Ο φίλος μας ο Μιχάλης Τζιώτης μού έστειλε ένα διήγημά του που κινείται στο κλίμα των ημερών, για ένα ταξίδι με τρένο, που μπορούμε να το δούμε και σαν διαφυγή. 

Πολλοί θα έχετε κάνει το ταξίδι με τον οδοντωτό. Κι εγώ το έχω κάνει, αλλά όχι τη σχετική πεζοπορία -ή τουλάχιστον όχι ακόμα. Ίσως κάποτε ν’ αξιωθώ.

Πηγή: sarantakos.Wordpress.com

Ο λόγος στον Μιχάλη:

ΤΟ ΦΑΡΑΓΓΙ ΤΟΥ ΒΟΥΡΑΪΚΟΥ

Ναι! Θα το έκανε κι αυτός το ταξίδι αυτό όταν θα μεγάλωνε, σίγουρα θα το έκανε! Όχι! Δεν ήταν στην Έκτη δημοτικού που είχαν διαβάσει στο σχολικό βιβλίο αυτό το κείμενο, στην Έκτη τούς είχαν στις πάνω αίθουσες, που ήταν ηλιόλουστες, θυμάται που έψαχνε τον ήλιο που διάβαζε στο κείμενο και η ματιά του σκόνταφτε όλο σε ντουβάρια. Ούτε στην Πρώτη και τη Δευτέρα τάξη μπορούσε να είναι, η γλώσσα του κειμένου ήταν υπερβολικά πλούσια για να είναι στα βιβλία των πρώτων τάξεων. Για τον ίδιο λόγο δε μπορούσε να είναι ούτε στο βιβλίο της Τρίτης. Ή στην Τετάρτη, ή στην Πέμπτη δημοτικού θα ήταν, δεν θυμόταν ακριβώς… Πάντως ήταν μετά που είχε διαβάσει στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων που κρέμονταν στην παράγκα-ψιλικατζίδικο του Μπαρμπα-Τζίμη την είδηση για την εκτέλεση του Μπελογιάννη. Ήταν χαμογελαστός ο εκτελεσμένος σε κάποια φωτογραφία στο περίπτερο, και ο νους του είχε απορήσει: Να τον σκοτώνουν κι αυτός να χαμογελάει!

Ούτε το όνομα του συγγραφέα θυμόταν. Ο δάσκαλος τούς είχε πει πως το κείμενο ήταν παλιό. Τότε που πήγαινε αυτός στο Δημοτικό, παλιό σήμαινε προπολεμικό. Ποιοι γράφανε τόσο ωραία κείμενα σε τόσο ωραία σπαρταριστή δημοτική στις αρχές του 20ου αιώνα; Τρέχα γύρευε! Το ενδιαφέρον του για το όνομα των συγγραφέων των κειμένων ξύπνησε αργότερα, πολύ αργότερα, τότε, με την έμφυτη κλίση του προς τη γλώσσα, ήταν τα ίδια τα κείμενα που τον συνέπαιρναν και τον ταξίδευαν. Όπως αυτό, που δεν μπορούσε να φύγει από τη μνήμη του ούτε πριν, που έτρεχε γι’ άλλα, ούτε τώρα, που πάσχιζε να το ξεχάσει γιατί η θύμησή του τον πονούσε.

Ένα κείμενο γεμάτο ομορφιά, ένα κείμενο-σταθμός για τη μύησή του στη γλώσσα των γλωσσών. Γεμάτο νέες εικόνες και νέες σεπτές λέξεις γι’ αυτόν, το παιδί της στερημένης προσφυγικής συνοικίας της Αθήνας. Ένα κείμενο σαν πλούσια στρωμένο πασχαλιάτικο τραπέζι! Δέντρα, ζώα, πουλιά, βράχια, γκρεμνοί, χωριουδάκια ταπεινά, όλα με τ’ όνομά τους, έδεναν αρμονικά με την τεχνολογική ορολογία του τρένου, άλλου ζώου αυτού, σιδερένιου, σαματατζίδικου, αλλά δαμασμένου, υπάκουου, εξυπηρετικού.

