ΔΙΑΤΙ Η ΜΗΛΙΑ ΔΕΝ ΕΓΙΝΕ ΜΗΛΕΑ (διήγημα του Γ Βιζυηνού)

          Αγαθή τύχη, ανεκινήθη εσχάτως το περί νεοελληνικής γλώσσης ζήτημα, το ουσιωδέστερον, κατ’ εμέ, των όσα έπρεπε να επασχολούν το ημέτερον έθνος, ουσιωδέστερον ίσως και αυτού ακόμη του ανατολικού ζητήματος. Πλην, αναγνώσται και αναγνώστριαι, όσοι υπολείπεσθε ακόμη της Μεγάλης ημών Ιδέας θιασώται, μη εκπλαγείτε δια την άμεσον ταύτην συσχέτισιν του ζωτικοτέρου των ζητημάτων με την γραμματικήν των σχολαστικών της Ελλάδος. Το γνωρίζω: Οι καλόγηροι φρονούν ότι θα υπάγομεν όλοι εις τον διάβολον, όσοι δεν αποκληρούμεν τους υιούς και τας θυγατέρας ημών, δια ν’ αφιερώσομεν τα κτήματά μας εις τα μοναστήρια, προς ψυχικήν σωτηρίαν· οι συγγραφείς πρεσβεύουν, ως άρθρον πίστεως ιδίας, ότι πρόοδος εθνική δεν είναι δυνατό να γίνει, ενόσω έκαστος των Ελλήνων δεν σπεύδει να εγγραφεί συνδρομητής εις τα βιβλία των, προπληρώνων, εννοείται, την συνδρομήν του. Και εγώ λοιπόν ημπορώ να φανώ υποθέτων ότι η Ελλάς δεν θα λύσει το ανατολικόν ζήτημα υπέρ εαυτής, ειμή διά των απολύτων γενικών και των απαρεμφάτων. Και έρχομαι επομένως ενταύθα να παραστήσω το σύνθημα του μέλλοντος μεγαλείου της πατρίδος ως συνιστάμενον εις ουδέν άλλο, ει μη εις λέξεις, λέξεις, λέξεις! Όχι! Ο λόγος, δια τον οποίον συνδέω το γλωσσικόν της Ελλάδος ζήτημα με το άλλο, το αποβλέπον τουτ’ αυτό την ύπαρξίν της, είναι… Αλλά καλύτερα να τον μαντεύσητε μόνοι σας εν τω μεταξύ αναγινώσκοντες. Το ανάγνωσμα όμως, όπερ σας προσφέρω, δεν είναι παρά μία ιστορία. Μία ιστορία τόσον απλή και συνήθης, ώστε απορώ πως δεν την έχει καμία εκ των μεγάλων επιφυλλίδων, κανένα από τα ογκώδη βιβλία, όσα εγράφησαν εσχάτως περί του οποία πρέπει να είναι η γλώσσα των σημερινών Ελλήνων! Ιδού η ιστορία.

          Όταν ήμουν μαθητής του αλληλοδιδακτικού σχολείου της πατρίδος μου, είχον ιδιαιτέραν την αδυναμίαν εις την μηλιά. Δεν εννοώ την Μηλιά την θυγατέρα του γείτονός μου, αλλά την γλυκομηλιά, το δένδρον, το οποίον εστόλιζε τον κήπο μας. Ήτο πολύ περίεργον δένδρον αυτή η μηλιά: Έκαμνεν άνθη και καρπούς, όπως πάσα εξαδέλφη της, κατά το θέρος, και πάλιν άνθη και καρπούς κατά το φθινόπωρον. Επειδή δε ήτο η πρώτη μηλιά, την οποίαν εγνώρισα εις την ζωήν μου, και η μόνη, ήτις με ήρεσκε πλέον των άλλων, έμαθον να ονομάζω και όλα τα δένδρα μηλιές, όσα είχον τα αυτά χαρακτηριστικά και έκαμνον μήλα όπως τα της ιδικής μας, αν και δεν εκαρποφόρουν εκείναι, όπως αυτή, δύο φοράς το έτος. Εν τούτοις, με όλην την μεταξύ εμού και της μηλιάς παλαιάν φιλίαν και συμπάθειαν, δεν ημπορώ να είπω ότι εγνώριζε καλά- καλά ο είς τον άλλον. Δεν ηξεύρω αν και η μηλιά προσεπάθησε ποτέ να εννοήσει τι πράγμα ημήν εγώ, όστις έπαιζον τόσον συχνά υπό την σκιάν της ή εκαθήμην ιππαστί επί των κλάδων της. Ενθυμούμαι όμως πολύ καλά ότι εγώ, προ πάντων κατά τον καιρόν της ανθήσεώς της, εσυνήθιζον να ίσταμαι εν τινί απ’ αυτής αποστάσει, με τας χείρας εστηριγμένας επί των λαγόνων, τους οφθαλμούς ατενείς προς τον θαυμάσιον, τον ερυθρόλευκον αυτής στολισμόν, απορών κατ’ εμαυτόν επί πολλήν ώραν τι πράγμα να είναι άραγε αυτό το δένδρον! Τι πράγμα να είναι. Αλλ’ όσο και αν ηπόρουν, όσο και αν ηρώτων τους περί εμέ, η απόκρισις ήτο πάντοτε η αυτή, ότι δηλαδή το δένδρον εκείνο ήτο μηλιά. Καλά! Αλλά η μηλιά τι πράγμαείναι;…

