητας.
Η εργασία αντικατέστησε για τον Μαρξ την έννοια του χεγκελιανού πνεύματος, εξελισσόμενη επίσης ανοδικά. Έφθασε στο σημείο να εκληφθεί ως διαχρονική οντολογική δύναμη για την απελευθέρωση του ανθρώπου από τις φυσικές ανάγκες, αλλά, ταυτόχρονα, και υποταγής του στη δική της λειτουργικότητα. Καίτοι διαδικασία στην οποία έχει ενσωματωθεί το νόημα, προσλαμβάνει εντός του εκάστοτε κοινωνικο-ιστορικού διαφορετική νοηματική μορφή και περιεχόμενο, ανασυντάσσοντας τις σχέσεις ανάμεσα σε παραγωγικές δυνάμεις και δρώντα υποκείμενα, ενώ, την ίδια στιγμή, ανασυντάσσεται από αυτές.
Ο Μαρξ αντιλήφθηκε πως οι δυνάμεις παραγωγής δεν είναι απλώς τεχνολογικό μέσον, παρά κάτοχοι μιας ειδικής ορθολογικότητας με τις δικές τους απαιτήσεις και επιρροές επί της ανθρώπινης συνείδησης. Παρ’ όλα αυτά, ενώ μίλησε για την τεχνολογική εξέλιξη, δεν διέκρινε πως η λειτουργική φύση της εργασίας θα οδηγήσει μοιραία στη επικράτηση του νοήματος που φέρουν τα τεχνήματα. Μια εξέλιξη που τελικά θα υπέτασσε ακόμη και το νόημα της πράξης, της εμπνευσμένης από απελευθερωτικά ιδεώδη, στις λειτουργικές απαιτήσεις της κάθε εμπορευματικής παραγωγής.
Από τον Μαρξ κι έπειτα, κοινωνική οντολογία και κοινωνιολογία εστιάζουν στην περιγραφή των κοινωνικών φαινομένων και όχι στο δέον γενέσθαι για τη βελτίωσή τους. Όσες φορές το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στη βελτίωση των κοινωνικών συνθηκών, γίνεται πάντα με όρους λειτουργικούς, όρους δηλαδή που εξασφαλίζουν την εύρυθμη ή αποδοτικότερη λειτουργία του κοινωνικού συστήματος και της ευτυχίας των μελών του εντός των δεδομένων τεχνικο-οικονομικών δυνατοτήτων.
Από τους κλασικούς της κοινωνιολογίας, η πραγματεία επέλεξε να ασχοληθεί με τον Βέμπερ και τον Ζίμμελ. Ο μεν πρώτος, καίτοι ενδιαφέρθηκε για το υποκειμενικό νόημα, το συνέδεσε με το συλλογικό, όπως αυτό εκφράζεται στην κουλτούρα κάθε ιστορικής κοινωνίας. Εφοδιασμένος με μια μεθοδολογία αξιολογικής κατά το δυνατόν ουδετερότητας, προχωρεί στη διερεύνηση κατά την εποχή της εκβιομηχάνισης των δομών της γραφειοκρατίας ─ως ισχύοντος τύπου κουλτούρας─ και της ορθολογικότητας, ήτοι του νοήματος που τη διέπει, αποκαλύπτοντας όχι μόνο τις επιδράσεις των γραφειοκρατικών θεσμών επί των ατομικών συμπεριφορών, αλλά και τον τύπο του νέου ανθρώπου του σφυρηλατημένου από αυτούς.
