H ομορφιά σώζει τον κόσμο

Ὁ π. Ἀνανίας, ἡ «ἀνεύρεσι τοῦ κάλλους» καί ὁ ἀνακτημένος χρόνος» 

από

 Μαντώ Μαλάμου

«Ἀγάπη = ἀνεύρεσι τοῦ κάλλους»*
(π. Ἀνανίας)

“Time present and time past
Are both perhaps in the time future
And time future contained in time past” **
(T.S. Eliot)

«Δέν βλέπετε ἐδῶ καθόλου τόν ἥλιο», τοῦ παρατήρησα λυπημένη ἕνα χειμωνιάτικο πρωινό βλέποντάς τον νά στέκεται στό κατώφλι τοῦ μικροῦ του διαμερίσματος καί νά προσπαθεῖ νά ἀκολουθήσει μιά μικρή ἀντηλιά πού εἶχε εἰσχωρήσει στά δύο-τρία σκαλιά τοῦ ἀνήλιαγου ἰσογείου. «Ναί, κόρη μου», στρέφεται καί μοῦ λέει: «Δέν βλέπω καθόλου τόν ἥλιο…». Σωπαίνει γιά λίγο καί συμπληρώνει: «Ἔ, λέω, ὅταν πάω ἐπάνω, νά μπορῶ νά Τοῦ πῶ: «Βλέπεις, στερήθηκα τόν ἥλιο ἐκεῖ κάτω. Βάλε με, ἄν θέλεις, σέ κάποια γωνιά ἐδῶ πέρα…».
Ὁ πατήρ Ἀνανίας δέν ἔζησε μόνον ὡς ἀσκητής στίς χειρότερες συνθῆκες τῆς σύγχρονης Ἀθήνας, ἔζησε ὡς ἔγκλειστος! Ἀπό τό κελί του ─σύμφωνα καί μέ τήν μαρτυρία τοῦ πατρός Σιλουανοῦ ’Ιωάννου, πού τόν διακόνησε σχεδόν ἐπί τριάντα χρόνια─ ἔβγαινε μόνο γιά νά λειτουργήσει ἤ γιά νά μιλήσει ὅπου τόν εἶχαν καλέσει, ὑποβασταζόμενος τά τελευταῖα χρόνια. Ποτέ δέν πῆγε διακοπές ἤ κάπου νά «ξεσκάσει». Νά καθίσει κάπου ἔξω γιά καφέ ἤ φαγητό, ὅπως ὅλοι μας. Ἀντιθέτως ὁ ἴδιος προσέφερε φαγητό σέ ὅλους. Ὅποιος περνοῦσε ἀπό τό κελί του συνήθως ἔφευγε χορτάτος, κυριολεκτικά αὐτή τή φορά. Στίς μεγάλες ἑορτές ἐπισκεπτόταν σπίτια πενθούντων ἤ ἀσθενῶν καί καθόταν γιά λίγο μαζί τους στό τραπέζι. Ἐπίσης πήγαινε σέ κάποιες ἐκκλησιαστικές γιορτές, ὅπως αὐτές πού πραγματοποιοῦσε ὁ π. Πορφύριος Δελλῆς στήν ἐνορία του. «Τό μόνον τῆς ζωῆς του ταξίδιον», γιά νά θυμηθοῦμε τόν ἀγαπημένο του Βιζυηνό, ἦταν στούς Ἁγίους Τόπους τό 1987. Ἀλησμόνητο γιά ὅσους εὐτύχησαν νά συνταξιδέψουν μαζί του καί νά χαροῦν τήν μοναδική του ξενάγηση. Κατά τά ἄλλα δέν ἄλλαζε κἄν παραστάσεις, ἀφοῦ, ὅπως ὅλοι γνωρίζουμε, δέν ὑπῆρξε ποτέ τηλεόραση στό κελί του. Ἡ ἐνδελεχής ἐνημέρωσή του ὀφείλετο ἀποκλειστικά στό ραδιόφωνο καί στίς ἐφημερίδες. Ὁ “ἐλεύθερος χρόνος” του, ὅταν δηλαδή δέν ἐξομολογοῦσε, ὁλημερίς κάποτε, ἦταν ἀφιερωμένος στήν «καλή πραμάτεια» πού εἶχε ἐξ ἀρχῆς ἐπιλέξει καί τό ἐπαναλάμβανε συχνά μέ τά λόγια τοῦ Καζαντζάκη: «Καλή πραμάτεια ὁ Θεός καί τελειωμό δέν ἔχει!». Αὐτός ἦταν ἡ “διασκέδαση” του, τό μοναδικό του ἐντρύφημα καί ὁ σκοπός τῆς ζωῆς του.
Ὁλόκληρος ἦταν δοσμένος στήν προσευχή καί στή θεία λατρεία. Κάθε φορά πού θά ρωτήσω κάποιον ἀπ’ ὅσους τόν ἔζησαν ὡς πνευματικό πατέρα, ἀλλά καί ἀξιώθηκαν νά τόν ἀγαπήσουν ὡς ἄνθρωπο, πῶς θά τόν περιέγραφαν μέ ἐλάχιστες λέξεις, ἡ ἀπάντηση εἶναι σχεδόν στερεότυπη: «Ἦταν ὁλόκληρος ἀγάπη, λεβεντιά, ἀρχοντιά καί αὐθεντικότητα! Τίποτα συμβατικό δέν ὑπῆρχε ἐπάνω του. Οὔτε μποροῦσε νά σταθεῖ γιά πολύ κοντά του.

«Ἀπό ’δῶ ἔχει περάσει ἡ μισή Ἑλλάδα! Τό θέμα εἶναι πόσοι μένουν…» μοῦ εἶπε πρίν πολλά χρόνια. Αὐτό παρά τό γεγονός ὅτι ο ἴδιος ἔδινε χρόνο στόν καθένα κάνοντας ἄπειρη ὑπομονή. Προϊόντος τοῦ χρόνου, γιά νά τό πῶ μέ ἕνα σχῆμα ὑπερβολῆς, ἀπό τό κελί του πέρασε ὁλόκληρη ἡ Ἑλλάδα καί ἡ μισή διασπορά! Τό θέμα παραμένει τό ἴδιο καί μπορεῖ νά συμπεριλαμβάνει βεβαίως καί ἀνθρώπους πού δέν εἶχαν τήν τύχη νά τόν γνωρίσουν διά ζώσης, ἀλλά νά τόν ξέρουν καλύτερα ἀπό ἄλλους οἱ ὁποῖοι τυπικά τόν γνωρίζουν χρόνια.
Ἡ σπουδαιότερη παρεξήγηση, ἡ ὁποία καί μετά τήν ἐκδημία του ἐξακολουθεῖ νά προκαλεῖ τή λογική κάποιων, εἶναι ἡ λεγόμενη “σαλότητά” του. Ἐξ οὗ καί τά ἀνάλογα ἐπιχειρήματα πώς δέν ὑπάρχουν σαλοί ἱερεῖς κλπ. Ἄς τό ἐπαναλάβουμε: ὁ πατήρ Ἀνανίας οὔτε ἦταν, οὔτε παρίστανε τόν σαλό! Αὐτό πού χαρακτηρίζεται ὡς στοιχεῖο σαλότητος ἦταν κυρίως ὁ σοκαριστικός τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἐκφραζόταν κάποιες φορές. Ἀλλά αὐτό ἀφενός ἦταν μέρος τῆς ποιμαντικῆς του καί ἀφετέρου ἦταν ἡ ταπείνωσή του! Καί ἡ δική μας ἐπίσης! Ἦταν ὁ τρόπος του νά νικήσει τούς τρεῖς μεγάλους ἐχθρούς τοῦ ἀνθρώπου: τόν διάβολο, τόν ἑαυτό του πού δέν τόν ἄφησε ποτέ νά σηκώσει κεφάλι, καί τό κοσμικό φρόνημα, τό ὁποῖο ταλαιπωρεῖ τόν καθένα μας καί συναντᾶται ─δυστυχῶς πολύ συχνά─ καί στόν ἐκκλησιαστικό χῶρο.

Θυμᾶμαι νά μοῦ περιγράφει φίλος τήν ἀπογοήτευση πού δοκίμασαν κάποιοι ἀνώτατοι ἀξιωματικοί κατά τήν ἐπιστροφή τους ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος ἐξ αἰτίας τοῦ κοσμικοῦ φρονήματος πού συνάντησαν: «Ὅλο περάστε, στρατηγέ μου!» Μόνο “διατάξτε”, δέν μᾶς εἶπαν!!! Ἐμεῖς περιμέναμε ἄλλη συμπεριφορά ἀπό τούς μοναχούς. Ἐδῶ ἤρθαμε νά βροῦμε τήν ψυχή μας, ὄχι νά μᾶς “βαρᾶνε προσοχές” καί οἱ καλόγεροι!..». Ὅπως ἄκουσα ἐπίσης καί τήν ἀντίθετη περίπτωση: ἡ γνήσια μοναστική συμπεριφορά πρός μεγαλόσχημο πολιτικό πού ἐπισκέφθηκε τό Περιβόλι τῆς Παναγίας, νά τόν ἀντιμετωπίσουν δηλαδή οἱ μοναχοί ὅπως ὁποιονδήποτε «κοινό θνητό», ἦταν ἐκείνη πού τόν ἔφερε σέ συναίσθηση καί μετάνοια. Καί ἀναπόφευκτα ἀνακαλῶ μιά ἀνάλογη σκηνή στό κελί τοῦ πατρός Ἀνανία. Χτυπᾶ τό τηλέφωνο, τό σηκώνει καί ἐπιδαψιλεύει ἕναν ἀπό τούς δύσκολους χαρακτηρισμούς του στόν συνομιλητή του. Ὁ ἄλλος τόν ἄντεξε… Καί τότε ἀκούω τόν παππούλη νά ἐπιδίδεται σέ ἕναν καταιγισμό ἀγάπης καί εὐχῶν. Κλείνοντας τό τηλέφωνο μέ ρωτάει γελώντας: «Ξέρεις τί εἶναι αὐτός μέ τόν ὁποῖον μιλοῦσα; Στρατηγός! Γι’ αὐτό τό καψόνι πού ἄκουσες!!! Πῶς ἀλλιῶς θά ἀσκηθεί κι αὐτός στήν ταπείνωση;».