          Όταν έφερον εις το χωρίον μας νέον διδάσκαλον, ήλπισα ενδομύχως ότι θα εμάνθανον πλέον τι πράγμα είναι η μηλιά, διότι πριν φτάσει ο φραγκοφορεμένος εκείνος κύριος εις το χωρίον μας διεδόθη μεταξύ των παιδίων ότι ήτο πολύ καλύτερος από τον παλαιόν και τα ήξευρε όλα περιγραμμάτου. Η φήμη δεν διεψεύσθη. Διότι, μόλις ελθών ο καχεκτικός εκείνος νεανίσκος, ανέγνωσε τα ονόματά μας εκ του καταλόγου και αμέσως εύρεν ότι ήσαν όλα εσφαλμένα και ότι ο πρώην ημών διδάσκαλος ήτο χαϊβάνι. Και επήρε λοιπόν το κονδύλι και ήρχισε να μας διορθώνει τα ονόματά μας.

   ― Πώς σε λέγουν εσένα;

   ― Θεόδωρο Μπεράτογλου.

   ― Όχι, βρε χαϊβάνι! Θουκυδίδη σε λέγουν. Θουκυδίδη Μπεράτογλου. Εσένα, πώς σε λέν;

   ― Δημήτρη Ντεμιρτζόγλου.

   ― Όχι, βρε χαϊβάνι! Δημοσθένη Ντεμιρτζόγλου.

          Και ούτω καθ’ εξής εν μιά ημέρα μετέβαλεν, ο αθεόφοβος, όλα τα βαπτιστικά μας ονόματα, αρσενικά και θηλυκά, τοιουτοτρόπως ώστε, αν συνέβαινε να έλθει κατ’ εκείνη την εποχήν εις το χωρίον μας ξένος τις εκ των αγαθών φιλελλήνων, θα επίστευεν αναμφιβόλως, ότι ανεκάλυψεν αίφνης την αρχαίαν Ελλάδα ολοζώντανον, με όλους αυτής τους θεούς, τας θεάς, τους ημιθέους και τους ήρωας, τους ποιητάς και τους σοφούς της φοιτώντας εις το αλληλοδιδακτικόν σχολείον, γυμνούς μεν τους πόδας και ασκεπείς την κεφαλήν, όπως άλλοτε, αλλά βρακοφορούντας και γελεκοφορούντας και αντεροφορούντας!

          Οπωσδήποτε, όταν ο ασυνείδητος εκείνος άνθρωπος, έπεισε τον κόσμον ότι εγώ δεν είμαι το Γιωργί του χωρίου μου, αλλά ο Γοργίας, το πράγμα δεν μου ήγγισε τόσον δα την καρδίαν: το επήρα δι’ αστείον. Άλλωστε εγώ δεν ονόμαζον ποτέ τον εαυτόν μου και η μεταβολή απέβλεπε τους όσοι έμελλον να με καλώσι με το νέον μου όνομα.

