Ἧττες
ΑΘΕ ΜΕΡΑ σουλατσάρω στὴ Νέα Παραλία μὲ μιὰ τσάντα γεμάτη βιβλία. Τί λέω «Νέα», λὲς καὶ οἱ παραλίες ξανανιώνουν ἢ γερνᾶνε ὅπως οἱ ἄνθρωποι. Ὅλα στὰ μέτρα μας… Φτάνω μπροστὰ στὸ ΜΙΕΤ καὶ γυρίζω τὸ κεφάλι μου ἀριστερά. Προχωρῶ λίγο ἀκόμα καὶ ἀκούω τὸ σκάσιμο τῆς μπάλας στὸ πλαστικὸ νὰ συμπλέκεται μὲ τὶς φωνὲς τῶν μαχητικῶν ἐρασιτεχνῶν. Ἐνστικτωδῶς σκύβω νὰ σφίξω τὰ κορδόνια μου. Θυμᾶμαι τὴ γλυκιὰ αἴσθηση τῆς μπάλας ποὺ καταλήγει στὸ καλάθι. Σὰν νὰ ἀκούω καὶ τὸν διακριτικὸ ἦχο τοῦ διχτυοῦ ποὺ ἐπιβεβαιώνει τὴν ἐπιτυχία δύο ἢ τριῶν κουραστικῶν πόντων. Φτάνω στὴν πόρτα μὲ λαχτάρα, ὅπως τότε ποὺ μπαίναμε στὸν τελικό τοῦ τοπικοῦ πρωταθλήματος κι ὀνειρευόμασταν νὰ φτάσουμε στὸ πανελλήνιο. Διστάζω, ὅμως, νὰ μπῶ. Δὲν θέλω νὰ χάσει κανεὶς σήμερα. Μᾶς φτάνουν οἱ ἧττες τῆς καθημερινῆς ζωῆς. Ἄλλωστε, ἡ παλιά μου φανέλα εἶναι καλὰ διπλωμένη στὴν ντουλάπα μαζὶ μὲ κάμποσες ἀνούσιες νίκες.
Γιῶργος Παλαβράκης*