Μέ τέτοια καί ἄλλα πολλά, πού ποτέ κανείς δέν θά μάθει, ἀφοῦ ἔκρυβε ἐπιμελῶς τούς ἀσκητικούς του ἀγῶνες, ξεγέλασε τόν διάβολο καί ἀναμόρφωσε τό ἀρχαῖον κάλλος στό πρόσωπό του ὁ πατήρ Ἀνανίας. Γιατί τό κάλλος, «ἡ ὀμορφιά πού θά σώσει τόν κόσμο» δέν εἶναι ἄλλη ἀπό τό Θαβώρειον φῶς πού ἐκπέμπει τό Θεανδρικό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ὅπως διαπιστώνει ὁ Ντοστογιέφσκυ. Ἔχοντας μελετήσει ὁ μεγάλος συγγραφέας τό φαινόμενο τοῦ κάλλους στό πιό βιωματικό του ἔργο, τόν Ἠλίθιο, ἀποφαίνεται κατηγορηματικά γιά τήν καταστροφική κυρίως δύναμη τῆς ἀνθρώπινης ὀμορφιᾶς, ἄν δέν ἀναχθεῖ στήν πηγή τοῦ Ὡραίου, δηλαδή στό ἔνσαρκο κάλλος, στόν Ὡραῖον κάλλει παρὰ πάντας βροτούς». Ἕνας «ἐκ τῶν καθορώντων τοῦ προσώπου Αὐτοῦ τό κάλλος τό ἄρρητον» ἀνεδείχθη ὁ πατήρ Ἀνανίας καθώς πραγμάτωσε ὁλόκληρη τήν ἀγάπη πρός ὅλα τά πλάσματα τοῦ Θεοῦ. Ἀγάπη πού ὑπερέβαινε τήν μικρή μας ζωή καί τήν περιορισμένη μας ὕπαρξη. Ἀγάπη πού ξεπερνοῦσε τόν χρόνο καί ζοῦσε στήν ἄλλη διάσταση, ἀφοῦ βίωνε ὀντολογικά τόν λειτουργικό χρόνο τῆς Ἐκκλησίας μας στή θεία λατρεία. Ὁ λειτουργικός χρόνος «εἶναι ὁλόκληρη ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ, ὅπου συναιροῦνται ὅλα τά γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ […] καί πού ἀκυρώνει τόν συμβατικό χρόνο καί κάθε ἄλλον ἀνθρώπινο χρόνο, ἄν μπορεῖ ποτέ νά ὑπάρξει…», γιά νά θυμίσω τά δικά του λόγια.
Παρ’ ὅλα τά σχεδόν καθημερινά θαυμαστά γεγονότα πού ἔχει νά μαρτυρήσει ὁ καθένας ἀπό μᾶς πού εὐεργετήθηκε ἀπό τήν παρουσία του, ὡρισμένοι θεωροῦσαν ὅτι «τόν εἶχαν στό τσεπάκι τους».Ὅτι ἦταν δηλαδή διαθέσιμος ὅλες τίς ὧρες: νά τοῦ τηλεφωνήσουν ἤ νά τόν δοῦν ὅποτε ἤθελαν. Νά πραγματώσει ὅλες τίς προσδοκίες τους. Ἤ νά ξεσποῦν ἐπάνω του ὅλη τήν ψυχική τους ἀρρώστια. Παλαιότερα μοῦ εἶχε ἀναφέρει ὁ ἴδιος μερικά περιστατικά. «Νά μοῦ χτυπᾶνε τίς πόρτες ἐδῶ μέσα καί νά μοῦ λένε: “Τί κάνει ὁ Θεός γιά μένα καί τί κάνεις κι εσύ;”… Ὁ γέροντας Πορφύριος μοῦ εἶπε γιά κάποιους «παράτα τους! Εἶναι σχεδόν δαιμονισμένοι καί θά σέ τρελάνουν!». Ἀλλά ἐκεῖνος δέν τούς παράτησε. Καί τούς περισσότερους τούς ἀπέδωσε ὑγιεῖς στήν κοινωνία. Οἱ συκοφαντίες γιά τό πρόσωπό του ἦταν ἐπίσης ἐπί πολλά χρόνια στήν ἡμερησία διάταξη…Ἀλλά καί ἡ ἐπιθετικότητα. Ἀκόμη καί ἡ ἔμπρακτη βία ἐναντίον του… Ἀφηγεῖται σέ κάποια συνέντευξή του τήν παρ’ ὀλίγο θανατηφόρα ἐπίθεση ἐναντίον του ἑνός γνωστοῦ “κατοίκου” τῆς πλατείας Ἐξαρχείων στόν δρόμο μέ σιδερολοστό.…Ἀλλά πρέπει κανείς νά ἀκούσει πολύ προσεκτικά τό ἠχητικό ντοκουμέντο γιά νά τό ἀντιληφθεῖ…Ὁ ἴδιος μοῦ διηγήθηκε ἕνα ἀνάλογο περιστατικό: κάποια ἀνεκδιήγητη κυρία, παρεξηγώντας τήν πρόθεσή του, τοῦ ἐπετέθηκε… Ἡ πληγή πού τοῦ προξένησε γιά πολλές μέρες, μέ τό σάκχαρο πού τόν βασάνιζε, λίγο ἔλειψε νά ἀποβεῖ μοιραία…Ἄλλοτε ἐπεχείρησαν νά τοῦ σπάσουν τήν πόρτα… ἡμεδαποί καί ἀλλοδαποί. Καί ἄλλα πολλά πού δέν γνωρίζουμε…Ἐκεῖνος ἀτάραχος εἶχε τήν καταφυγή του στήν κραταιά προστασία τοῦ Χριστοῦ, τῆς Θεοτόκου καί τῶν Ἁγίων.
Ὁ πατήρ Ἀνανίας ἀξιώθηκε νά βιώσει ὅλον τόν ἀνθρώπινο πόνο, ψυχικό καί σωματικό κυριολεκτικά ἐκ κοιλίας μητρός. Στόν ἕβδομο μῆνα τῆς κυοφορίας του ἡ μητέρα του ἔχασε τόν δεκαοκτάχρονο ἀδελφό της πού σκοτώθηκε στά Δεκεμβριανά… Στό μνημόσυνο πού τελοῦσε κάθε χρόνο στον ἀδικοχαμένο θεῖο του τόν θυμᾶμαι νά λέει: «Τί ἤξερε ὁ Θανάσης, τό ἀγράμματο τσοπανόπουλο; Τοῦ φουσκῶσαν τά μυαλά μέ μεγάλα λόγια… Ἐγκατέλειψε τά πάντα καί ἦρθε στήν Ἀθήνα… Τόν βάλαν στήν πρώτη γραμμή καί σκοτώθηκε πρίν προλάβει νά καταλάβει τίποτα…».
Μέ τήν καθημερινή του στάση μᾶς μάθαινε πῶς σφυρηλατοῦνται οἱ ἀληθινές σχέσεις. Θυμᾶμαι κάποια φορά, πού εἶχε πολύ πονοκέφαλο, νά τοῦ τηλεφωνεῖ ὁ πατήρ Πορφύριος Δελλῆς. Ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο τοῦ μιλοῦσε καί τοῦ ζήτησε τοῦ διαβάσει εὐχή ἦταν γιά μένα μάθημα ζωῆς: ἀπόλυτος σεβασμός στό ἱερατικό ἀξίωμα, παρά τήν βαθειά φιλία καί τήν μεγάλη οἰκειότητα πού ὑπῆρχε μεταξύ τους. Ἀξίζει νά σημειωθεῖ ὅτι τούς πονοκεφάλους τούς εἶχε ἀποκτήσει πολύ νέος, καθώς καί ἄλλες ἀσθένειες, ὅπως μοῦ ἀποκάλυψε ὁ ἴδιος. Ἦταν νεαρός διάκος στήν ἰδιαίτερη πατρίδα του, τή Δημητσάνα, ὅταν, ἔχοντας γυρίσει τό μεσημέρι μετά τίς πολλές του ὑποχρεώσεις, ἦρθε κάποιος καί τόν ζήτησε ἐκ μέρους τοῦ δεσπότη. Ἔπρεπε νά φύγει ἀμέσως, εἶπε, γιά νά τόν συνοδεύσει σέ κάποια κηδεία. «Μόλις εἶχα λουστεῖ. Εἶχα τότε καί πολλά μαλλιά… Τά σκούπισα ὅσο μποροῦσα, ἔβαλα καί τό καλυμμαύχι καί βγῆκα. Ἦταν χειμώνας καί εἶχε ἕνα μέτρο χιόνι. Ἔμεινα ὧρες ἐκτεθειμένος στό κρῦο. Ἔπαθα τέτοια ψύξη πού χαλάστηκα διά βίου…». Ἀς μήν ἀναφερθῶ στίς ἄλλες πολλές του ἀσθένειες παρά μόνο σέ μία ἀπό τίς πολύ πρώιμες. Οἱ ρευματισμοί ἀπό τούς ὁποίους «πονοῦσε σύσσωμος μέ κάθε ἀλλαγή καιροῦ», ὅπως ἔλεγε, εἶχαν τήν ἀφετηρία τους στήν θητεία του ὡς μικροῦ βοσκοῦ: «Ὀκτώ χρονῶν», τόν θυμᾶμαι νά μοῦ λέει, «ἀπό φόβο μή μέ πάρει ὁ ὕπνος καί μοῦ φύγουν τά προβατάκια μου, ἔμεινα ξάγρυπνος ἀκουμπώντας ὄρθιος στόν βρεγμένο βράχο…».
