Ἐ­πι­στρο­φὴ-κα­λο­καί­ρι(διήγημα)

Πηγή:neoplanodion.gr

Ο ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ, ἕ­να ἀ­μεί­λι­κτο παι­δὶ ποὺ σὲ με­τρᾶ μὲ τὸν δι­κό του χρό­νο. Ἔρ­χε­ται κά­πο­τε και­ρὸς ποὺ βι­ω­μέ­νο πα­ρελ­θὸν σοῦ ἐ­πι­βάλ­λε­ται. Δι­εκ­δι­κεῖ. Ὄ­χι ἀπ΄ τὶς ἀ­να­μνή­σεις μό­νο μὰ πά­νω ἀ­π’ ὅ­λα ἀ­π’ τὸ ἐ­νή­λι­κό σου σῶ­μα. Δυ­να­στεύ­ει. Μ’ ὀ­σμὲς-προσ­δο­κί­ες, γεύ­σεις-ἐλ­πί­δες, ἁ­φὲς-ἐ­ξε­ρευ­νή­σεις, δέν­τρα-βι­βλί­α, λέ­ξεις-πο­τά­μια. Τὸ κα­λο­καί­ρι ἐ­πα­νέρ­χε­ται. Μὲ γο­νεῖς ποὺ ἐ­νῶ ἔ­χουν πε­θά­νει και­ρό, ἀ­να­σταί­νον­ται. Γιὰ νὰ πα­ρα­θε­ρί­σου­νε μα­ζί σου. Νὰ σὲ ἀ­γα­πή­σουν πά­λι μ’ αὐ­τὴ τὴν ξέ­νη τους ἀ­γά­πη. Κι ἔ­πει­τα, στὸ τέ­λος του, νὰ ξα­να­πε­θά­νουν θυ­μί­ζον­τάς σου πὼς ὁ θά­να­τός τους πά­νω σου συμ­βαί­νει πάν­τα τώ­ρα. Τὸ κα­λο­καί­ρι ἐ­πα­νέρ­χε­ται, λευ­κὸς ἄ­νε­μος-πα­ρά­ξε­νος ἀ­ριθ­μός, στὸ μπαλ­κό­νι τοῦ τέ­ταρ­του ὀ­ρό­φου μιᾶς πο­λυ­κα­τοι­κί­ας, στὴν Ἀ­θή­να. Τὸ κα­λο­καί­ρι εἶ­ναι ὑ­περ­φυ­σι­κό. Γε­λι­έ­σαι ἂν πι­στέ­ψεις ὅ­τι μπο­ρεῖς νὰ τὸ ἐ­λέγ­ξεις. Τὸ πνεῦ­μα του ὅ,τι κι ἐ­ὰν κά­νεις θὰ σὲ κα­τα­λά­βει. Κι ἂν τυ­χὸν τοῦ ἀν­τι­στα­θεῖς θὰ ὑ­πο­φέ­ρεις πε­ρισ­σό­τε­ρο. Ἂν πά­λι τοῦ ἀ­φε­θεῖς ἐ­κεῖ­νο ἁ­πλό­χε­ρα θὰ σοῦ χα­ρί­σει τὴ σάρ­κι­νή του θά­λασ­σα. Κι ἂν δρα­πε­τεύ­σεις σὲ κά­ποι­α χώ­ρα τοῦ βορ­ρᾶ καὶ ἐ­κεῖ το κα­λο­καί­ρι θὰ πα­ρα­μο­νεύ­ει. Κι ἂν ἐ­πι­δεί­ξεις πει­θαρ­χεῖ­α ἀ­ξι­ο­θαύ­μα­στη κι ἂν τι­θα­σεύ­σεις ἔ­τσι ἀ­πό­λυ­τά το νοῦ σου, ἀρ­γὰ ἢ γρή­γο­ρα θὰ ξα­να­αι­σθαν­θεῖς τὴν πα­ρου­σί­α του. Νὰ σοῦ ἀ­να­κα­τεύ­ει μὲ λό­για ξε­χα­σμέ­να τὰ μαλ­λιά σου, νὰ σοῦ ψι­θυ­ρί­ζει μέ­σα ἀ­πὸ τὶς πυ­κνόρ­ρευ­στες λε­ω­φό­ρους ἐ­φη­βι­κοὺς δρό­μους. Μὰ πά­νω ἀ­π’ ὅ­λα νὰ σοῦ θυ­μί­ζει πά­νω στὸ σῶ­μα σου τὸ πρίν. Τὸ κα­λο­καί­ρι ἕ­να ἀ­μεί­λι­κτο παι­δί, καὶ σὲ με­τρᾶ μὲ τὸν δι­κό του χρό­νο.