Ο Ζίμμελ, συμφωνεί μεν με τον Βέμπερ πως ο άνθρωπος είναι ο δημιουργός των κοινωνικών οντοτήτων, ωστόσο, εντρυφώντας στο συμβολικό και στις γλωσσικές και αισθητικές μορφές που το νόημα λαμβάνει, οδηγήθηκε στη διερεύνηση των βαθύτερων ψυχικών αναγκών τις οποίες το συμβολικό έρχεται να ικανοποιήσει. Μέσα από τις σχέσεις αλληλόδρασης και τις επαναλαμβανόμενες εμπειρίες, αναδεικνύονται οι εκάστοτε κοινωνικές μορφές, συμπλέουσες με την ισχύουσα κουλτούρα ή και διαμορφωτικές της τελευταίας. Η διαφορά του με τον Βέμπερ είναι πως ανάγει την αρχή της κάθε μορφής, και συνεπώς του φερομένου από αυτές νοήματος, στις σχέσεις αλληλόδρασης, κυρίως στο περιεχόμενο των επαναλαμβανομένων λόγων των ανταλλασσομένων στο πλαίσιό τους∙ ενώ ο Βέμπερ, παρότι αναλύοντας τη γραφειοκρατική ορθολογικότητα αναφέρεται αναλυτικά στη λειτουργία των θεσμών, δεν εισέρχεται στις πηγές γενέσεως του νοήματος, αρκούμενος στη διαπίστωση της σύζευξης του υποκειμενικού νοήματος, του υφασμένου στις οργανωμένες κοινωνικές σχέσεις, με το ιστορικά διαμορφωμένο αντικειμενικό νόημα της κουλτούρας μιας κοινωνίας.
Προχωρώντας η πραγματεία στα πεδία της κοινωνικής οντολογίας του 20ού αιώνα, επιλέγει να σχολιάσει κάποιους στοχαστές ή κάποιες σχολές σκέψης, οι οποίες εντρύφησαν στις κοινωνικές σχέσεις και στο νόημα, με σκοπό να δείξει την πορεία της κοινωνικο-φιλοσοφικής διαδικαστικής-σχεσιακής οντολογίας προς τη λειτουργοποίηση του νοήματος. Συγκεκριμένα, σχολιάζει τις θεωρητικές τοποθετήσεις του Καστοριάδη, διότι επιχειρούν να συνδυάσουν τον λειτουργισμό της πράξης και των θεσμών με πορίσματα της ψυχανάλυσης∙ επίσης, ορισμένες θεωρίες που πραγματεύθηκαν το ζεύγος δομή – δρασιακότητα, στην προσπάθειά τους να συσχετίσουν ή να ζευγαρώσουν κοινωνικά μεγέθη συγκροτητικά των κοινωνικών οντοτήτων, όπως του κριτικού ρεαλισμού του Μπάσκαρ, τις κοινωνικές πρακτικές του Μπουρντιέ αλλά και τις έλλογες ή ρητορικές πρακτικές του Φουκώ.
Η κοινωνία προβάλλει στον Καστοριάδη κατά τις διαδικασίες της θέσμισης του λέγειν και του τεύχειν, πράγμα που αποδεικνύει πως η ίδια η θέσμιση προϋποθέτει για τη διεκπεραίωση των λειτουργιών της ένα νόημα λειτουργικού τύπου, εμφορούμενο από την συνολιστική/ταυτιστική λογική. Ωστόσο, καθώς το εν λόγω νόημα είναι θεμελιωμένο πάνω σε σύνολο κοινωνικών φαντασιακών σημασιών, ικανό ν’ απαντά στα θεμελιώδη οντολογικά και ηθικά ερωτήματα του ανθρώπου, η λειτουργική διάσταση του νοήματος δεν μένει ορφανή, ώστε να γεμίζει τον ανθρώπινο ψυχισμό με λειτουργικότητα, αλλά, συνοδευμένη από το νόημα των φαντασιακών σημασιών, εμπλουτίζει τις ανθρώπινες εμπειρίες με τη διάσταση του ιερού και του συμβολικού, προσδίδοντας έτσι στην κοινωνία και στους θεσμούς της πνοή ζωοποιό για τη μακροζωία τους.