Ὁ πατήρ Ἀνανίας ὑπῆρξε ἀνεπανάληπτη προσωπικότητα. Προικισμένος μέ σπάνια εὐφυΐα καί εὐστροφία καί φυσική κατ’ ἀρχάς διάκριση «εἶχε τήν εὐαισθησία χιλίων γυναικῶν καί χιλίων ἀνδρῶν», ὅπως πολύ εὔστοχα τό διατύπωσε γιά κεῖνον Καθηγητής τῆς Θεολογικῆς. Κανείς δέν ἔχει κατανοήσει τήν ψυχολογία τῶν γυναικῶν ὅπως ἐκεῖνος. Καί τῶν ἀνδρῶν ἐπίσης!
─Λένε γιά σᾶς τίς γυναῖκες ὅτι εἶστε φλύαρες» μοῦ εἶπε λίγο καιρό ἀφότου τόν εἶχα γνωρίσει.
─Καί πῶς νά μήν εἶστε», συνέχισε, «ἀφοῦ “πιάνετε” χίλια πράγματα περισσότερα ἀπό μᾶς. Κι ἄν δέν τά πεῖτε θά σκάσετε!!!
─Τί εἴπατε; τόν ρωτάω κατάπληκτη.
─Αὐτό πού ἄκουσες!!! Καταλαβαίνετε ἄπειρα πράγματα περισσότερα ἀπό τούς ἄντρες. Κι ἄν δέν μιλήσετε, νά τά ἐπεξεργαστεῖτε, ὅπως λένε σήμερα, θά τρελαθεῖτε!!!
Σοῦ ἔλεγε μέ τρεῖς λέξεις ὅσα ἕνας ψυχολόγος ἤ ψυχίατρος θά χρειαζόταν μῆνες ἄν ὄχι χρόνια. Τόν θυμᾶμαι νά λέει ἐπί παραδείγματι. «Τρελαίνεσαι στά ψέματα, γιά νά μήν τρελαθεῖς στ’ ἀλήθεια! Γιατί ξέρεις ποιοί τρελαίνονται ἐν τέλει; Αὐτοί πού δέν φαντάστηκαν ποτέ τόν ἑαυτό τους κοντά στα ὅρια, στήν τρέλα!».Ὅταν τό εἶπα ἀργότερα σέ ἀνθρώπους τοῦ σχετικοῦ χώρου ἔμειναν κατάπληκτοι! «Δέν ὑπάρχει μεγαλύτερη ἀλήθεια ἀπ’ αὐτή!» μέ διαβεβαιώσαν. Διάβαζε τήν ψυχή μας μέ ὅλες τίς ἰδιότητες καί τά χαρίσματα πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός καί ὅσα ὁ ἴδιος μέ τήν ἀπέραντη ἐργατικότητά του ἀπέκτησε. Ἐννοῶ τήν ἀπύθμενη γνώση του.
Ἡ θαυμαστή πολυμάθεια καί εὐρυμάθεια, ὡστόσο, τοῦ π. Ἀνανία, δέν ἦταν ἀποτέλεσμα μόνο τῶν φυσικῶν του χαρισμάτων, ὅπως ἦταν ἡ ἐξαιρετική εὐφυΐα καί ἡ ἐκπληκτική μνήμη του. Θυμόταν μέ κάθε λεπτομέρεια ἄλλωστε ὅ,τι τοῦ εἶπες μιά φορά πρίν πολλά χρόνια κι ἐσύ μπορεῖ νά τό εἶχες πρό πολλοῦ ξεχάσει… Πρῶτα ἦταν ἡ ἰδιαίτερη ἀγάπη του γιά τήν Φιλολογία πού τόν ἔκανε νά διαβάζει τά πάντα. Ἀμέτρητες ὧρες μελέτης. Σέ ἐξεταστική περίοδο μελετοῦσε καί δεκαέξι ὧρες συνεχόμενες! Κάποτε μοῦ ἐξομολογήθηκε: «Ἐμένα ἡ Φιλολογία μέ ξεκούρασε! Ἀντίθετα αὐτή πού μέ κούρασε ἦταν ἡ Θεολογία!…». Καί ἐννοοῦσε, φυσικά, ἐκτός ἀπό τίς ἀντικειμενικά πολύ δύσκολες συνθῆκες τῶν χρόνων τῶν σπουδῶν του (νά φεύγει ἀπό Ἀθήνα γιά τή Δημητσάνα μέ τό λεωφορεῖο Σάββατο ἀπόγευμα γιά νά λειτουργήσει τήν Κυριακή ἐκεῖ καί νά ἐπιστρέφει τό βράδυ τῆς Κυριακῆς καί πολλά ἄλλα), τήν σχολαστική καί μή βιωματική ἀκαδημαϊκή θεολογία. Ἦταν ἀκόμη τό γεγονός ὅτι δέν ἄφησε τίποτα πού νά μήν τό παρακολουθήσει κατά τά χρόνια τῶν σπουδῶν του. Τόν θυμᾶμαι νά ἐπαναλαβάνει πώς ὑπάκουσε ἀπολύτως στήν προτροπή τοῦ Γέροντά του, τοῦ Ἁγίου Πορφυρίου, ὅταν ξεκίνησε νά σπουδάζει στή Φιλοσοφική Σχολή.
─ Ἐγώ, μπρέ, στή θέση σου ξέρεις τί θά ἔκανα; Θά ἔβαζα στό ταγάρι μου ἕνα κομμάτι ψωμί καί θά πήγαινα ὅλη μέρα στό Πανεπιστήμιο. Κι ὅπου ἔβλεπα πόρτα ἀνοιχτή θά ἔμπαινα καί θά ἄκουγα τό μάθημα!
»Τόν ἄκουσα τόν Γέροντα κι αὐτό ἔκανα ὅλα τά χρόνια τῶν σπουδῶν μου».