          Αλλά τα περιγραμμάτου του διδασκάλου μας δεν περιορίσθησαν εις τα ονόματά μας μόνον. Δις η τρις της εβδομάδος ηγγάρευέ τινας εξ ημών δια να ξεβοτανίζομεν τον κήπον της μητροπόλεως. Εγώ δεν έβλεπον την ώραν να έλθη η σειρά μου. Εν τω κήπω υπήρχεν έν δένδρον ανθισμένον ως το ιδικόν μας. Χωρίς άλλο θα εμάνθανον τι πράγμα είναι αυτό το δένδρον. Όταν, τέλος, αγγαρευθείς και εγώ ευρέθην μετά του διδασκάλου ενώπιον της μηλιάς:

   ― Τι πράγμα εν’ αυτό το δένδρον, δάσκαλε, τον ηρώτησα, δείξας προς αυτόν δια του δακτύλου.

   ― Μηλέα, απεκρίθη εκείνος.

   ― Όχι! απήντησα εγώ, δεν το ξέρεις! Αυτό ν’ μηλιά!

          Ήτο η κακή ώρα που το είπα, διότι από τότε ήρχισαν τα βάσανά μου με αυτόν τον διδάσκαλον. Θεούς και ανθρώπους μαρτύρομαι, ότι εγώ ηρώτησα ουχί περί του ονόματος ―το όνομα το ήξευρον ― αλλά περί του πράγματος: τι πράγμα είναι το δένδρον ήθελον να μάθω, τίποτε άλλο. Ο διδάσκαλος μου όμως, δεν ηξεύρω τι παθών, απεφάσισεν απ’ εκείνης της στιγμής να με μάθει και καλά ότι η μηλιά δεν είναι μηλιά, αλλά μηλέα!

   ― Πες πως το λένε μηλέα! εκραύγαζεν έξαλλος ο ισχνός και χλωμός νεανίσκος, κρατών με από το ωτίον και δεικνύων το δένδρον.

   ― Μπα, π’ ανάθεμά τον! εσκεπτόμην εγώ ηγανακτισμένος, πώς ημπορεί αυτό ποτέ, να γίνει η μηλιά μηλέγα! Αυτό είναι το ίδιο δένδρο που έχουμεν εις τον κήπον μας, κάμνει τα αυτά άνθη, τα αυτά φύλλα, τους αυτούς καρπούς, δεν ημπορεί παρά να είναι και αυτό μηλιά, όπως η εδική μας. Το ξέυρω από μιας αρχής, με το έμαθεν η μητέρα μου. Το λέγει όλος ο κόσμος! Εγώ ποίον να πιστεύσω περισσότερον, την μητέρα μου και τους χωριανούς μου ή αυτόν τον ξένον, που ήλθε να μας αλλάξει τα ονόματά μας!

   ― Όχι δάσκαλε, δεν το ξέρεις! απεκρινόμην οσάκις με ηρώτα· αυτό ν’ μηλιά!

   ― Μπα; Έτσι θες εσύ, χαϊβάνι; Τώρα να σε δείξω εγώ πώς το λέν.

          Και -αυτού σε τρώγει, αυτού σε πονεί- μου έδωκεν ο αθεόφοβος τεσσαράκοντα παρά μίαν, οξύτατα κραυγάζων εν τω μεταξύ να ειπώ ότι η μηλιά δεν είναι μηλιά, αλλά μηλέα!

          Τώρα πρέπει να ηξεύρητε ότι εις το χωρίον μου επικρατεί μια φυσική κατά της χασμωδίας αντιπάθεια, συνεπεία δε ταύτης αι πλείσται των λέξεών μας υπόκεινται εις εκθλίψεις πολλάς και συνιζήσεις, ενώ άλλαι τινές λαμβάνουν το γ μεταξύ των φωνηέντων, ως τα θεγός, νέγος, ωραίγα, αντί θεός, νέος, ωραία κτλ. Είχον λοιπόν εγώ ο δυστυχής όχι μόνο να θυσιάσω την μηλιάν εις την μηλέαν, αλλά και να υπερνικήσω την αντιπάθειαν ταύτην, να προφέρω δηλαδή μηλέα αντί μηλέγα: κατόρθωμα, προς το οποίον δεν με εβοήθουν τότε τα φωνητικά μου όργανα. Φαντάζεσθε λοιπόν τι υπέφερα από τον μονομανή εκείνον διδάσκαλον, έως ότου κατορθώσω και το εν και το άλλο, και να είπω επί τέλους ότι η μηλιά είναι  μηλέα!