Τρελός χορός λέξεων, έτσι το είχε συγκρατήσει στη μνήμη του: Φαράγγι, χαράδρα, αγκομαχητό της μηχανής, στρίγκλισμα των φρένων, γκρεμός, άβυσσος, πρωινό πούσι, κροτάλισμα των βοηθητικών τροχών, κελαηδίσματα, πηγές, νάματα, βρύσες, νεροτριβές, νεροσυρμές, θάμα, πετρόχτιστα γιοφύρια, σήραγγες σκαμμένες με σφυροκάλεμο… και μετά ονόματα, κύρια ονόματα, Χελμός, Βούρα, Βουραϊκός, Ηρακλής, Τρικούπης, Ζαχλωρού, Νιάματα, Καλάβρυτα, Διακοφτό (Διακοφτό, όχι Διακοπτόν, να γελάνε απαξιωτικά ακόμα κι οι καθαρευουσιάνοι), Αστρίτης, Σαΐνι, Αητός, Κοτσύφια, Πλατάνια, Σφενδάμια, Οξιές, Πεύκα, Έλατα, Αφάνες, Μέλισσες, Μπούμπουρες, Καρδερίνες, Φλώροι, Αηδόνια, Παπαδίτσες, Καλογιάννοι, Κοκκινολαίμηδες… όλα μπλέκονταν, μαστορικά υφαίνονταν, λιθαράκι-λιθαράκι χτίζονταν για να φτιάξουν εκείνο το αριστουργηματικό κείμενο που ΕΠΡΕΠΕ να είναι τέτοιο, αλλιώς πώς να τολμήσει να αποπειραθεί να περιγράψει την ποίηση της Συνάντησης της Δημιουργίας του Θεού με την Δημιουργία του Ανθρώπου: Τον Οδοντωτό σιδηρόδρομο μέσα στη χαράδρα του Βουραϊκού.

Ήταν ο Χαρίλαος Τρικούπης που τον έφτιαξε, είπε ο δάσκαλος. Ο ίδιος νόμιζε πως ο Τρικούπης ήταν ο μηχανικός, ο δάσκαλος όμως τους εξήγησε πως ήταν ο πρωθυπουργός, ο ίδιος που είχε φτιάξει και τον Ηλεκτρικό (που έπαιρναν από την Ομόνοια με τον πατέρα όποτε έπρεπε να κατέβουν μαζί στον Πειραιά όπου ήταν η δουλειά του πατέρα). Είχε φτιάξει και άλλα τρένα, προς τη Θεσσαλονίκη και προς την Πελοπόννησο, μα και ένα σωρό άλλα έργα, αλλά ο λαός δεν τον είχε ξανακάνει πρωθυπουργό και κείνος έφυγε, εξορίστηκε (αυτοεξορίστηκε είχε πει ο δάσκαλος) και πέθανε μακριά από την πατρίδα λίγο πριν γίνουν τα εγκαίνια του Οδοντωτού. Πέθανε ή τον σκότωσαν όπως τον Μπελογιάννη; είχε ρωτήσει, αλλά ο δάσκαλος άλλαξε γρήγορα θέμα χωρίς να του απαντήσει, πράμα περίεργο για το δάσκαλό τους που τους εξηγούσε τα πάντα με τόσες λεπτομέρειες που, φορές, τον βαριόταν. Στο κείμενο υπήρχαν και ένα σωρό άλλες λεπτομέρειες: ότι στο τρένο υπήρχαν και τροχοί με δόντια, ατσάλινα δόντια, κάτω από τη μηχανή, και οδοντωτές ράγες στις γραμμές που πάνω τους «δάγκωναν» τα δόντια των τροχών και έτσι το τρενάκι μπορούσε να σκαρφαλώνει ανηφόρες και να κατεβαίνει κατηφόρες πολύ απότομες, χωρίς τα δόντια του θα ήταν αδύνατο να ταξιδέψει. Γι’ αυτό τον είχαν ονομάσει «Οδοντωτό». Αυτό το Ο μπροστά στο δόντι το είχε μάθει, με οδυνηρό τρόπο, νωρίτερα, όταν είχε πάει επίσκεψη στον οδοντίατρο και δεν χρειαζόταν παραπέρα διευκρινίσεις.

Και αγκομαχούσε το τρενάκι, και ξεφυσούσε τον καυτόν ατμό που το κινούσε, και σφύριζε για να ειδοποιήσει για τον ερχομό του ή για να φύγουν τα ζωάκια από τις γραμμές του, και φιδοσέρνονταν στις στροφές της διαδρομής του, και δρασκέλιζε τα πετρόχτιστα γιοφύρια του, και χωνόταν σαν αχνιστός τυφλοπόντικας στις σμιλεμένες στοές του και τις μικρές του σήραγγες (άλλο σήραγγα κι άλλο σύριγγα, τους είχε επισημάνει ο δάσκαλος, κι αυτός είχε απορήσει, είχε θαυμάσει, ένα γράμμα αλλάζεις και η σήραγγα γίνεται σύριγγα; ΔΥΟ γράμματα αλλάζεις, του παρατήρησε ο δάσκαλος, ή σκοπεύεις να μου γράφεις τη σήραγγα με ύψιλον; τον ρώτησε και το μάτι του ήταν γελαστό, οπότε γέλασε κι αυτός και αγάπησε το δάσκαλο ακόμα πιο πολύ!)