Σ’ αὐτά πού παρακολουθοῦσε, καί ἀφοῦ εἶχε ὁλοκληρώσει τίς σπουδές του, ἦταν τό Λογοτεχνικό Ἐργαστῆρι πού εἶχε ὀργανώσει ὁ Καθηγητής Κάρολος Μητσάκης, καλώντας λογοτέχνες νά συζητήσουν μέ τούς φοιτητές, ἀφοῦ προηγουμένως κάποιος ἀπό τόν Νεοελληνικό Τομέα μᾶς εἶχε παρουσιάσει τό ἔργο του. Θυμᾶμαι ἕνα περιστατικό ὅταν καλεσμένη ἦταν ἡ συγγραφέας Κωστούλα Μητροπούλου. Ὁ π. Ἀνανίας καθόταν στά τελευταῖα ἕδρανα τοῦ ἀμφιθεάτρου. Ὅμως ἐγώ δέν τόν εἶχα δεῖ. Ἡ συγγραφέας ἀφηγεῖτο τή δύσκολη ζωή της σέ χαλεπές ἱστορικές περιόδους καί πῶς βρέθηκε μόνη καί κυνηγημένη ἀπό τή μιά στιγμή στήν ἄλλη. Ἐξέφραζε τήν πίκρα τοῦ ἀνθρώπου μπροστά στήν τραγικότητα τῆς ζωῆς, ὅταν αἰσθάνεται πώς «οὐρανός δέν ὑπάρχει». Κάπως ἔτσι, ἤ μήπως εἶχε δεῖ ἕναν ἱερέα στό ἀμφιθέατρο καί θέλησε νά προκαλέσει, ἔφτασε καί στήν Ἐκκλησία ἀμφισβητώντας φυσικά τόν ρόλο της. Ἀφοῦ ὅλη αὐτή ἡ ἀμφισβήτηση εἶχε προκαλέσει τή γενική ἐπιδοκιμασία καί εἶχαν ἀκουστεῖ διάφορα σχόλια ἐκ μέρους τῶν φοιτητῶν, κάποια στιγμή βλέπουμε τήν συγγραφέα νά ἀπευθύνεται στόν π. Ἀνανία, ὁ ὁποῖος εἶχε ζητήσει νά πάρει τόν λόγο: «Μάλιστα, πάτερ!». Τότε ἀκοῦμε τόν παππούλη νά τῆς “ἑρμηνεύει” ἐπιγραμματικά τόν βίο καί τήν πολιτεία της. Θυμᾶμαι αὐτολεξεί τά λόγια του: «Ὁλόκληρη ἡ ζωή σας εἶναι ἑπομένως μιά ἄσκηση ἐλευθερίας!!! Στήλη ἅλατος ἡ Μητροπούλου! Καί μετά: «Ναί, πάτερ!!! Αὐτό εἶναι ἡ ζωή μου!!!…».Τελειώνει ἡ ἐκδήλωση καί καθώς στέκομαι παράμερα νά χαιρετήσω τόν π. Ἀνανία, βλέπω τή συγγραφέα νά παραμερίζει ὅλους γύρω της καί τείνοντας τό χέρι της στόν παππούλη, πάνω ἀπό τά κεφάλια ὅσων τήν εἶχαν περικυκλώσει, νά τοῦ λέει ἐκστασιασμένη: «Σᾶς εὐχαριστῶ πάρα πολύ γι’ αὐτό πού μοῦ εἴπατε! Δέν ἔχω ξαναδεῖ ποτέ στή ζωή μου τέτοιον ἱερέα σάν καί σᾶς!…». Πρίν προλάβει κανείς νά σκεφτεῖ ὅτι, «ἀφοῦ τόν ἐκτίμησε τόσο δέν θά ἔπρεπε καί νά τοῦ φιλήσει τό χέρι;», βλέπουμε κατάπληκτοι ὅλοι τόν π. Ἀνανία νά ἀντιστρέφει πλήρως τά ἀναμενόμενα καί νά τῆς φιλάει ἐκεῖνος τό χέρι! Τό τί ἔπαθε ἡ ἴδια καί πολλοί γύρω της ἀδυνατῶ νά τό περιγράψω. Κατασυγκινημένη ἐπαναλάμβανε «Τί Ἄνθρωπος εἶστε ἐσεῖς; Πρώτη φορά γνωρίζω τέτοιον ἄνθρωπο τῆς Ἐκκλησίας…». Φεύγοντας συνόδεψαμε μέ μία φίλη τόν παππούλη ὥς ἕνα σημεῖο σχολιάζοντας τά συμβάντα. «Ἔπαθε, κατά τό κοινῶς λεγόμενον, ἡ Μητροπούλου», τοῦ λέω. Καί ἐκεῖνος: «Ἡ καημένη ἡ Κωστούλα! Χρειαζόταν νά ζεσταθεῖ ἡ ψυχούλα της… Νά δεῖ κάτι ἄλλο ἀπό τόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας. Φτάνει αὐτό πρός τό παρόν…».
Κάποια μεθεόρτια τοῦ Ἁγίου Δημητρίου στά μέσα τῆς δεκαετίας τοῦ ’90 τόν θυμᾶμαι νά μοῦ διηγεῖται χαρούμενος μιά ἰδιαίτερη συνάντηση πού εἶχε ἀνήμερα τῆς ἑορτῆς τοῦ Μυροβλύτη.
─Προχθές εἶχα ἀνέβη στή Φιλοσοφική. Τήν ὥρα πού ἔφευγα μέ σταματάει ὁ Δημητράκης, ὁ Λιαντίνης. «Παπᾶ, μοῦ λέει, σήμερα θά ’ρθεις στό σπίτι μου καί δέν ἔχει νά τό σκεφτεῖς! Γιορτάζω καί μοῦ κάνεις δῶρο τήν παρουσία σου! Φύγαμε!»
»Φτάνουμε στό σπίτι καί μόλις μέ βλέπει ἡ γυναίκα του μένει κόκκαλο!
─Δέν πιστεύω στά μάτια μου, τοῦ λέει, ἐσύ, μέ παπᾶ;
»Κι ὁ Δημητράκης κατηγορηματικά:
─Αὐτός ὁ παπᾶς δέν εἶναι σάν κι αὐτούς πού ξέρεις! Νά μήν μέ ἐνοχλήσει κανένας! Σήμερα γιορτάζω μόνο μέ τόν παπᾶ!!!.
»Κλειστήκαμε στό σαλόνι οἱ δυό μας ὥς τό βράδυ. Καί τί δέν εἴπαμε ἐκείνη τή μέρα…Καλή ψυχούλα ὁ Δημητράκης!..».
Μέ ἄλλη εὐκαιρία, ἐξηγώντας μου τήν ἔννοια τῆς δικαιοσύνης ὡς ἀποκατάσταση ἰσορροπίας, μοῦ ἀνέφερε κάτι ἀπό τίς συζητήσεις τῆς ἡμέρας ἐκείνης. Ὁ Λιαντίνης τοῦ διηγήθηκε μιά τραυματική γιά κεῖνον ἐμπειρία, πού βίωσε πρίν πολλά χρόνια στήν ἰδιαίτερη πατρίδα του ἀπό τόν κατ’ ἐξοχήν ἐκπρόσωπο τῆς Ἐκκλησίας, τόν δεσπότη τῆς περιοχῆς του. Πῶς ἀπαίτησε νά σηκωθοῦν ὅλοι μπροστά του καί μίλησε μέ πολύ αὐταρχικό καί προσβλητικό τρόπο σέ κάποιον ταλαίπωρο ἄνθρωπο, ἕναν ἀλκοολικό πού καθόταν στά σκαλιά τῆς ἐκκλησίας καί δέν σηκώθηκε καθώς ἐκεῖνος περνοῦσε!
─Πέρασαν χρόνια καί ἀλλάξαν οἱ καιροί, παπᾶ μου, συνέχισε ὁ Δημητράκης. Ὁ δεσπότης γερασμένος πλέον ξανάρθε στό χωριό μου. Ἀκριβῶς τό ἴδιο σκηνικό: στά σκαλιά τῆς ἐκκλησίας κάθονται μερικοί νεαροί ἀπαθεῖς στήν εἴσοδο τοῦ δεσπότη! Ἔκπληκτος ἐκεῖνος ἀπευθύνεται στόν πρῶτο νεαρό «Καλά, περνάει ὁ δεσπότης καί δέν σηκώνεστε; Δέν τόν σέβεστε καθόλου;» Καί ὁ νεαρός ἀναιδέσταστα: «Γιατί, βρέ, νά σέ σεβαστῶ;»!!! Μόνο πού δέν ἔπαθε ἐγκεφαλικό ὁ δεσπότης! Ἀλλά, παπᾶ μου, ἐγώ αἰστάνθηκα ὅτι πῆγε ἡ ψυχή στόν τόπο της! Πῆρα “ἐκδίκηση” γιά τόν ἀνθρωπάκο πού τόσα χρόνια τόν εἶχα μέσα μου…
Καί ὁ π. Ἀνανίας, παρά τόν ἀπέραντο σεβασμό του στό ἱερατικό καί ἀρχιερατικό ἀξίωμα, τοῦ λέει:
─Εἶχες ἀνάγκη, Δημητράκη, νά τό ζήσεις αὐτό γιά νά ἀποκατασταθεῖ μέσα σου ἡ διασαλευθεῖσα ἰσορροπία. Ἄλλωστε αὐτό εἶναι ἡ ἔννοια τῆς δικαιοσύνης! Καί ὁ Λιαντίνης ἐνθουσιασμένος.
─Ναί, παπᾶ μου, ὅπως τό εἶπες εἶναι! Ἤξερα πώς ἐσύ θά τό καταλάβεις!!!».
Ὅταν ἐκδόθηκε ἡ διδακτορική μου διατριβή, μετά ἀπό αὐστηρή του παραίνεση («δέν τό ἔγραψες γιά νά κάθεται στό ράφι!»), τοῦ πῆγα ἕνα ἀπό τά πρῶτα σώματα. Τό πῆρε στά χέρια του καί τότε τόν εἶδα καί στίς δύο του διαστάσεις. Ἔζησα πρῶτα ξανά τόν π. Ἀνανία ὡς τόν δεινό φιλόλογο πού γνώρισα. Τότε πού ἔλεγε: «Κατέβασε τόν τάδε τόμο τοῦ Liddell&Scott» γιά νά βεβαιωθεῖ γιά μιά λέξη ἤ ἔννοια πού τόν ἀπασχολοῦσε θεολογικά καί νά δεῖ τίς ἐτυμολογικές ἤ ἱστορικές ἑρμηνεῖες πού ὄφειλαν νά προηγοῦνται τῆς θεολογικῆς. «Κάθε τι πρέπει πρῶτα νά τό διαβάσεις ἱστορικά. Νά τό τοποθετήσεις στήν ἐποχή του. Νά δεῖς γιά ποιό σκοπό ἤ μέ ποιά ἀφορμή γράφτηκε, καί μετά νά προχωρήσεις στά ὑπόλοιπα», τόν θυμᾶμαι νά μοῦ λέει γιά ἕνα περιλάλητο χωρίο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ἐπισημαίνοντας τίς ἀκραῖες τάσεις πού ταλάνιζαν τούς Χριστιανούς τῆς Κορίνθου. Καί τήν προσπάθεια βεβαίως τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν νά τίς συμβιβάσει. Γιά νά καταλήξει στήν προσφιλῆ του ρήση ἀπό τήν σοφία τοῦ Ἀββᾶ Ποιμένος «τὰ ἄκρα τῶν δαιμόνων εἰσίν»… Στή συνέχεια εἶδα τήν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἀνάγνωση ἐκ μέρους του τοῦ ἐξαιρετικά πυκνογραμμένου καί κατάφορτου ἀμετάφραστων ἀρχαιοελληνικῶν χωρίων πολυσέλιδου βιβλίου. Ἐνῶ ἡ ὅρασή του ἦταν ἤδη πολύ μειωμένη, ἀρχίζει νά τό φυλλομετρᾶ μέ πολλή προσοχή γιά ἕνα δεκάλεπτο περίπου. Κάθε τόσο πού γυρίζει τίς σελίδες σηκώνει τό κεφάλι καί μέ βλέπει. Καί ἐγώ ἀντιλαμβάνομαι κάθε φορά ὅτι ἔχει διαβάσει πλήρως ἕνα ὁλόκληρο κεφάλαιο 40-50 σελίδων. Καί ξέρει ἀκριβῶς τί λέει! Ὅταν τό τέλειωσε, ἄρχισε τήν κριτική…Τότε βεβαιώθηκα ἀπολύτως ὅτι πράγματι τό εἶχε διαβάσει ὁλόκληρο σ’ αὐτόν τόν συμπυκνωμένο χρόνο πού τό κράτησε στά χέρια του!!! Θυμᾶμαι ἀκόμα τόν ἐπιγραμματικό τρόπο μέ τόν ὁποῖο μποροῦσε νά σχολιάζει φωτίζοντας μέ τήν ἰδιαίτερη ματιά του δύσκολα φιλολογικά ζητήματα. Ἤ τήν μοναδική του ἑρμηνεία σέ κορυφαία λογοτεχνικά κείμενα, πού μπορῶ νά τήν συνοψίσω στή γνωμική του φράση, καθώς συζητούσαμε γιά ἕνα σημαντικό ποιητικό κείμενο: «Ἡ ὀμορφιά, κόρη μου, εἶναι πάντοτε ἐκ Θεοῦ!!! Ὁ διάβολος μόνο ἀσχήμια μπορεῖ νά παράγει!!!».