Ἰ­Ω­ΆΝ­ΝΑ ΓΑ­ΛΑ­ΝΆ­ΚΗ. ΓΕΝ­ΝΉ­ΘΗ­ΚΕ ΚΑῚ ΜΕ­ΓΆ­ΛΩ­ΣΕ Σ’ Ἕ­ΝΑ ΜΙ­ΚΡῸ ΧΩ­ΡΙῸ ΚΟΝ­ΤᾺ ΣΤᾺ ΧΑ­ΝΙΆ. ΣΠΟΎ­ΔΑ­ΣΕ Ἱ­ΣΤΟ­ΡΊ­Α, ἈΡ­ΧΑΙ­Ο­ΛΟ­ΓΊ­Α ΚΑῚ Ἱ­ΣΤΟ­ΡΊ­Α ΤΗ͂Σ ΤΈ­ΧΝΗΣ ΣΤῸ ΠΑ­ΝΕ­ΠΙ­ΣΤΉ­ΜΙΟ Ἀ­ΘΗ­ΝΩ͂Ν. ἘΡ­ΓΆ­ΣΤΗ­ΚΕ ὩΣ ἈΡ­ΧΑΙ­Ο­ΛΌ­ΓΟ­Σ ΚΑῚ Ἐ­ΡΕΥ­ΝΉ­ΤΡΙΑ. ΣΥ­ΝΈ­ΧΙ­ΣΕ ΤῚΣ ΣΠΟΥ­ΔΈΣ ΤΗΣ ΜῈ Ὑ­ΠΟ­ΤΡΟ­ΦΊ­ΕΣ ΣΤῊΝ ἈΓ­ΓΛΊ­Α. Ἔ­ΧΕΙ ΔΗ­ΜΟ­ΣΙ­ΕΎ­ΣΕΙ ΜΙᾺ ΠΟΙ­Η­ΤΙ­ΚῊ ΣΥΛ­ΛΟ­ΓῊ Ἀ­ΡΑ­ΔΉΝ). ΠΟΙ­Ή­ΜΑ­ΤΆ ΤΗΣ Ἔ­ΧΟΥΝ Ἐ­ΠΊ­ΣΗΣ ΔΗ­ΜΟ­ΣΙ­ΕΥ­ΤΕΙ͂ ΣΤῸ ΠΕ­ΡΙ­Ο­ΔΙ­ΚΌΝΈΑ ΕΥ̓­ΘΎ­Ν. Ἔ­ΧΕΙ ΜΕ­ΤΑ­ΦΡΆ­ΣΕΙ ΚΑῚ ΔΗ­ΜΟ­ΣΙ­ΕΎ­ΣΕΙ ΣΤῸ ΠΕ­ΡΙ­Ο­ΔΙ­ΚΌ ΤῸ ΔΈΝ­ΤΡΟ ΠΟΊ­Η­ΣΗ ΤΗ͂Σ ΣΎΓ­ΧΡΟ­ΝΗΣ Ἀ­ΜΕ­ΡΙ­ΚΑ­ΝΊ­ΔΑΣ ΠΟΙ­Ή­ΤΡΙΑ­Σ JES­SI­CA GREEN­BA­UM. ΜΙ­ΚΡᾺ ΔΙ­Η­ΓΉ­ΜΑ­ΤΆ ΤΗΣ Ἔ­ΧΟΥΝ ΔΗ­ΜΟ­ΣΙ­ΕΥ­ΤΕΙ͂ ΣΤΠΛΑ­ΝΌ­ΔΙΟΝ-Ἱ­ΣΤΟ­ΡΊ­ΕΣ ΜΠΟΝ­ΖΆ­Ι ΚΑῚ ΜΕ­ΤΑ­ΦΡΑ­ΣΜΈ­ΝΑ ΣΤᾺ ἈΓ­ΓΛΙ­ΚᾺ ΣΤῸ ΠΕ­ΡΙ­Ο­ΔΙ­ΚΌ TWO WORDS FOR. ΚΕΊ­ΜΕ­ΝΆ ΤΗΣ Ἔ­ΧΟΥΝ ΔΗ­ΜΟ­ΣΙ­ΕΥ­ΤΕΙ͂ ΣΤᾺ ΠΕ­ΡΙ­Ο­ΔΙ­ΚΆLI­FOMO­NU­MEN­TA ΚΑῚ ΣΕ BLOGS. ΑΥ̓­ΤῊΝ ΤῊΝ ΠΕ­ΡΊ­Ο­ΔΟ ΖΕΙ͂ ΣΤῸ ΣΑ­ΟΥ­ΘΆΜ­ΠΤΟΝ ΤΗ͂Σ ἈΓ­ΓΛΊ­ΑΣ ΚΑῚ Ἑ­ΤΟΙ­ΜΆ­ΖΕΙ ΜΙᾺ ΜΙ­ΚΡῊ ΣΥΛ­ΛΟ­ΓῊ ΔΙ­Η­ΓΗ­ΜΆ­ΤΩΝ ΓΙᾺ ΔΗ­ΜΟ­ΣΊ­ΕΥ­

ΕἸΚΟΝΑ: ΝΙΚΌΛΑΟΣ ΛΎΤΡΑΣ (1883-1927), ΤῸ ΨΆΘΙΝΟ ΚΑΠΈΛΟ (ΛΆΔΙ ΣῈ ΜΟΥΣΑΜΆ, 1925).