Με τον Μπουρντιέ και τη σχολή του κριτικού ρεαλισμού ─με επί κεφαλής τον Μπάσκαρ─ εισάγεται στην κοινωνιολογία η έννοια των πρακτικών. Αυτό δεν σημαίνει ότι παρακάμπτονται οι κοινωνικές σχέσεις, όμως απομακρύνονται από την βεμπεριανή τους σημασιοδότηση καθώς διαμορφώνονται και λειτουργούν στο πεδίο των κοινωνικών πρακτικών. Οι τελευταίες συνιστούν σύνολα δραστηριοτήτων, που έχουν εσωτερικεύσει έναν ιδιαίτερο, αποκλειστικό σκοπό. Ο σκοπός, δηλαδή, στις πρακτικές είναι εγγενής σε αυτές, και όχι δοτός όπως στην κοινωνική δράση.
Σύμπασα η προσπάθεια των θεωρητικών του κριτικού ρεαλισμού, παρά τις επί μέρους διαφορές τους, είναι να αναδειχθούν οι τρόποι δια των οποίων συνδέονται οι κοινωνικές δομές με την ανθρώπινη πρόθεση και ικανότητα για δράση. Οι διαμάχες τους αναφέρονται ως επί το πλείστον στο πώς κατασκευάζονται οι δομές, ποια είναι η λειτουργία τους, πώς συμβάλλουν στην ανθρώπινη υποκειμενικότητα, αλλά και τι επίδραση ασκούν επί της κοινωνικής σταθερότητας και αλλαγής. Μελετάται η σχέση των κοινωνικών δομών και του έγκλειστου σε αυτές νοήματος με τα ατομικά νοήματα των δρώντων∙ όλοι όμως οι θεωρητικοί ομονοούν πως το αναδυόμενο από αυτές τις διασταυρώσεις νόημα είναι αυτό που καθοδηγεί τις δραστηριότητες στα οργανωμένα πεδία δράσης των πρακτικών. Σ’ αυτές τις διασταυρώσεις, η ανθρώπινη δρασιακότητα απελευθερώνει το έγκλειστο στις δομές νόημα, οι δε δομές δύνανται να ελέγχουν και να επιδρούν επί των σκέψεων και των στάσεων των συμμετεχόντων στις πρακτικές. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η λειτουργικότητα του νοήματος θεμελιώνεται, καθώς το νόημα αντιμετωπίζεται ως μέσον προκειμένου να δημιουργούνται συζεύξεις δομών – δρασιακότητας, αλλά και τρόπων εισχωρήσεως του νοήματος στην ανθρώπινη συνείδηση, ωθώντας την σε αφομοίωση επιδιώξεων συχνά ξένων ως προς το δικό της ατομικό όφελος.
Ο Φουκώ θα διαφοροποιηθεί, μιλώντας για κοινωνικές έλλογες ή ρητές (discursive) πρακτικές, θέτοντας με σαφήνεια το ζήτημα της ιστορικής υποκειμενοποίησης της ανθρώπινης ύπαρξης μέσω του Λόγου και των αποφάνσεων αληθείας. Στα τελευταία του έργα, μιλά για το σύγχρονο, μοναχικό ανθρώπινο υποκείμενο, που στέργει εθελοντικά στα ιδεολογικά δεσμά, όσα ένας έμπλεος ωφελιμιστικού νοήματος επιχειρηματικός και επιστημονικός Λόγος αρθρώνει.
Από τα μέσα ήδη του εικοστού αιώνα, το κίνημα του λειτουργισμού, παρά τις διαφοροποιήσεις του, έχει κάνει αισθητή την παρουσία του. Στην πλειονότητά τους, οι θεωρίες του κοινωνικού λειτουργισμού υποστηρίζουν πως δεν είναι εφικτό εξωγενείς παράγοντες ν’ αλλάξουν τη λειτουργία ενός συστήματος χωρίς ν’ αλλάξουν την ταυτότητά του. Κι αυτό, διότι η κοινή, κλασική θέση του κοινωνικού, τουλάχιστον, λειτουργισμού είναι, πως κάθε σύστημα υπάρχει ως μέσον για έναν σκοπό∙ επίσης, πως οι δυσλειτουργίες του συστήματος τείνουν να εξαλειφθούν με την ίδια την τάση του συστήματος να ωθείται σε αποκατάσταση της ισορροπίας του.
