Δη­μή­τρης Μι­χε­λου­δά­κης: Τὰ ἀ­πο­τύ­πω­μα­τα

Πηγή:planodion

Μαρ. 26

Δη­μή­τρης Μι­χε­λου­δά­κης

Τὰ ἀ­πο­τύ­πω­μα­τα

Ε ΛΕΝΕ… τέ­λος πάν­των, δὲν ἔ­χει ση­μα­σί­α πῶς μὲ λέ­νε, αὐ­τὸ συ­νέ­βη χθὲς τὸ βρά­δυ: Ὅ­ταν τε­λεί­ω­σα τὴ συγ­γρα­φὴ τοῦ βι­βλί­ου (πό­σους μῆ­νες μοῦ πῆ­ρε; μή­πως ἦ­ταν χρό­νια;.. δὲν θυ­μᾶ­μαι), ἔ­πλυ­να τὰ χέ­ρια μου, κλεί­δω­σα τὴν πόρ­τα τοῦ κει­με­νουρ­γεί­ου ἀ­πὸ μέ­σα κι ἀ­πο­κοι­μή­θη­κα στὸ γρα­φεῖ­ο κοι­τά­ζον­τας τὸν πί­να­κα τοῦ J. Pollock Ἡ λύ­και­ναποὺ εἶ­χα στὸν τοῖ­χο ἀν­τὶ πα­ρα­θύ­ρου. Εἶ­χαν πέ­σει κάμ­πο­σα φύλ­λα πά­νω στὸ φθι­νό­πω­ρο καί­τοι γυ­ά­λι­ζε ἀ­κό­μα ἀ­πὸ τὸ φεγ­γα­ρό­φω­το.

       Ὅ­σο κοι­μό­μουν ἡ φω­νὴ τῆς λύ­και­νας —ἀ­φοῦ κα­τέ­βη­κε ἀ­πὸ τὸν πί­να­κα, ἔ­βγα­λε τὴ στο­λή της καὶ μὲ σκέ­πα­σε μ’ αὐ­τὴ— πέ­ρα­σε κά­τω ἀ­πὸ τὴ χα­ρα­μά­δα τῆς πόρ­τας κι ἔ­φυ­γε. Τὸ πρω­ὶ ποὺ ξύ­πνη­σα ἔ­ψα­ξα παν­τοῦ… Που­θε­νὰ δὲ βρῆ­κα τ’ ὄ­νο­μά μου.

ΔΗ­ΜΉ­ΤΡΗΣ ΜΙ­ΧΕ­ΛΟΥ­ΔΆ­ΚΗΣ (Ἀ­ΘΉ­ΝΑ 1983) ΚΑ­ΤΆ­ΓΕ­ΤΑΙ Ἀ­ΠῸ ΤῊΝ ΛΕΥ­ΚΆ­ΔΑ. Ἔ­ΧΕΙ ΣΥ­ΝΕΡ­ΓΑ­ΣΤΕΙ͂ ΜῈ ΔΙ­Ά­ΦΟ­ΡΑ ἜΝ­ΤΥ­ΠΑ ΚΑῚ Ἠ­ΛΕ­ΚΤΡΟ­ΝΙ­ΚᾺ ΛΟ­ΓΟ­ΤΕ­ΧΝΙ­ΚᾺ ΠΕ­ΡΙ­Ο­ΔΙ­ΚΆ

Ἔ­ΧΕΙ ἘΚ­ΔΏ­ΣΕΙ ΤΡΕΙ͂Σ ΠΟΙ­Η­ΤΙ­ΚῈΣ ΣΥΛ­ΛΟ­ΓῈΣ (ΤῚΣ ΔΎ­Ο ΠΡΩ͂­ΤΕΣ ΜῈ ΤῸ ΨΕΥ­ΔΏ­ΝΥ­ΜΟ Ε. ΜΎ­ΡΩΝ)ΓΡΆΜ­ΜΑ ΣΤῊ ΜΗ­ΤΈ­ΡΑ, (ἘΚΔ. ἈΡ­ΜΊ­ΔΑ, 2019), Ὀ­ΡΙ­Ο­ΒΆ­ΤΗΣ, (ἘΚΔ. ἈΡ­ΜΊ­ΔΑ, 2021) ΚΑῚ ΣΥΝ­ΤΗ­ΡΗ­ΤῊΣ ΟΥ̓­ΡΆ­ΝΙ­ΩΝ ΤΌ­ΞΩ, (ἘΚΔ. ΣΤΊ­ΞΙΣ, 2022).

ΕΙΚΌΝΑ: «ΛΎΚΑΙΝΑ» ΤΟΥ ΤΖΆΚΣΟΝ ΠΌΛΟΚ, 1934.