ΠΤΩΣΗ-ΠΤΗΣΗ από τον Χ Χωμενίδη.
Ο θάνατος παίρνει τον άνθρωπο και αφήνει ένα σώμα.
Τι να το κάνεις το σώμα, το ξαφνικά κεραυνοβολημένο ή το καθημαγμένο από μακρά αρρώστια;
Που ενδεχομένως το έχεις δει να βασανίζεται, να λιώνει, να γίνεται σκιά, να παύει να υπακούει στις βουλές του αφέντη του; Είναι φοβεροί τόποι τα νοσοκομεία για αυτό ακριβώς: επειδή βρίθουν από σώματα που δυστροπούν και βαθμιαία παραιτούνται. Που δεν βαδίζουν πιά, δεν τραγουδούν, δεν πεινούν για φαϊ, για έρωτα. Και τα σωληνάκια να στάζουν… Και όποτε αδειάζει ο ορός στις χιλιοτρυπημένες φλέβες με ένα κουδούνι να εμφανίζονται οι νοσηλεύτριες – τι ηρωίδες! ταγμένες στο ευγενές καθήκον και συνάμα τόσο γήινες, τρυφερές και αυστηρές… Ενδείξεις αναβοσβήνουν στα μηχανήματα, νούμερα που εσύ, ο άσχετος, δεν μπορείς να ερμηνεύσεις, κοιτάζεις έξω, το χιόνι δυναμώνει, ο άνθρωπός σου όμως, ο άρρωστός σου, δεν έχει κουράγιο να πλησιάσει στο παράθυρο και να θαυμάσει τον χορό των νιφάδων.
Πώς να φερθείς στο σώμα; Να το στολίσεις; Να το ψάλεις και να το νεκροφιλήσεις, να του πετάξεις λουλούδια και χώμα; – «χους ην και εις χουν απελεύσει…»
Παιδάκι νόμιζα πως οι πεθαμένοι θάβονται γυμνοί, «τι τους χρειάζονται τα ρούχα;» απορούσα, «όπως έρχεται κανείς στον κόσμο, έτσι θα πρέπει και να φεύγει…» Λογική προφανώς σκέψη, που ο homo sapiens την απέρριψε εδώ και δεκάδες χιλιάδες χρόνια και άρχισε να υφαίνει σάβανα, να φιλοτεχνεί κτερίσματα, νεκρικές μάσκες. Για να συλήσει ο Σλήμαν, το 1876 -αρχαιολογική αδεία-, έναν τάφο στις Μυκήνες, να τραβήξει το μαλαματένιο προσωπείο και να έρθει ενώπιος ενωπίω με κάποιον πανάρχαιο ηγεμόνα. «Αντίκρυσα τον Αγαμέμνονα!» τηλεγράφησε στον Γεώργιο Α’. Δεν συμμερίστηκε εκείνος τον ενθουσιασμό του και είχε μάλλον δίκιο – τι πλούσιος, τι πένης; τι βασιλεύς, τι στρατιώτης; – η επιδερμίδα του προσώπου έγινε σκόνη στην επαφή της με τον αέρα, η ολόχρυση όμως μάσκα διατηρήθηκε, η τέχνη σώζει, η τέχνη σώζεται από τον οδοστρωτήρα-χρόνο.
Το σώμα, όπως και αν το ντύσεις, θα το φάει η γη. Ή, καθώς συνηθίζεται εσχάτως, οι φλόγες του αποτεφρωτηρίου. Ο άνθρωπος σου όμως -η γυναίκα σου, ο άντρας σου, ο φίλος σου- πού βρίσκεται; Αυτό είναι που με διαολίζει κάθε που χάνω έναν δικό μου. Πως δεν μπορώ να του τηλεφωνήσω, να τον ρωτήσω, να μού τα διηγηθεί το και το.
«Έλα! Πώς πάει; Έχει μέλλουσα ζωή; Σε πήρε στις φτερούγες του κανένας άγγελος, είδες τον Άγιο Πέτρο θυρωρό, σού άνοιξε την αγκαλιά του ο Αβραάμ; Ναι, ε; Όχι, ε; Αυτό ακριβώς φοβόμουν. Όμως εσύ, τώρα, πού βρίσκεσαι; Γιατί εγώ σε νοιώθω – κάπου είσαι… Μην μου το πεις! Έμεινες αιωνίως παραδομένος στην τελευταία σου στιγμή – κλείστηκες στο κουκούλι της ύστατης σκέψης, της στερνής σου αίσθησης; Για εμάς, εννοείς, η ζωή συνεχίζεται -σε ξενυχτάμε τώρα, σε θρηνούμε- ενώ για εσένα ο χρόνος έχει παγώσει στις δώδεκα και ένα λεπτό της Τετάρτης 8 Φεβρουαρίου 2023; Και όσα γήινα χρόνια κι αν περάσουν, εσύ εκεί; Ακίνητος; Κοκκαλωμένος;»
«Ναι, ρε» θα μου απαντήσει. «Ο θάνατος καταργεί τον χρόνο. Τον διαστέλλει, για την ακρίβεια, στο άπειρο. Το τώρα απορροφά το πριν και το μετά. Σαν τη φωτογραφία που απαθανατίζει μεν μία στιγμή αλλά εάν την παρατηρήσεις προσεκτικά, βλέπεις στα πρόσωπα που εικονίζονται ολόκληρο το παρελθόν τους και το μέλλον τους – και ας μην έρθει το μέλλον ποτέ. Για αυτό το κάθε “τώρα” μας έχει τεράστια σημασία. Διότι μέσα του φωλιάζει ο παράδεισος και η κόλασή μας. Το κάθε “τώρα” περιέχει τα πάντα!»
Μάζεψε ο φίλος μου όσες δύναμεις τού είχαν απομείνει και έκανε να σηκωθεί από το στρώμα. Ένοιωθε τον θάνατο να ζυγώνει – ήθελε να τον αντιμετωπίσει όρθιος. Στάθηκε για ένα δευτερόλεπτο στα πόδια του κι αμέσως κεραυνοβολήθηκε, σωριάστηκε, ένα νεκρό πλέον σώμα. Το τέλος του ήταν για τους άλλους πτώση. Για εκείνον ήταν πτήση.-
Χ.Χωμενίδης