Αλλά, το κείμενο συνεχιζόταν. Ο συγγραφέας είχε παρασυρθεί σε απέραντο θαυμασμό για ό,τι είχε δει στο ταξίδι του με τον Οδοντωτό και είχε καταφέρει, γράφοντας γι’ αυτόν, να μεταφέρει όλη την τάξη στον παράδεισο. Μια οργιαστικά ανοιξιάτικη φύση να δέχεται μέσα της ένα δημιούργημα του ανθρώπου που την είχε σεβαστεί, δεν την είχε βιάσει για να κάνει το γούστο του, δεν είχε μπαζώσει ποταμάκια, δεν είχε ξεκοιλιάσει βουνά για να κόψει δρόμο, αλλά κοπιαστικά, σεβαστικά, προσκυνητικά, ΣΟΦΑ (αυτή τη λέξη την είχε τονίσει ο δάσκαλος) είχε χαράξει ένα δρομάκι τόσο δα στενό για το πιο στενό τρένο στην Ελλάδα, ίσως και την Ευρώπη, ώστε να μπορέσουν οι Καλαβρυτινοί ν’ ανεβοκατεβαίνουν, οι ίδιοι και τα προϊόντα τους, από το ορεινό χωριό τους στην παραλία της Πελοποννήσου, το Διακοφτό. Χρώματα, ήχοι, αρώματα, γεύσεις, αγγίγματα, χόρευαν πανάρχαιο χορό διονυσιακό, λουλούδια, έντομα, πουλιά, νερά, δέντρα, το παιγνίδισμα του ζωοδότη ήλιου ανάμεσα στις φυλλωσιές, η αγωνία του μηχανοδηγού μη και πάει κάτι στραβά και πάρει στο λαιμό του τόσες ψυχές γιατί, βαθιά μέσα του, από πάππου προς πάππου, γνώριζε πως εκεί που τελειώνει η Φύση αρχίζει η Ύβρις και πως η Νέμεση, μαζί με την Άτη, έχουν χίλιους δυο τρόπους να τιμωρήσουν, (μέχρι δωδεκάτης γενεάς, έτσι δεν λέγανε οι παλιοί;) τον Υβριστή Άνθρωπο.

Αυτή η βαθιά βιωμένη γνώση, πως ο μηχανικός (και αυτός που σχεδιάζει και αυτός που υλοποιεί αλλά και αυτός που λειτουργεί τις μηχανές) πάει κόντρα στη Φύση, πρέπει να ήταν που έκανε το συγγραφέα να δίνει τόσο μεγάλη σημασία στην αυθόρμητη κίνηση του μηχανοδηγού να κάνει το σταυρό του πριν ανέβει στη μηχανή του Οδοντωτού.