Ἡ ποιμαντική φροντίδα τοῦ π. Ἀνανία ἔφτανε ὥς ἐκεῖ πού δέν μπορεῖ κανείς νά φανταστεῖ. Μέ τό χάρισμα τῆς διοράσεως τό ὁποῖο τοῦ δόθηκε πολύ νωρίς ἔβλεπε καί τά φαινομενικά ἀσήμαντα, πού μᾶς ἀπασχολούσαν ὡστόσο, καί τά τοποθετοῦσε στίς σωστές τους διαστάσεις εἴτε μέ σοβαρό εἴτε μέ ἀστεῖο τρόπο. Θυμᾶμαι ἕνα τέτοιο κωμικό περιστατικό πού μοῦ συνέβη πρίν μερικά χρόνια. Ἦταν πολύ δύσκολη ἐποχή γιά μένα καί ζήτησα νά τοῦ μιλήσω. Σέ ὅλη τή διαδρομή γιά τό κελί του, παράλληλα μέ τά ἄλλα μου θέματα, μοῦ εἶχε καρφωθεῖ στό μυαλό μιά σκέψη πού με ἀπασχολοῦσε ἐπί ἀρκετές ἡμέρες: «πόσο ἀνόητη εἶμαι πού χάνω πολύτιμο χρόνο ἀπό τόν λιγοστό ὕπνο μου προκειμένου νά ἑτοιμαστῶ τό πρωί γιά τό σχολεῖο, γιά τό ὁποῖο σημειωτέον χρειαζόταν νά πάρω τρία λεωφορεῖα… (νά κινδυνεύω π.χ. νά πάθω ψύξη καθώς ἔβγαινα φρεσκολουσμένη στήν παγωνιά!). Ἀλλά καί πάλι ἔλεγα μέσα μου «καλά κάνω! Δέν μπορεῖ νά μέ βλέπουν τά παιδιά ἀτημέλητη ἤ μέ τά ἴδια ροῦχα κλπ….». Φτάνοντας στόν παππούλη διακρίνω στό βλέμμα του μιά φιλοπαίγμονα διάθεση. Πρίν τοῦ πῶ ὁτιδήποτε ἀρχίζει νά μοῦ διηγεῖται μέ τόν ἀπαράμιλλο τρόπο του μιά ἱστορία.
─Ἦρθε χθές νά μέ βρεῖ κάποια πού ἔχει σπουδάσει δασκάλα καί μοῦ ζήτησε νά προσευχηθῶ γιά νά πετύχει στόν διαγωνισμό τοῦ ΑΣΕΠ.
Καί ἐδῶ ἀρχίζει ἕνα συνοπτικό… πολυφωνικό μυθιστόρημα!!! Ὁ παππούλης νά μιμεῖται μέ πολύ κέφι τρεῖς φωνές: τή δική του, ὅπως μιλοῦσε στόν διάλογο μέ τήν ἐπίδοξη δασκάλα, τή δική της μέ ἕναν ἐκπληκτικό τόνο σεμνοτυφίας, καί τή δική του ἐπίσης ὡς ἀφηγητῆ! Ἀξίζει νά σημειωθεῖ ὅτι ἡ κοπέλα ἦταν τό ἀπολύτως ἀντίθετο αὐτοῦ πού ἡ δημοσιογραφική πένα ἔχει χαρακτηρίσει τήν Ὄντρεϊ Χέπμπορν ὡς «ἐπιτομή τῆς κομψότητος»!… «Τή ρωτάω», συνεχίζει, «Γιατί, κόρη μου, θέλεις νά πετύχεις στόν ΑΣΕΠ; Γιά νά γίνεις δασκάλα;» ─Ναί, Παππούλη! ─Νά διδάξεις, δηλαδή, τά παιδιά;» ─Ναί, παππούλη! «Τό σκέφτηκες καλά»; τήν ξαναρωτάω. ─Ναί, παππούλη!». Καί ὁλοκληρώνει τήν ἀφήγηση σέ μένα μιμούμενος τό χθεσινό ρητορικό του ἐρώτημα σέ τόνο ἀπολύτως μελοδραματικό: «Γιατί, ρέ κοπέλα μου; Νά σέ βλέπουν τά παιδιά καί νά τρῶνε ὅλο τό φαΐ τους;»!!!
Μιά διαφορετική ὀπτική στό θέμα τοῦ κάλλους ἀπό ἀφήγηση φίλης, πού εὐτύχησε νά εἶναι κοντά στόν παππούλη ἀπό παιδί καί συμβαίνει νά γνωρίζει πρόσωπα καί πράγματα. Ἔφτασε κάποτε στό κελί του σέ ἀπόλυτο ὑπαρξιακό ἀδιέξοδο μιά κοπέλα ἐκθαμβωτικῆς ὀμορφιᾶς. Αὐτό τό μεγάλο δῶρο τήν εἶχε ὁδηγήσει σέ μιά πολύ κυνική στάση ζωῆς ἀπέναντι στό θέμα τοῦ ἔρωτα, ἀφοῦ ὁ ἀντρικός πληθυσμός στεκόταν μόνο στό προφανές, τήν αὐτονόητη ἐκμετάλλευση τῆς ὀμορφιᾶς της, ἀδιαφορώντας γιά τά πραγματικά της τάλαντα καί τίς πολύ σοβαρές σπουδές της. Ἦταν μέ λίγα λόγια ἕνας θηλυκός Δόν Ζουάν. Χωρίς διάθεση μετάνοιας ρώτησε τόν πατέρα Ἀνανία τί πρέπει νά κάνει γιά νά μπορεῖ νά ζήσει… Καί ἐκεῖνος, ἀντί νά τῆς ἐπιβάλει κάποιο ἐπιτίμιο ἤ ἔστω νά τή νουθετήσει κατά τά εἰωθότα, τῆς ἀπαντᾶ μέ τόν πιό φυσικό τρόπο τοῦ κόσμου: «Τί νά κάνεις ἐσύ, κόρη μου; Ἕνα πρᾶγμα πρέπει νά κάνεις. Νά κοιτάζεις τό πρόσωπό σου στόν καθρέφτη κάθε πρωί καί νά λές «Σ’ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, πού μέ ἔκανες τόσο ὄμορφη!!! Ἐσύ, τίποτε ἄλλο! Τά ἄλλα εἶναι δικά μου…». Ἡ κοπέλα ὑπάκουσε. Πέρασε καιρός καί ἕνα πρωί, κοιτάζοντας τό πρόσωπό της στόν καθρέφτη, βλέπει ἕνα τέρας!!!… Τότε ἦρθε σέ συναίσθηση καί ἄλλαξε ριζικά ζωή. Ἡ προσευχή τοῦ πατρός Ἀνανία, ἀπόρροια τῆς ἀπέραντης ἀγάπης του, συνετέλεσε στήν ἀνεύρεσι τοῦ ἀληθινοῦ κάλλους, ἀντιστρέφοντας κατά Θεόν Τό πορταῖτο τοῦ Ντόριαν Γκρέυ…
Γιά πολλά χρόνια μοῦ συνέβαινε ἕνα παράδοξο φαινόμενο, πού δέν τόλμησα νά τό συζητήσω μέ κανέναν, γιατί φοβόμουνα ὅτι θά μέ θεωροῦσαν τρελή! Σχεδόν πάντα πήγαινα στόν παππούλη στίς 10 τό πρωί, συνήθως Σάββατο. Ἀκριβῶς στίς 10 ἤμουν ἐκεῖ. Τόν ἔβλεπα κατ’ ἰδίαν μέ ἄνεση, εἰδικά τά παλαιότερα χρόνια, καί μετά μοῦ ἔλεγε σχεδόν πάντα: «Μή φεύγεις ἀκόμα. Κάθισε ἔξω ὅσο θέλεις! Κάθισε ὥσπου νά βαρεθεῖς!» Ἄλλο πού δέν ἤθελα! Κάποια στιγμή ἔβγαινε κι ὁ ἴδιος ἀπό τήν ἐξομολόγηση, καθόταν μαζί μας καί συζητοῦσε γιά ὥρα. Κάποτε στρεφόταν σέ μένα καί μέ ρώταγε χαμογελαστά: «Δέν βαρέθηκες ἀκόμα;» Αὐτό ἦταν τό σημάδι ὅτι θά ἔπρεπε νά ἀποχωρήσω. Ἄλλωστε θά εἶχα καθίσει συνολικά πάνω ἀπό μιάμιση ὥρα. Χαιρετοῦσα λοιπόν καί ἔφευγα βιαστικά ὥστε νά προλάβω τίς δουλειές μου. Θά ἔπρεπε τώρα νά ἦταν περασμένες ἑντεκάμισυ σύμφωνα μέ τούς ὑπολογισμούς μου, ἀφοῦ «βαρέθηκα», ὑποτίθεται, νά κάθωμαι ἐκεῖ…Βγαίνοντας ἔξω στήν ὁδό Μετσόβου κοίταζα πάντα τό ρολόι μου γιά νά ρυθμίσω τόν ὑπόλοιπο χρόνο μου. Παραδόξως ὅμως ἡ ὥρα ἦταν πάντα δέκα καί τέταρτο!