Είμαι ο μοναδικός Έλληνας στην Αυστραλία που έκανε το επώνυμό του μεγαλύτερο και νομίζω πως θα καταλάβετε γιατί…

Ο Φώτης Καπετόπουλος έχασε την ευκαιρία να αποκτήσει το… ρομαντικό επίθετο που πάντα επιθυμούσε. Φώτο: Supplied


31 January 2023

Ο καλός συνάδελφος, Φώτης Καπετόπουλος, δημοσίευσε πρόσφατα ένα πρωτότυπο άρθρο του στην εφημερίδα “The Age”, στο οποίο θίγει με έναν απολαυστικό τρόπο το πάντα επίκαιρο και επίπονο για τους Έλληνες μετανάστες κάθε γενιάς –από τη δεκαετία του ’50 έως και σήμερα– ζήτημα: τα μακροσκελή ή δυσπρόφερτα ελληνικά επίθετα.

Ενώ οι περισσότεροι, για να μην πούμε όλοι, οι Έλληνες αναγκάζονταν να «κόβουν» τα επώνυμά τους για να γίνουν πιο “εύπεπτα” στους Αυστραλούς, ο Φώτης, εξηγεί πώς ο ίδιος πηγαίνοντας κόντρα στη γενική τάση (κάτι που είναι στη φύση του, άλλωστε), το μεγάλωσε για λόγους… ευπρέπειας, αλλά κυρίως επειδή το απαίτησε ο γιος του, ο οποίος την εποχή της σοβαρής αυτής διακύβευσης ήταν μόλις 8 χρόνων πιτσιρικάς.

Η ιστορία αυτή βρήκε φοβερή ανταπόκριση από το αναγνωστικό κοινό της εφημερίδας και το άρθρο παρέμεινε στη θέση του πιο δημοφιλούς επί δύο ολόκληρες εβδομάδες.

Διαβάστε στη συνέχεια ολόκληρο το άρθρο:

«Κοκκινάκης, Κύργιος, Τσιτσιπάς. Ο Ιανουάριος είναι ο μήνας που τα ελληνικά ονόματα έχουν την τιμητική τους στην Αυστραλία. Το δικό μου επίθετο είναι Καπετόπουλος. Αλλά δεν ήταν πάντα έτσι.

Μπορεί να είμαι ο μόνος Έλληνας στον κόσμο που επιμήκυνε το επώνυμό του με κάθε επισημότητα, το 2010, διπλασιάζοντας σχεδόν τον αριθμό των γραμμάτων του.

Ο Δρ Φιλ Καυκαλούδης, σε άρθρο του στον “Νέο Κόσμο”, όπου εργάζομαι, σχετικά με το νέο του βιβλίο έγραψε για το πώς πολλοί Έλληνες μετανάστες αγγλοποίησαν τα ονόματά τους στο παρελθόν, λόγω ρατσισμού, αναζήτησης ευκαιριών εργασίας που δεν ήταν διαθέσιμες για κάποιον με ελληνικό όνομα και της ανάγκης για αποδοχή.

«Για πολλούς, η ταυτότητα είναι συνδεδεμένη με το όνομά τους. Αυτό δεν συμβαίνει μόνο επειδή έτσι μας αποκαλούν, αλλά επειδή δηλώνει την κληρονομιά μας. Ο νονός μου, Νικ Μανιαρίζης, έγινε Νικ Μάνινγκ κατά την άφιξή του στην Αυστραλία, όταν η σύζυγος του Έλληνα προξένου της Νέας Νότιας Ουαλίας του είπε ότι θα ήταν πολύ δύσκολο να χρησιμοποιήσει το ελληνικό του όνομα στην Αυστραλία του 1950», γράφει ο Δρ Καυκαλούδης.