Αυτό, λοιπόν, το ταξίδι θα το έκανε όταν θα μεγάλωνε. Και δεν ήταν επιθυμία παιδιάστικη, όπως το που ήθελε να μεγαλώσει για να έχει λεφτά να αγοράσει όλες τις γκαζές – μπιρμπιλόνια που θα εύρισκε στο ψιλικατζίδικο του μπάρμπα-Τζίμη, ήταν επιθυμία ήδη αποφασισμένου ταξιδευτή της ζωής. Όχι, αυτός δε θα την πάταγε όπως ο κακόμοιρος ήρωας του Νίκου Δήμου, που είχε έτοιμο, απαστράπτον και καλοεφοδιασμένο, το αυτοκίνητο που θα τον πήγαινε στο ονειρεμένο ταξίδι που για δεκαετίες αναβαλλόταν μέχρι που και ο ίδιος, και το ίδιο το αυτοκίνητο, κατέληξαν ερείπια, θλιβερά απομεινάρια του νεανικού εαυτού τους. Αυτός θα δούλευε από δεκαπέντε χρονώ, θα έβγαζε δυο Πανεπιστήμια, θα μάθαινε τέσσερις ξένες γλώσσες τουλάχιστο, αυτός θα το έκανε το ταξίδι του! Αλλά, όταν μεγάλωσε, έπρεπε να υποταχτεί, μέρα τη μέρα, στις επιταγές του Επιούσιου. Σπουδές, έρωτες, τέσσερα παιδιά, αγώνας σωματικός, αγωνίες ψυχικές, ξενητεμός, επαναπατρισμός, ο εσμός των φρακοφόρων στο σβέρκο του, οι σαπιοκοιλιές (και σαπιομυαλά) ταγοί της πατρίδας, ο προκλητικός καλοζωισμός των κενών ζωής βρικολάκων του δημόσιου βίου, η συνεχής προσπάθεια να μείνει ηθικά όρθιος, αφού το κάθε γονάτισμα πιθανόν τελεσίδικο, τον κράτησαν, για καιρόν πολύ, μακριά απ’ το ταξίδι του παιδικού ονείρου. Τόσο μακριά, που με ανακούφιση επαναπαύθηκε στον Ποιητή που ανακήρυσσε το ίδιο το ταξίδι προς την Ιθάκη ως το σκοπό του ταξιδιού, μπερδεύοντας σοφά το μέσον με το σκοπό, ίσως για να αυτοπαρηγορηθεί ο ίδιος ο ποιητής, αφού ποτέ του δεν είχε κατακτήσει τα ινδάλματα της ηδονής του, καταβεβλημένος από «εκείνα τα όχι – τα σωστά-» που είχε πει, κόντρα στους πολλούς που είχαν εύκολα πει τα «ναι» τους και κατάφεραν να συλλέγουν, μια ζωή, ήχους κούφιους νομισμάτων και το ανάθεμα των επόμενων γενεών για την κατάντια της χρεοκοπίας της πατρίδας. 

Όταν κάποτε, την άνοιξη του 2004, συνειδητοποίησε πως κινδύνευε ν’ αφήσει το παιδικό όνειρο απραγματοποίητο, έσπευσε. Έπεισε όλη την οικογένεια και κίνησαν με το αυτοκίνητό τους ακολουθώντας τα χνάρια του παιδικού οδοιπορικού. Στο δρόμο μέχρι το Διακοφτό πρόλαβε να τους τα διηγηθεί όλα: Και για το ονειρεμένο κείμενο, και για το δάσκαλό του, και για την ιστορία του οδοντωτού, ιστορία πια καλοκατασταλαγμένη μέσα του με τόση σοφία ζωής αποκτημένη, και για τον τρόπο που χαράχτηκε η γραμμή και υλοποιήθηκε το σχέδιο σε μιαν Ελλάδα που δεν κόστιζε κάθε δημόσιο έργο εφτά φορές περισσότερο απ’ ό,τι θα κόστιζε σε όλη την υπόλοιπη Ευρώπη, και για το σταυρό που είχε κάνει ο μηχανοδηγός πριν ανέβει στη «μηχανή του διαβόλου». Τώρα, όμως, αμφέβαλλε τι ήταν μέσα στο αρχικό κείμενο και τι είχε προστεθεί σ’ αυτό από τον ίδιο, τόσο που δίσταζε να αναζητήσει το πρωτότυπο μην και αυτό του επιφύλασσε κάποιες πολύ οδυνηρές εκπλήξεις! 