… Καί προλάβαινα ὅλες τίς δουλειές τοῦ Σαββάτου καί τῆς ἑβδομάδος τά παραλειπόμενα. Γιά χρόνια δέν τολμοῦσα οὔτε νά τό σκεφτῶ ἤ νά τό ἐρευνήσω περισσότερο, οὔτε νά τό μοιραστῶ μέ κάποιον ἄλλον. Ὥσπου μιά μέρα τό ὁμολόγησα στήν ἀδελφική μου φίλη, πνευματική του κόρη ἐπίσης, τήν συνθέτρια Καλλιόπη Τσουπάκη. Κατάπληκτη ἡ Καλλιόπη (πού ζῆ μόνιμα στήν Ὁλλανδία) μοῦ ἐξομολογεῖται ὅτι τῆς συμβαίνει ἀκριβῶς τό ἴδιο κάθε φορά πού πήγαινε νά τόν δεῖ, ὅταν ἐπέστρεφε στήν Ἑλλάδα. «Καί εἶναι τόσο συμπυκνωμένος ὁ χρόνος αὐτός πού μοῦ φτάνει γιά πολύ καιρό! Καί εἶναι μετά σάν νά μήν κατοικῶ τόσο μακρυά καί τόν βλέπω τόσο λίγο…» κατέληξε βουρκωμένη. Αὐτός ὁ συμπυκνωμένος ἤ μήπως πρέπει νά πῶ ὁ ἀνακτημένος χρόνος συνέβαινε στόν ἐλάχιστο χῶρο τοῦ πατρός Ἀνανία. Δηλαδή στόν τόπο τοῦ μαρτυρίου του. Γιά ’κεῖνον πού ζοῦσε ὀντολογικά τόν ─καί στόν─ λειτουργικό χρόνο τῆς Ἐκκλησίας μας ἴσχυε τό βιβλικό «Χρόνος οὐκ ἔσται πλέον». Ἤ γιά νά τό πῶ ἀπό τήν ἀντίθετη πλευρά, πάλι μέ τά δικά του λόγια: «Ἡ ἁγιότητα! Νά, τί μᾶς λείπει σήμερα καί εἴμαστε ἐγκλωβισμένοι στόν χρόνο»!
Ἡ ἴδια φίλη πού προανέφερα μοῦ ἀφηγήθηκε ἕνα θαυμαστό συμβάν πού ἔλαβε χώρα πρίν ἀρκετά χρόνια. Ἔνα παλληκάρι, πρίν ἀναχωρήσει γιά τή Νέα Ὑόρκη ὅπου εἶχε βρεῖ δουλειά ἀνάλογη τῶν σπουδῶν καί τῶν προσόντων του, ἐπισκέφτηκε τόν π. Ἀνανία γιά νά πάρει τήν εὐχή του σύμφωνα μέ τήν ἐπιθυμία τοῦ πατέρα του, ὁ ὁποῖος εὐλαβεῖτο τόν γέροντα, χωρίς νά εἶναι ὡστόσο ὁ πνευματικός του. Ὁ παππούλης δέχτηκε μέ ἰδιαίτερη ἀγάπη τόν νεαρό. Τόν ξεπροβόδισε δίνοντάς του γιά εὐλογία μιά μικρή εἰκόνα καί τοῦ εἶπε: «Κάθε πρωί πρίν πᾶς στή δουλειά σου νά τήν ἀσπάζεσαι καί νά ἐπικαλεῖσαι τή βοήθεια τοῦ ἁγίου». Ὁ νέος ὑπάκουσε. Πέρασε καιρός καί ἕνα πρωί πού ἑτοιμάστηκε, ὅπως κάθε μέρα, νά πάει στή δουλειά του, ἀφοῦ ἀσπάστηκε την εἰκόνα-εὐλογία τοῦ π. Ἀνανία, διαπιστώνει ὅτι ἡ πόρτα τοῦ διαμερίσματός του δέν ἄνοιγε. Παρά τίς ἀγωνιώδεις προσπάθειές του γιά νά μήν ἀργήσει στή δουλειά του, ἀδύνατον νά ἀνοίξει! Εἶχε μπλοκάρει ὁ μηχανισμός της. Πέρασε πολλή ὥρα γιά νά ἀντιληφθεῖ τί εἶχε συμβεῖ στούς δίδυμους πύργους, ὅπου ἐργαζόταν…Εἰκονιζόμενος ἅγιος ἦταν ὁ ἅγιος Εὐφρόσυνος ὁ μάγειρας, μέ τά μῆλα τοῦ Παραδείσου καί τόν παραμυθένιο βίο, πού ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στίς 11 Σεπτεμβρίου!…
Ἀρχές Δεκεμβρίου τοῦ 2019 διαπιστώνω ἕνα πρωινό ὅτι ἡ μητέρα μου, ἡ ὁποία πάσχει ἀπό ἄνοια, ἔχει πάθει ἐγκεφαλικό καί ὁλόκληρη ἡ δεξιά πλευρά της εἶναι ἐντελῶς παράλυτη. Ἀπελπίστηκα καί τό θεώρησα μή ἀναστρέψιμο, ὅπως καί ἦταν. Άλλά μέσα μου ἔλεγα συνεχῶς «Γιατί, Χριστέ μου; Δέν ἀρκοῦσε τό ἕνα βάσανο;…». Δέν τό εἶπα οὔτε στά ἀδέλφια μου. Πέρασαν σ’ αὐτή τήν κατάσταση σχεδόν δύο ἑβδομάδες, ὥσπου, τήν Κυριακή ἦρθε νά τήν δεῖ ὁ ἀδελφός μου, γιατρός σέ Ἐντατική Μονάδα. Διαπιστώνοντας μέ ὀδυνηρή ἔκπληξη τό συμβάν μέ ἐπέπληξε γιατί δέν τόν εἶχα ἐνημερώσει νωρίτερα. «Καί τί μποροῦσες νά κάνεις;» τοῦ ἀντέλεξα. Δέν ἀπάντησε. Πρίν φύγει μέ ρώτησε ἄν τό εἶχα πεῖ στόν π. Ἀνανία. «Ὄχι, γιά νά μήν τόν ἐπιβαρύνω» ἀπάντησα. Ὅλο καί σπανιότερα ἄλλωστε ἐνοχλούσαμε κάποιοι ἀπό μᾶς τόν παππούλη…Τό μεσημέρι τῆς ἑπόμενης μέρας διαπιστώνω κάτι παράδοξο: τό χέρι τῆς μητέρας μου κάπως κινήθηκε. Τήν τρίτη μέρα ἡ δεξιά πλευρά πού εἶχε ὑποστεῖ τήν ἡμιπληγία ἦταν ἐντελῶς καλά!… Καί μάλιστα τό χεράκι της εἶχε περισσότερη δύναμη ἀπό πρίν! Τηλεφώνησα στόν ἀδελφό μου νά τοῦ πῶ τά εὐχάριστα. Καί μοῦ δίνει ἀπ’ εὐθείας τήν ἑρμηνεία: «Τό πρωί τῆς Δευτέρας τηλεφώνησα στόν π. Ἀνανία. Καί μοῦ εἶπε: «Μήν στεναχωριέστε! Θά τήν διαβάσω καί θά γίνει καλά!!!». Κοντά του εἴδαμε ὅτι τό μυστήριο καί τό θαῦμα εἶναι ὄχι ἁπλῶς καθημερινή ὑπόθεση, ἀλλά τῆς κάθε στιγμῆς τῆς ζωῆς ἐν Χριστῷ, ὅπως τήν βίωνε ὁ ἴδιος.
