[Σ ε ῖ ς ἀπὸ τὴ μιὰ μεριά, ὅλοι –μὲ τοὺς πολέμους σας, τοὺς «ἱερούς» ἀγῶνες σας, τὶς «ἱερές» σας καὶ μεγάλες «σκοπιμότητες» (καὶ μὲ τὰ ψεύδη σας, τά «ἱστορημένα» καί «διαπιστωμένα» σας, τὰ ὅποια «ἐκτὸς πάσης ἀμφισβητήσεώς» σας)– κ’ ἐ γ ώ ἀπ’ τὴν ἄλλη, μ ό ν ο ς, ἢ μὲ τοὺς χιλιάδες τοὺς νεκρούς, τοὺς βουβὰ μαρτυρήσαντες, μὲ τὰ ἴδια τὰ πράγματα, ποὺ παρὰ τὶς ὅποιες προπαγάνδες κι ἀντιπροπαγάνδες σας ὅ μ ο ι α βοοῦν ἀκόμα – μ ό ν ο ς, μὲ τὰ προσωπικά μου βιώματα, ποὺ δὲν μποροῦν νὰ μὲ γελάσουν (ἤ, κι ἂν μὲ γελοῦν πιὰ κι αὐτά, χαλάλι μου τὸ γέλασμα κ’ ἡ ἀπὸ παραίσθησή μου προσωπική μου ἀπώλεια μὲς στὴν πλάνη), μ ό ν ο ς _ τ ε λ ε ί ω ς, μὲ ὅσα εἶδα ἐγώ, ὅσα ἄγγιξα ἐγώ, ὅσα βεβαιώθηκα ἐγὼ πὼς στέκαν τ έ τ ο ι α, κι ὄχι ἄλλα, μπροστά μου…
// «Κατηγορῶ», σ. 69.]