Αρχικά, το επώνυμό μου ήταν Καπότας – είμαι σίγουρος ότι οι Έλληνες που διαβάζουν τώρα έχουν σκάσει στα γέλια. Η μετατροπή του στο κοινώς γνωστό επώνυμό μας, Καπετόπουλος, είναι προϊόν εξαναγκασμού από τον 8χρονο τότε γιο μου.

Το αρχικό Καπότας, έχει ποικίλες καταβολές, αλλά σημαίνει παλτό ή κάλυμμα. Στα ιταλικά, είναι Capote – το Κ εξέπεσε μετά τη βυζαντινή περίοδο, όταν τα ελληνικά συγχωνεύτηκαν με τα λατινικά. Καπότα είναι το όνομα του μακριού μαύρου παλτού που φοριέται σε ορισμένες περιστάσεις από μέλη του εβραϊκού κινήματος Chabad.

Σύμφωνα με το Google η λέξη έχει σανσκριτικές ρίζες – το μεταξωτό Kapote, που ήταν πολύ δημοφιλές μεταξύ των Ινδών εμπόρων μεταξιού.

Καπότας ήταν το όνομα του παππού μου Φώτη, αλλά το άλλαξε σε Καπετόπουλος. Γιατί; Γιατί από τις αρχές περίπου του 20ού αιώνα, στην ελληνική αργκό, η λέξη «καπότα» άρχισε να σημαίνει προφυλακτικό, όρος που πλέον χρησιμοποιείται ευρέως μεταξύ των Ελλήνων.

Ο παππούς μου, που ήταν πωλητής ρούχων, το άλλαξε σε Καπετόπουλος. Στα ελληνικά το «όπουλος» είναι κάτι σαν το «Μακ» και σημαίνει «ο γιος του…». Ως εκ τούτου, ήμουν ο γιος του… προφυλακτικού.

Όταν ο μπαμπάς μου έφθασε στην Αυστραλία το 1956, δηλώθηκε ως Καπότας, γιατί ήταν πιο εύκολο να το πεις.

Το 1986, στο πρώτο μου ταξίδι στην Αθήνα ως ενήλικος πλέον φοιτητής του Πανεπιστημίου, όταν έφτασα στο Ελληνικό, ο ελεγκτής κοίταξε το διαβατήριό μου και με ρώτησε στα αγγλικά: «Μιλάτε ελληνικά;».

«Όχι», απάντησα ψέματα εγώ. Τότε άρχισε να γελάει και μετά φώναξε στα ελληνικά σε έναν συνάδελφό του: «Έλα να δεις το επώνυμο αυτού του τύπου».

Ο συνάδελφός του πλησίασε, κοίταξε το διαβατήριό μου και οι δυο μαζί έσκασαν στα γέλια. Κι εγώ να χαμογελάω σαν «μαλάκας», προσποιούμενος ότι δεν είχα ιδέα τι συνέβαινε.

«Υπάρχει κάποιο πρόβλημα, κύριε ελεγκτή;» ρώτησα ευγενικά. Φυσικά και πρέπει να είσαι ευγενικός μπροστά σε νεαρούς, ένστολους φρουρούς με πολυβόλα ζωσμένα στη μέση τους.

«Ξέρετε τι σημαίνει το επώνυμό σας;» με ρώτησε.

«Παλτό, νομίζω», απάντησα.

«Ναι, ναι, παλτό», είπε δίνοντάς μου το διαβατήριό μου και με χαιρέτησε. Γύρισα να φύγω και καθώς απομακρυνόμουν μπορούσα ακόμα να τους ακούω να γελάνε.

Το όνομα της συντρόφου μου είναι Σαλντάνια. Είναι ισπανικής καταγωγής, και οι Ισπανίδες δεν παίρνουν τα επώνυμα των συζύγων τους και ούτε θα έπρεπε, άλλωστε. Επίσης, ως χορεύτρια φλαμένκο, η αλλαγή από Σαλντάνια σε Καπετόπουλος θα ισοδυναμούσε με επαγγελματική αυτοκτονία.