          Εν τούτοις, όταν μετ’ ολίγον, μεταβάς εις τον οίκον μας, είδον το ωραίον μας δένδρον ανθοβολούν και μυροβόλον εν τω κήπω, κολακευτικώς περιβομβούμενον υπό των επ’ αυτού πετομένων μελισσών, ησθάνθην τόσην εντροπήν, τόσην εντροπήν! Ενόμιζον ότι έκαστος των πρασίνων οφθαλμών του με έβλεπε θυμωμένος· έκαστον των ανθέων του ήνοιγε τα χείλη να με είπει ότι τα επρόδωσα… Και μοι εφάνη ότι ο γενικός εκείνος βόμβος ήτο πικρός της ανοησίας μου έλεγχος! Και πώς να μη με ειπούν ανόητον και πώς να μη μ’ ελέγξουν, αφού το δένδρον, το οποίο έβλεπα ενώπιόν μου, ήτο όλως διόλου το αυτό με το δένδρον της μητροπόλεως και όμως εγώ το αρνήθηκα και είπα ότι δεν είναι μηλιά, αλλά μηλέα!

          Ενθυμούμαι ότι όλην εκείνην την νύκτα έβλεπον εις τον ύπνον μου τα άνθη της μηλιάς ως άπειρον πληθύν μικροσκοπικών ωραίων λευκοφόρων κορασίων, τα οποία με περιεβόμβουν παραπονούμενα, επιπλήττοντα, ελέγχοντά με δια την ανοησίαν μου.

          Όταν την επιούσαν εισήλθον εις το σχολείον, έρριψα επί το διδασκάλου περιφρονητικόν, προκλητικόν βλέμμα.

   ― Πως το λέγουν το δένδρο που σε είπα, βρε χαϊβάνι; με ηρώτησεν εκείνος χαιρεκάκως.

   ― Μηλιά, δάσκαλε, απάντησα εγώ μετά πείσματος και προέβην εις την θέσιν μου.

          Αλλά δεν επρόφθασα να καθίσω και με συνέλαβεν ο σκληρός από του ωτίου και ήρχισεν πάλιν να με βασανίζει. Δεν είναι πολύ τιμητικόν διά το γένος των δασκάλων να σας διηγηθώ ποσάκις ετιμωρήθην δια να ειπώ και καλά ότι η μηλιά είναι μηλέα· διότι εννοείται ότι έπρεπεν επί τέλους να ενδώσω και να το ειπώ, άλλως εκινδύνευεν η ζωή μου. Εν τούτοις -το λέγω προς ικανοποίησιν της ιδικής μας της μηλιάς- αυτήν δεν την επρόδωσα. Και ιδού πώς:

          Αφού είδον ότι δεν ηδυνάμην ν’ ανθέξω πλέον εις την σκληρότητα του απανθρωπαρίου εκείνου, έκαμα τον εξής λογαριασμόν με την συνείδησίν μου και είπον: αυτή η μηλιά, που είναι μέσα εις το κήπον της μητροπόλεως, ημπορεί να είναι μηλέα· και είναι μηλέα όχι δι’ άλλον λόγον, παρά… διότι ο διδάσκαλος δέρνει! Η μηλιά όμως, όπου είναι μέσα εις τον κήπο μας, είναι μηλιά, διότι είναι μηλιά! Τοιουτοτρόπως συνεβιβάσθημεν με τον διδάσκαλον.

          Αλλά έλα τώρα όπου ήρχισε μια τρομερά διαμάχη μεταξύ της μηλιάς και της μηλέας εντός της κεφαλής μου! Το πράγμα ημπορεί να φαίνεται παράξενον, να φαίνεται αστείον, αλλ’ εγώ δεν χωρατεύω.