Ἀνακτημένος χρόνος εἶναι ὁ χρόνος τοῦ θαύματος. Θυμᾶμαι αὐτή τή συζήτηση μέ τήν Καλλιόπη Τσουπάκη, στήν ὁποία ἀνήκει ἡ διαπίστωση, ὅταν ἔγραφε τό 2008 τό ὁρατόριο Πάθη κατὰ Λουκᾶν, μέ κείμενα τοῦ ὁμώνυμου Εὐαγγελίου καί ὕμνους τοῦ Ἁγίου Ρωμανοῦ. Τό συνειδητοποίησε ξαφνικά καθώς μελετοῦσε τό θαῦμα πού ἐπιτέλεσε ὁ Χριστός μέ τό «ὠτίον» τοῦ Μάλχου.
─Δηλαδή, κατάλαβες τί ἔκανε ἐκεῖ ὁ Χριστός; τή θυμᾶμαι νά μοῦ λέει συγκλονισμένη ἀπό τήν ἀποκάλυψη πού ἀξιώθηκε. «Γύρισε πίσω τόν χρόνο. Πρίν συμβεῖ τό τραγικό γεγονός!…
Τά μεταφέρω ὅλα αὐτά στόν παππούλη καί παίρνω τήν ἑξῆς ἀφοπλιστική ἀπάντηση: ─Ἔμ, τῆς Καλλιόπης πού τῆς κόβει, τό κατάλαβε!!!!
Κάποια ἄλλη φορά τοῦ εἶχα ἀναφέρει τόν ἑξῆς διάλογο: «Ξέρετε, παππούλη, καί μέ ἄλλους, ἀλλά κυρίως μέ τήν Καλλιόπη, πολύ συχνά σᾶς …κουτσομπολεύουμε καί ἐπιπλέον σᾶς …κλέβουμε!!!. «Δηλαδή τί ἀκριβῶς κάνετε;» μέ ρωτάει μέ πολύσημο χαμόγελο. «Ἔ, νά: λέμε καί ξαναλέμε κάποια ἀπό ὅσα ἀκούσαμε ἀπό σᾶς. Τά ἑρμηνεύουμε ὅπως μποροῦμε καί τά χρησιμοποιοῦμε περαιτέρω. Δηλαδή τά προεκτείνουμε στή ζωή μας καί τά ἐντάσσουμε στίς ἐργασίες μας καί σέ ὅσα ἐν γένει μᾶς ἀπασχολοῦν. Μ’ ἄλλα λόγια σᾶς ἔχουμε κατακλέψει!!!». Γέλασε μέ τήν ψυχή του καί, πρίν μέ διώξει ὡς συνήθως, μοῦ λέει: «Δικά σας καί καταδικά σας εἶναι ἀφοῦ τά καταλάβατε! Γιατί συνήθως λέω καί ξαναλέω τό ἴδιο πρᾶγμα…καί ἐλάχιστοι τό ἀκοῦνε πραγματικά!…».
Αὐτός ὁ ἀνακτημένος χρόνος στόν λειτουργικό χωρο-χρόνο τῆς Ἐκκλησίας μας ἦταν ἡ καθημερινότητα τοῦ γέροντα Ἀνανία. Ἀπόδειξη ἡ ἀδιάπτωτη ἀναφορά του στούς κεκοιμημένους. «Τούς μακρινούς μας ξενητεμένους», ὅπως χαρακτηριστικά τούς ἔλεγε. Δέν γνωρίσαμε ἄλλον πού νά ζῆ τόσο ἔντονα καί διηνεκῶς σέ ἀδιάπτωτη ἐπικοινωνία μαζί τους. Δέν ὑπάρχει ὁμιλία του χωρίς ἀναφορά σ’ ἐκείνους. Καί δέν εἶναι μόνον οἱ δικοί μας κεκοιμημένοι, τῶν ὁποίων τήν κατάσταση ἔβλεπε «στήν ἄλλη πλάση», καθώς ἤξερε καί τήν ἐδῶ ζωή τους χωρίς νά τούς ἔχει γνωρίσει ἤ τοῦ ἔχει μιλήσει κανένας γιά κείνους. Κι ὄχι μόνο αὐτούς, ἀλλά ὁλόκληρη τήν ἀνθρώπινη ἱστορία, τήν ὁποία μᾶς δίδασκε μέ τόν μοναδικό του τρόπο. Γιατί ὁ πατήρ Ἀνανίας ζοῦσε ὀντολογικά, ὄχι μέ φανταστικές ἀποδράσεις, τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ καί τά γεγονότα τῆς ἱστορίας, κοντινά καί ἀπώτερα. Ὅπως ὁ ἅγιος Πορφύριος, ὁ γέροντάς του, εἶδε ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι στό ἱερό σπήλαιο τῆς Πάτμου ὁλόκληρη τήν Ἀποκάλυψι, ὅπως τήν ἔζησε ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης. Ἤ ὅπως ὁ ἅγιος Παΐσιος ἀξιώθηκε νά δεῖ πῶς μεταστοιχειωνόταν τό ὄρος Σινᾶ καί γινόταν σάν κερί ἀπό τό καταβαῖνον πῦρ τῆς Θεότητος κατά τήν παράδοση τοῦ Νόμου στόν προφήτη Μωυσῆ…Γιατί οἱ ἅγιοι δέν φαντάζονται, ἀλλά ζοῦν τά παρελθόντα καί τά μέλλοντα σέ χρόνο παρόντα… Κι ἄν, ὅπως ὁ ἴδιος συχνά ἐπαναλάμβανε τά λόγια τοῦ ἁγίου Πορφυρίου γιά τόν ἐθνικό μας Ποιητή: «εἴδατε, βρέ παιδιά, γιά νά ’ναι ἔνθεος ὁ Σολωμός, πόσο ψηλά ἀνέβηκε! Καί ἀξιώθηκε μυστικῶν ὁραμάτων πού ἀξιοῦνται οἱ ἅγιοι!». Ἀναρωτιέμαι πόσο κυριολεκτικά πρέπει νά ἐννοήσουμε κάποιες ἀπό τίς δικές του ἀποκαλύψεις….Τόσο κρυπτικά ἤ ἀνεπαισθήτως διατυπωμένες πραγματικές ἐμπειρίες πού τίς ἐκλαμβάναμε συνήθως ὡς σχήματα λόγου. Νά θυμίσω πῶς ὑποστήριζε τήν ἀκοίμητη ἔγνοια του γιά τήν «ἀδιάσπαστη στούς αἰῶνες ἑλληνική γλῶσσα […] πού τή διάλεξε ἡ Ἐκκλησία. Δηλαδή ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Καί τό Ἅγιο Πνεῦμα. Καί κατέγραψε σ’ αὐτή τό Ἱερό Εὐαγγέλιο […] Γιατί ἡ ἑλληνική εἶναι ἡ μητέρα-γλῶσσα. Ἡ γλῶσσα πρίν τήν Βαβέλ!!! Γι’ αὐτό τόση πολεμική συνεχῶς ἐναντίον της…». Πόσο συχνά τό ἐπαναλάμβανε! Ἤ ἄλλα περιστατικά τῶν ὁποίων τήν πραγματική σημασία δέν ἀντιλαμβανόμασταν. Ὅπως τότε πού μᾶς ἀνέφερε τό παράπονο τοῦ Παπαδιαμάντη, ἐπειδή ξέχασε νά τόν μνημονεύσει τήν Κυριακή στή Θεία Λειτουργία: «Καλά διαβάζεις, ἐνθουσιάζεσαι καί μνημονεύεις συνεχῶς αὐτά πού ἔγραψα!!!…Ἀλλά ξέχασες νά μοῦ βγάλεις μερίδα τήν Κυριακή!!!». Ἤ ἄλλοτε πάλι, ὅταν, πολύ σοβαρά ἄρρωστος ἀδυνατοῦσε νά σηκωθεῖ μέσα στή νύχτα γιά νά λειτουργήσει στίς 13 Ὀκτωβρίου… Ἦρθε ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος Μελᾶς. Τόν βοήθησε νά σηκωθεῖ καί τόν ἔφερε νά λειτουργήσει. Καί νά τελέσει τό μνημόσυνο τοῦ μεγάλου ἥρωα στήν ἐπέτειο τοῦ θανάτου του…