Η πολύ οδυνηρή έκπληξη ήρθε, όντως, λίγο αργότερα: Όταν έφτασαν επιτέλους στο Διακοφτό, αντί για κάποιο υπάλληλο στο εκδοτήριο εισιτηρίων βρέθηκαν μπροστά σε μια πινακίδα που τους πληροφορούσε πως ο οδοντωτός ήταν εκτός λειτουργίας για λόγους συντήρησης και αναβάθμισης της γραμμής εν όψει των Ολυμπιακών Αγώνων! Η γραμμή θα δινόταν πάλι στην κυκλοφορία λίγο πριν την έναρξη της Ολυμπιάδας. Απογοητευμένοι μπήκαν πάλι στο αυτοκίνητο και ανέβηκαν στα Καλάβρυτα οδικά. Καλή η διαδρομή, αλλά σε σχέση με την διαδρομή του τρένου ήταν η μέρα με τη νύχτα. Έφτασαν στα Καλάβρυτα, που όταν στηνόταν η γραμμή του Οδοντωτού ήταν ανύποπτα για τον Αρμαγεδώνα που ετοίμαζε η Ιστορία σε βάρος τους με το ναζιστικό τέρας που θα γεννούσε. Πήγαν στο Μνημείο της Θυσίας. Γιατί το λέμε έτσι; Ποιας θυσίας; Προς τι οι «πολιτικά ορθοί» ευφημισμοί; Δεν ήταν ένα στυγερό έγκλημα; Μήπως οι Καλαβρυτινές γυναίκες με τα παιδιά τους «συνωθούνταν» στο σχολείο του χωριού όπου τις είχαν κλείσει οι Γερμανοί για να τις κάψουν; Ευτυχώς που υπήρξε ένα παλικάρι, ένας Αυστριακός στρατιώτης – μέλος της Βέρμαχτ που δεν άντεξε το κακό που θα γινόταν και άφησε ανοικτή την πίσω πόρτα του σχολείου απ’ όπου το έσκασαν αρκετές γυναίκες και σώθηκαν, αυτές και τα παιδιά τους. Εκτελέστηκε από τους Γερμανούς, αλλά έσωσε τη φήμη των Αυστριακών με τη θυσία του, των Αυστριακών που μπορεί να πολέμησαν μαζί με τη Βέρμαχτ αλλά δεν είχαν συμμετοχή σε τέτοια εγκλήματα κατά του πολιτισμού, κατά της ανθρωπότητας! Στον τόπο της δολοφονίας, πάντως, ακόμα μετράνε τους νεκρούς! Οι επίσημοι αριθμοί δίνουν από 700 μέχρι 1500 νεκρούς, όλοι οι άντρες του χωριού από 12 ετών και πάνω! Μόνο δεκατρία άτομα σώθηκαν, γιατί καθώς τα σώματά τους σκεπάστηκαν από τα πτώματα των συγχωριανών τους οι Γερμανοί τους θεώρησαν νεκρούς!

Μουδιασμένοι από τα αλλεπάλληλα σοκ κάθησαν κάπου να ξεκουραστούν… Μετά γύρισαν στην Αθήνα. Είχαν αποφασίσει να ξανακάνουν το ταξίδι αργότερα, όταν ο οδοντωτός θα λειτουργούσε, για να κάνουν οπωσδήποτε τη διαδρομή.

Αν κάτι δε γίνει τότε που το θέλεις, αν δε γίνει στην ώρα του, δύσκολα πραγματοποιείται. Να ξαναβρεθούμε, λες, και ξέρεις ενδόμυχα πως είναι η τελευταία φορά που βλέπεις τον άλλον, εκτός κι αν ανοίξουν οι ουρανοί για το αναπάντεχο. Θα ξαναπάμε, είπαν όλοι, αλλά αντί γι’ αυτούς πρόλαβε να πάει η φωτιά. Ύβρις κι αυτή, ή Θεία Δίκη για τη σαπίλα που αφήσαμε να κατατρώει το σώμα της πατρίδας τα τελευταία σαράντα (και βάλε) χρόνια; 

Τέτοιες φωτιές για να τις σβήσεις θέλεις οργάνωση, μέσα, νοιάξιμο, πρόβλεψη. Πού να περισσέψουν όλ’ αυτά με το παραλήρημα της αισχροκέρδειας να έχει πνίξει με τη μπόχα του τον τόπο; Τα τριάντα στα εκατό του προστατευόμενου κατά τα άλλα φαραγγιού έγιναν στάχτη από την επέλαση της φωτιάς του 2007! Ήταν βέβαιος πια πως στην Ελλάδα, αν έπιανε κάπου φωτιά, δεν υπήρχε τρόπος να τη σβήσουμε πριν αυτή φτάσει στη θάλασσα, όσο μακρυά και νά ‘ταν αυτή…

Αφήστε, είπε στα παιδιά του… Θα πάτε εσείς σε σαράντα χρόνια, όταν ο τόπος θα έχει ξαναπρασινίσει. Θα πάτε εσείς, εγώ κι η μάνα δεν προλαβαίνουμε. Με την προϋπόθεση πως θα νομοθετήσετε τον εμπρησμό του δάσους ως αδίκημα ιδιώνυμο, για να μη σας πω πως, αν δεν φάνε μερικά καθάρματα ισόβια, θα υπάρχουν πάντα επίδοξοι μιμητές. Εγώ θα ψάξω να ξαναβρώ εκείνο το κείμενο, θα κινήσω γη και ουρανό να το ξετρυπώσω. Θα ξανακάνω το ταξίδι με τον οδοντωτό νοερά, δεν αντέχω να το επιχειρήσω αλλιώς τώρα. Νιώθω πως γέρασα απότομα, πέρασαν για μένα είκοσι χρόνια σε ένα ταξίδι.

ΤΕΛΟΣ