Στο πλαίσιο του λειτουργισμού κινούνται και θεωρίες όπως του Σερλ, οι οποίες, αρχικά, εναντιώνονται στον λειτουργισμό, καθότι δεν πιστεύουν στην εγγενή κλίση των συστημικών κοινωνικών μεταβλητών προς τη λειτουργικότητα, αλλά, εν συνεχεία, τον ακολουθούν. Υποστηρίζοντας μιαν ιδιότυπη φαινομενολογική οπτική, ο Σερλ μιλά για την ανάδυση από το άθροισμα των ατομικών προθεσιακοτήτων μιας συλλογικής προθεσιακότητας, η οποία αρχικά στρέφεται προς την ετερότητα, ενώ, αργότερα, αποκτά συγκεκριμένο νοηματικό περιεχόμενο αποδίδοντας στα αντικείμενα την ιδιότητα της λειτουργίας. Εστιάζοντας κυρίως στα τεχνήματα και σε κοινωνικές οντότητες όπως οι ρόλοι, οι συμβάσεις και τα εργασιακά καθήκοντα, υποστηρίζει πως είναι η συλλογική προθεσιακότητα η οποία τα παρατηρεί και τα εκλαμβάνει ως λειτουργικά αντικείμενα ανάλογα με τους σκοπούς για τους οποίους τα προορίζει.
Παρ’ όλα αυτά, ο Σερλ εξηγεί πως η υποταγή του ανθρώπινου υποκειμένου στην κουλτούρα της χρηστικότητας δεν είναι μοιραία, παρά εξαρτάται από τις «δεοντικές» δυνάμεις μιας κοινωνίας∙ δηλαδή, από δυνάμεις εξουσίας, οι οποίες χρησιμοποιούν τους θεσμούς και άλλες κοινωνικές οντότητες προκειμένου να επιβάλουν στο κοινωνικό σώμα υποχρεώσεις και καθήκοντα προς εξυπηρέτηση ιδίων χρηστικών συμφερόντων.
Ο Λούμαν εντάσσεται μεν στο συστημικό ρεύμα, δεν νεύει όμως στον θετικισμό, παρά ασπάζεται την έννοια της φαινομενολογικής προθετικότητας, εισηγούμενος δι’ αυτού του τρόπου μια νέα θεώρηση του λειτουργισμού. Εισάγοντας την προθετικότητα σε συστημικό πλαίσιο αυτοαναφοράς, την ταυτίζει με την αρχική ώθηση του παρατηρητή να διακρίνει από το ασαφές και ρευστό του κόσμου, κάποια πράγματα, μέρη ή στοιχεία, τα οποία, στη συνέχεια, αφού τα αποσύρει από το αχανές σύμπαν, θα τα παρατηρήσει στοιχειοθετώντας μ’ αυτά τη διαφορά «σύστημα – περιβάλλον». Η εν λόγω διαφορά αποκτά ένα πρωταρχικό νόημα, το οποίο αντλεί ο παρατηρητής από έναν ορίζοντα νοήματος, ή, με άλλα λόγια, από έναν ορίζοντα δυνητικών παρατηρήσεων, προκειμένου να δίνει μορφή στις πραγματοποιούμενες κάθε στιγμή παρατηρήσεις.
Από τη στιγμή της γλωσσικής της επένδυσης, η παρατήρηση προσλαμβάνει τα χαρακτηριστικά της πληροφορίας, αποζητώντας την εκφορά της, ήτοι τη μετάδοση και κατανόησή της από έναν άλλον παρατηρητή. Το κύκλωμα «πληροφορίας, εκφοράς και κατανόησης» αποκαλείται από τον Λούμαν «επικοινωνία». Πρόκειται για διαδικασία που οδηγεί στον σχηματισμό των κοινωνικών συστημάτων, εξ ου και η επικοινωνία λογίζεται από τον Λούμαν ως το οντικό στοιχείο του κοινωνικού.