Εὐλογήθηκα νά τόν γνωρίσω μέ τόν τρόπο τοῦ Εὐαγγελίου, δηλαδή τό «Ἔρχου καὶ ἴδε», χωρίς νά ἔχω ἀκούσει ἐκ τῶν προτέρων τό παραμικρό γιά τό πρόσωπό του. Ἔτσι μέ πῆγε γιά πρώτη φορά κάποια φίλη λέγοντάς μου μόνο: «Θέλεις νά γνωρίσεις τόν πνευματικό μου; Θά πᾶμε στό σπίτι του». Εἶπα ἀμέσως «ναί» χωρίς καμμία ἄλλη ἐρώτηση. Μπαίνοντας στό κελλί του τῆς ὁδοῦ Μετσόβου αἰστάνθηκα ἕνα κῦμα δροσερῆς θαλπωρῆς, ἄν ἐπιτρέπεται τό ὀξύμωρο, νά πλημμυρίζει τόν χῶρο. Συγχρόνως καθώς τοῦ φιλοῦσα τό χέρι εἶχα ἀκαριαῖα τήν βεβαιότητα ὅτι αὐτός ὁ ἄνθρωπος εἶναι μεγάλος ἀσκητής καί ἅγιος. Θυμᾶμαι πολύ ἔντονα τήν πρώτη σκέψη πού ἦρθε αὐτόματα στόν νοῦ μου: «Αὐτός ὁ ἄνθρωπος εἶναι πραγματικό συναξάρι!». Αὐτή ἡ ἐντύπωση μέ συνόδευε σέ ὅλη τή μετέπειτα ζωή μου, ὅσο κι ἄν ὁ ἴδιος προσπαθοῦσε πολλές φορές νά τήν ἀναιρέσει συνειδητά, καταστρέφοντας συνεχῶς τήν εἰκόνα του μέ διάφορους τρόπους. Καί παρέμεινε ὥς τό τέλος. Καί ἐπαυξάνει μετά τήν κοίμησή του… Μᾶς προετοίμαζε δέ γιά τήν μεγάλη του ἔξοδο ὅπως τό εἶχε ἀνάγκη ὁ καθένας μας ὥστε νά τό ἀντέξει…Ἦταν Μεγάλη Τετάρτη τοῦ 2019 μετά τήν ἐξομολόγηση, ἐνῶ καθόμουν ἀπέναντί του στό ταπεινό κελί του, ξαφνικά ἀδυνατῶ νά τόν διακρίνω… Τόν βλέπω ὄρθιο, ντυμένο μέ τά λευκά του ἄμφια καί τό πρόσωπό του νά λάμπει τόσο πού μέ θάμπωνε…Ἔχασα τήν αἴσθηση τοῦ χρόνου καί τοῦ χώρου. Δέν καταλάβαινα τί γινόταν. Ἀλλά οὔτε καί τήν αἴσθηση τοῦ ὑπερφυσικοῦ εἶχα ἐκείνη τήν ὥρα… Κάποια στιγμή ξαναβλέπω τόν γέροντα ὅπως ἦταν πρίν, χωρίς ἄμφια, μέ τό μαῦρο του ράσο καί τό πετραχῆλι του, νά μοῦ λέει: «Εἶχα φύγει… Μήν τό πεῖς πουθενά!» Ἀκόμα δέν καταλάβαινα τί εἶχε συμβεί. Βγαίνοντας ἀπό τόν χῶρο του ξέχασα ἀμέσως ὅ,τι εἶχα μόλις ἀξιωθεῖ νά ζήσω. Θά τά θυμόμουν ὅλα αὐτά ἀργότερα. Ὅταν ὁ πατήρ Ἀνανίας εἶχε περάσει στήν ἀντίπερα ὄχθη. Τότε τά θαυμαστά πού κατ’ ἐλάχιστον βίωσα ἐπανῆλθαν μέ ἐκπληκτική δύναμη στόν νοῦ μου…
Ἡ ζωή τοῦ Γέροντα Ἀνανία ὑπῆρξε διηνεκής διακονία καί ἀδιάλειπτη θυσία ἀπό τήν αὐγή τοῦ βίου του μέχρι τέλους. Ὅσα φυσικά χαρίσματα τοῦ δόθηκαν ἄνωθεν, καί ἦταν πολλά, τά κατέθεσε ὅλα στή λατρεία «τῆς πρώτης καί τῆς στερνῆς του Ἀγάπης», τοῦ Ἐσταυρωμένου Ἰησοῦ καί τῶν ἀδελφῶν Του ἀνθρώπων. Τόν ἄνθρωπο, «πού ἔγινε ὁλόκληρος μιά πληγή μετά τήν Πτώση», ὅπως τόσο συχνά ἔλεγε, ὑπηρέτησε «ἀπὸ φυλακῆς πρωίας μέχρι νυκτός». Κι ἀπό νυκτός μέχρι πρωίας προσέφερε τόν ἑαυτό του ὡς ὁλοκαύτωμα στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὥσπου ἔγινε ὁ ἴδιος «μικρός Χριστός», ὅπως ὅλοι οἱ ἅγιοι. Στήν τελευταία πράξη τοῦ ἐγκόσμιου βίου του, μέ τήν ἐπώδυνη δοκιμασία τῆς ὑγείας του συντελέστηκε πλήρως ἡ θυσία του. Ἀξιώθηκε νά τήν δεῖ, δύο μέρες πρό τῆς ἐκδημίας του, ἀγαπημένη πνευματική ἀδελφή, πού ἔτυχε τῆς ξεχωριστῆς εὐλογίας νά ἀνήκει στούς πολύ κοντινούς του ἀνθρώπους. Ἀπό τά ὅσα συγκλονιστικά μοῦ διηγήθηκε, ἐλάχιστα μόνο μπόρεσα νά συγκρατήσω… Σκόρπιες φράσεις πού μπορούν ἴσως νά συνοψιστοῦν στά ἑξῆς: «Ὁλόκληρη ἡ μαρτυρική του ὕπαρξη ἀνέβηκε στόν σταυρό ἐπιστρέφοντας ὅ,τι τοῦ δόθηκε γιά νά ὑπηρετήσει τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο. Ἀπό τίς πρῶτες μέρες κατάλαβα ὅτι βίωνε τό μαρτύριο τῆς δίψας. Μέ τίς ἐλάχιστες κινήσεις τῶν “καρφωμένων” χεριῶν του μοῦ ἔνευσε ζητώντας νερό…Ἡ τραχειοστομία τοῦ στέρησε, ἐκτός ἀπό τήν ἱερατική του γενειάδα, τήν φωνή, πού μ’ αὐτήν ὑπηρέτησε τό μεγάλο μυστήριο τοῦ λόγου… Καί ἐνῶ ἔβλεπα στό καταπονημένο του σῶμα τήν ὁλοκληρωμένη θυσία τοῦ εἶναι του, εἶχα συγχρόνως τήν ἀπόλυτη βεβαιότητα τῆς ἄλλης παρουσίας του. Πέρα ἀπό κάθε φθορά καί ἀσθένεια…». Ἡ πάντοτε χαμηλῶν τόνων φωνή της, καθώς προχωροῦσε στήν περιγραφή τῶν τελευταίων ὡρῶν τοῦ ἁγίου μας Γέροντα ἀκουγόταν ἀγνώριστη. Περασμένα ἤδη πολύ τά μεσάνυχτα καί ἦταν ξάφνου σάν νά φύγαν οἱ τοίχοι καί ἡ στέγη τοῦ πατρικοῦ μου σπιτιοῦ…Καί τά πάντα νά παίρνουν συμπαντικές διαστάσεις…Καί νά εἶναι ἁπτή ἡ παρουσία του…
«Ἄν εἶσαι ἄνθρωπος, γίνε ἀγάπη» ἐπαναλάμβανε κάθε τόσο τήν προτροπή τοῦ Βίκτωρος Οὐγκώ ὁ πατήρ Ἀνανίας. Τώρα ὁ ἴδιος «ἔγινε ἀγάπη καί γυρνᾶ στό Σύμπαν», ὅπως θά ’λεγε ὁ ἀγαπημένος του ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος. Ἀλλά εἴμαστε βέβαιοι πώς εἶναι πάντα καί ἐδῶ. Καί μπορεῖ τόν δοῦμε. Νά συλλειτουργεῖ. Ἤ νά ψάλλει ἔμπλεως χάριτος τά ἀγαπημένα του ἑωθινά. Καί αὐτό δέν θά εἶναι παραίσθηση. Ἀλλά καθαρή αἴσθηση στόν ἀνακτημένο χρόνο τῆς ἀνέσπερης Ἡμέρας τοῦ Κυρίου.

*Δανείστηκα τόν τίτλο τοῦ κειμένου μου ἀπό δύο πηγές. Πρῶτον ἀπό ἀφιέρωση τοῦ π. Ἀνανία στό βιβλίο Εἰσαγωγή στή μουσική τοῦ 20ου αἰῶνα, τό ὁποῖο μοῦ χάρισε ὅταν τόν γνώρισα. Μέ μολύβι, καθώς ἔγραφε σχεδόν πάντα, γραμμένα τά ἑξῆς: «Μετά πολλῆς ἀγάπης καί εὐχῶν μου». Καί ἀμέσως μετά ἡ ἐξίσωση-ἐπεξήγηση: «ἀγάπη = ἀνεύρεσι τοῦ κάλλους». Δεύτερον ἀπό τόν τίτλο τοῦ περίφημου ἔργου τοῦ Marcel Proust À la recherche du temps perdu (Ἀναζητώντας τόν χαμένο χρόνο) διασκευασμένο κατά τήν περίσταση.

**«Χρόνος παρών καί χρόνος παρελθών/ εἶναι καί οἱ δύο ἴσως μέσα στό μέλλον/ καί τό μέλλον συνεχίζεται σέ χρόνο παρελθόντα». Ὅταν πρωτοδιάβασα αὐτούς τούς στίχους τοῦ Ἔλιοτ ἀπό Τά τέσσερα κουαρτέτα θέλησα ἐπιτέλους νά μάθω συστηματικά Ἀγγλικά γιά νά μπορῶ νά διαβάσω λογοτεχνία! Ὅταν τό ἀνέφερα στόν π. Ἀνανία χαμογέλασε καί μοῦ εἶπε: «Αὐτός εἶναι ὁ ἑλληνικός τρόπος νά μαθαίνεις ξένες γλῶσσες! Ὁ τρόπος τοῦ Παπαδιαμάντη!».