Πίσω στο 2010. Ήμαστε έτοιμοι να ταξιδέψουμε για πρώτη φορά μαζί με το γιο μας στο εξωτερικό και να επισκεφθούμε την Ισπανία και την Ελλάδα, όταν η γυναίκα μου επεσήμανε: «Εσύ είσαι Καπότας στο διαβατήριό σου, εγώ είμαι Σαλντάνια και ο γιος μας Καπετόπουλος… Θα νομίζουν ότι απαγάγαμε το παιδί. Κάποιος πρέπει να αλλάξει όνομα, λοιπόν, και δεν θα είμαι εγώ αυτή».

Έτσι παρουσιάστηκε μια ευκαιρία να γίνω ο Καπότας. Μια στροφή προς τη γενέτειρα του πατέρα μου, την Πάτρα, στα δυτικά παράλια της Πελοποννήσου, μια πάλαι ποτέ βενετοκρατούμενη πόλη.

Θα μπορούσα να γίνω ακόμα και ο Καπότας με C: Φώτης Cαπότας (με έμφαση στο C), μια νύξη στην αυθεντική μου εθνικότητα. Και ένας πολύ καλός τρόπος για να «περάσω» επιτέλους στην Αγγλοσφαίρα χωρίς να απαρνηθώ την εθνικότητά μου ή τις πολιτισμικές μου ρίζες. Μια ευκαιρία να επιστρέψω στο αρχικό οικογενειακό μας όνομα. Η τέλεια πινελιά ρομαντισμού στον καμβά της πολυπολιτισμικότητας. Ένας Έλληνας με ιταλική φινέτσα. Νέες ευκαιρίες. Τέρμα πια τα «συγγνώμη τι;» ή «ω, δεν θα προσπαθήσω καν να το πω αυτό».

Ένα όνομα που μπορεί να προφερθεί. Και ποιος νοιάζεται για τους Έλληνες που κοροϊδεύουν τον Καπότα (με Κ ή με C) – αυτό είναι το πραγματικό μου όνομα. Σκέφτηκα όλα τα παραπάνω. Επιτέλους, αφέθηκα να κλειστώ στη χλιαρή αγκαλιά της προοδευτικής αγγλικής μεσαίας τάξης.

Όμως, λογάριαζα χωρίς τον ξενοδόχο. Δεν είχα υπολογίσει την απροθυμία του οκτάχρονου γιου μου.

«Αποκλείεται!» ήταν η απάντησή του όταν του είπαμε ότι θα μπορούσε να γίνει Καπότας, ή ακόμα και Cαπότας. Μια εύκολη ανταλλαγή.

«ΟΧΙ!» και με την ικανοποίηση μιας γνήσιας Σπανιόλας χαραγμένη στο πρόσωπό της, η σύντροφός μου στράφηκε προς το μέρος μου και είπε γελώντας: «Τον άκουσες, Καπότα, πήγαινε…».

Και έτσι έγινα ίσως ο μοναδικός Έλληνας στην ιστορία που άλλαξε ποτέ το επώνυμό του από ένα αυθεντικό, σύντομο, εύκολο, διαπολιτισμικό, οικουμενικό, ρομαντικό Καπότας, στο δυσπρόφερτο (ακόμα και για τους Έλληνες), σύνθετο των λέξεων «προφυλακτικό» και «γιος του…» – Καπετόπουλος.

Ο γιος μου, που σήμερα είναι 20 ετών, θα συνειδητοποιήσει όταν πάει στην Ισπανία, ότι το επώνυμό του, σύμφωνα με τις παραδόσεις από τη μεριά της μαμάς του, είναι μια αλληλουχία από πατρικά, πατρικά, μητρικά, πατρικά, πατρικά, πατρικά, μητρικά επώνυμα. Ήτοι: Καπετόπουλος, Σαλντάνια, Πυρλής Τέλεζ – όχι παίζουμε, μικρέ!».

Πηγή: neoskosmos.com.au