Ψυχικά και κοινωνικά συστήματα είναι για τον Λούμαν δομικά προκαθορισμένα, αυτοαναφορικά συστήματα με δική τους «οργάνωση», ζυμωμένα με νόημα, κι αυτή η κοινή τους ουσία ─το νόημα─ καθιστά εφικτή τη σύζευξή τους. Χωρίς επικοινωνία, άρα, χωρίς μιαν κοινωνική δομή (εν προκειμένω, η δομή δεν διακρίνεται από σταθερότητα παρά περιγράφει μια ρευστή διαδικασία) που θα το υποβαστάζει, δεν υπάρχει νόημα, αλλά και χωρίς την επικοινωνία το νόημα μένει ανενεργό. Από την άλλη μεριά, η προθετική συνείδηση δεν είναι σκέψη, για να προχωρήσει όμως σε σκέψη, χρειάζεται την εμβάπτισή της στο νόημα και την ενεργοποίηση του τελευταίου μέσω της επικοινωνίας. Με τον Λούμαν, το νόημα αποκτά αμιγώς λειτουργικό χαρακτήρα, όχι όμως φύσεως αξιακής ούτε χρηστικής, αλλά φύσεως οντολογικής, παρότι ο Λούμαν αρνείται οποιαδήποτε παραπομπή στην οντολογία.
Με τη θεωρία των κοινωνικών δικτύων, ο εκλειτουργισμός του νοήματος, που ακολουθήθηκε κατά τον 20όν αιώνα, ολοκληρώνεται. Η σκέψη αποφάσισε πως η κοινωνία δεν χρειάζεται θεωρίες παρά μεθόδους για την επίλυση των προβλημάτων της. Η επιστήμη της στατιστικής προχωρεί ακάθεκτη, καθώς οι ίδιες οι κοινωνικές σχέσεις δεν απαιτούν πλέον ανάλυση, μιας και δεν αποτελούν οντολογικά στοιχεία του κοινωνικού, παρά μορφές κοινωνικής δράσης, ικανές να συλληφθούν μέσω μεθοδολογιών έρευνας και ν’ απεικονιστούν μέσω παραστατικών διαγραμμάτων. Η πληροφορία και η επικοινωνία είναι οι διαδικασίες που μελετώνται, όχι φιλοσοφικώς ή κοινωνιολογικώς, αλλά ως γραμμές ενωτικές των κόμβων του δικτύου. Οι οντότητες, και μαζί με αυτές η οντολογία, έχουν πεθάνει. Οι μορφές που κυκλοφορούν είναι κατασκευάσματα από ομαδοποιήσεις ανθρώπων, θεσμών, γνώσης και συναισθημάτων, όλα υποκείμενα στο βλέμμα του παρατηρητή. Το ζήτημα είναι να ερευνηθεί και, εκ των υστέρων, να χειραγωγηθεί, το τι διακυβεύεται μέσα στο δίκτυο, ποιο νόημα το διακινεί, από πού αυτό αντλείται και πώς συνδιαμορφώνεται με τους σκοπούς του δικτύου.
Συνοψίζοντας, με το πέρας του 20ού αιώνα, αντικειμενικό και υποκειμενικό νόημα, τεθέντα ήδη στην υπηρεσία της λειτουργικότητας, συνυπηρετούν, ως πιστοί ακόλουθοι και εκτελεστές, τις κοινωνικές λειτουργικές επιταγές. Συνδρομητής και συμπαραστάτης του λειτουργικού νοήματος είναι η τεχνολογία πληροφοριών, η θεμελιωμένη στις λειτουργικές τάξεις των κοινωνικών συστημάτων δράσης ─πρακτικών, δικτύων και παντός είδους οργανώσεων (θέμα ερευνώμενο στο δεύτερο μέρος του βιβλίου).