          Η μηλιά -δηλαδή, καθώς λέγουν οι ψυχολόγοι, η παράστασις της λέξεως μηλιά- εμβήκεν εις την ψυχήν μου συγχρόνως με την παράστασιν του δένδρου και εις έναν καιρόν, κατά τον οποίον όλαι αι αισθήσεις μου είχον αναπεπταμένας τας θύρας και εδέχοντο ευχαρίστως κάθε τι, το οποίον ήρχετο συστημένον ή από την μητέρα μου ή από τους οικείους μου να κατοικήσει εντός της κεφαλής μου. Επειδή δε τότε ήτο πολύς τόπος διαθέσιμος, εκάστη παράστασις, η οποία εισήρχετο, έστηνε τον θρόνον της και εκάθιζεν όσον και όπως της ήρεσκε καλύτερα και ήτο ωσάν οικοκυρά μέσα εις το σπίτι της. Έτσι το έκαμον τόσαι άλλαι, έτσι το έκαμε και η μηλιά. Αλλά αυτή η τελευταία, εκεί όπου εκάθητο τόσα χρόνια εις την ησυχία της και είχε πλέον το σπιτικόν της και τους φίλους της -παραστάσεις, με τας οποίας συνέζησε τόσον καιρόν εις την ψυχήν μου και συνέδεσε τόσας σχέσεις προς αυτάς και συγγενείας- βλέπει μίαν ημέρα την κυρά την μηλέα, που εμβαίνει μέσα στο κεφάλι μου έξαφνα – έξαφνα, τόσον μονάχη και όμως τόσο ξιππασμένη, να της λέγει της μηλιάς «σήκω συ να κάτσω εγώ!». Μπα! είπεν η μηλιά, και πώς γίνετ’ αυτό! Εγώ είμαι εδώ τόσα χρόνια, τον τόπο που κρατώ τον ηύρα αδέσποτο και έκαμα κατοχήν δικαιώματι προτεραιότητος, και ποια είσαι συ, που έρχεσαι να μου τον πάρεις; Και φώναξε τας σχετικάς της και τας φίλας της και τας ηρώτησε: Ποιά είναι, παρακαλώ, του λόγου της; Την γνωρίζετε; Όχι, όχι! απάντησαν όλαι ομοφώνως και συνεμάχησαν με την μηλιάν και ήρχισαν να εκδιώκουν την μηλέαν κακήν κακώς έξω! Έξω, ξένη. Δεν ταιριάζεις μαζί μας! Δεν σε γνωρίζομεν! Δεν σε θέλομεν! Τότε η παράστασις της μηλέας ελάμβανεν εις επικουρίαν της την παράστασιν του διδασκάλου, τας παραστάσεις των τιμωριών και εισέρχεται εκ νέου εις την συνείδησίν μου, ως άνθρωπος, όστις θέλει να παρέμβει εις την ιδιοκτησίαν των άλλων διά της αδίκου υποστηρίξεως αστυνομικών οργάνων. Αλλά καταλαμβάνετε ότι ο διδάσκαλος τιμωρεί, όχι όμως και η παράστασίς του· ότι οι ραβδισμοί προξενούν πόνον, όχι όμως και η ανάμνησις των ραβδισμών. Και λοιπόν εξανέστη αφόβως πλέον κατά της τοιαύτης παρεμβάσεως ολόκληρος η ψυχή μου και:

   ― Έξω! Έξω! έστειλα τους εισβολείς κατά διαβόλου.

          Μόνον οσάκις με ηρώτα ο αληθινός διδάσκαλος πώς το λέγουν το δένδρον απεκρινόμην ότι το λέγουν μηλέαν, αφού δα δεν επρόκειτο περί του δένδρου του κήπου μας. Αλλά και τούτο έπαυσε μετ’ ολίγον· διότι και ο αληθινός διδάσκαλος εδιώχθη κακός κακώς όχι μόνον από του περιεχομένου της ψυχής μου, αλλά και από του χωρίου μας. Ότι μετ’ αυτού έφυγαν και πάντες εκείνοι οι ονομαστικοί θεοί και ήρωες, δι’ ων επλημμύρισε το χωρίον μας, είναι περιττόν να σας το είπω. Εκείνο, το οποίον μας ενδιέφερεν ενταύθα, είναι ότι η μηλιά δεν έγινε μηλέα και ότι εγώ, με όλους εκείνους τους δαρμούς και τα μαλώματα, έμεινα χωρίς να μάθω εν τω σχολείω τι πράγμα είναι η μηλιά!