W. B. Yeats
Πηγή: neoplanodion.gr
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ
Η δεσποινίς Lucy M. J. Garnett μετέφρασε στον τόμο Greek Folk Poesy περίπου τετρακόσιες σελίδες ελληνικής δημοτικής ποίησης, εν μέρει προσφάτως αποθησαυρισμένης και εν μέρει αντλημένης από ελληνικές συλλογές· και ο κ. J. S. Stuart-Glennie προλόγισε το βιβλίο με ορισμένες μελέτες όπου εκθέτει μια νέα θεωρία για την προέλευση του πολιτισμού. Θα ακολουθήσουν ανθολογίες ελληνικής δημώδους πεζογραφίας και γαελικής δημώδους ποίησης, ενώ οι εισαγωγές και οι σημειώσεις κ.λπ. αυτών των βιβλίων θα αποτελέσουν την τελική απόδειξη της θεωρίας του κ. Στούαρτ-Γκλέννι.
Στην αρχή, διαβάζει κανείς τον συγγραφέα με δυσκολία και απρόθυμα λόγω του βαρβαρικού ύφους του. Χρησιμοποιεί τις μακρύτερες και αντιμουσικότερες λέξεις και, ακόμη και όπου έχει εύκαιρη μια απλή λέξη όπως «καταγραφές», αρέσκεται σε γεννήματα της φαντασίας του όπως «αποκαταγραφήματα», ενώ αδιανόητη είναι η κατάχρηση που κάνει των κεφαλαίων. Σταδιακά, ωστόσο, αντιλαμβάνεται κανείς μια ορισμένη δύναμη φαντασίας και διανοητικής ενάργειας μέσα σε όλη αυτή την αμετροέπεια· και σύντομα κυριεύεται από έντονη περιέργεια.
Αντί των αποδεκτών θεωριών για την αυθόρμητη ανάπτυξη του πολιτισμού από την άγρια κατάσταση, ο συγγραφέας προτείνει ό,τι αποκαλεί «γενική θεωρία των συγκρούσεων» και υποστηρίζει ότι οι «πολιτισμένες» ή «προηγμένες κοινότητες» πρωτοδημιουργήθηκαν όταν μια φυλή ανώτερης διανοητικής ισχύος εξανάγκασε ή έπεισε μια φυλή κατώτερη διανοητικά να της παρέχει τροφή και στέγη σε αντάλλαγμα για τις θρησκευτικές και επιστημονικές γνώσεις που, με αύξουσα διαρκώς πολυπλοκότητα, είχε πλέον την άνεση να καλλιεργεί και να μεταλαμπαδεύει από γενιά σε γενιά.
Αυτός ο ανταγωνισμός, ο ανταγωνισμός της εκλέπτυνσης έναντι της ισχύος, η εκλέπτυνση των ελάχιστων κάποτε έναντι της ισχύος του πλήθους, μετατράπηκε σταδιακά από ανταγωνισμό μεταξύ ανθρώπων διαφορετικών φυλών σε συμμαχία μεταξύ ανθρώπων διαφορετικών τάξεων, και έτσι δημιουργήθηκε ο σύγχρονος κόσμος. Ο συγγραφέας υποστηρίζει τη θεωρία του με μια περίτεχνη σειρά από επιχειρήματα, που η ελλιπής κατάρτισή μου δεν μου επιτρέπει να τα παραθέσω, μεταξύ των άλλων με επιχειρήματα ερειδόμενα στην ύπαρξη «ήδη από τις πολύ πρώιμες περιόδους για τις οποίες έχουμε ανθρωπολογικές αποδείξεις» «τουλάχιστον δύο διαφορετικών ή διανοητικά άνισων ειδών ή φυλών πρωτογόνων», που διέφεραν μεταξύ τους «τόσο στον κρανιακό τύπο όσο και στο ανάστημα, περισσότερο απ’ ό,τι διαφέρουν οι λευκοί από τους μαύρους».
Αυτή η θεωρία, αν εδραιωθεί, επισημαίνει ο κ. Stuart-Glennie, θα συμφιλιώσει τις θεωρίες συγγραφέων όπως ο καθηγητής Μαξ Μύλλερ, ο οποίος πιστεύει ότι οι μεγάλες αρχαίες μυθολογίες έχουν ένα βαθύ και πολύπλοκο νόημα, με τις θεωρίες συγγραφέων όπως ο κ. Άντριου Λανγκ, ο οποίος πιστεύει ότι αποτελούν επιβίωση των πεποιθήσεων των αγρίων· κι αυτό διότι οι άνθρωποι της ανώτερης φυλής δεν θα μπορούσαν να επινοήσουν ασφαλέστερο τρόπο για να παρατείνουν την κυριαρχία τους παρά να μετατρέψουν τις πάγκοινες παιδαριώδεις αντιλήψεις σε ένα σύνθετο μυστήριο του οποίου οι προφήτες και οι φύλακες ήταν οι ίδιοι: με δυο λόγια, τα ενστικτώδη και αυθόρμητα στοιχεία προέρχονται από τους πολλούς, ενώ από τους λίγους κυρίαρχους τα βαθυστόχαστα και τα μελετημένα.
Βρίσκω αυτή τη θεωρία, που επιβεβαιώνει την υπεροχή της διάνοιας, πολύ πιο εύλογη από οποιαδήποτε άλλη θεωρία που αποδίδει την προέλευση, μέσω μιας ασαφούς διεργασίας την οποία κανείς δεν έχει εξηγήσει, των πιο εξαίρετων επινοήσεων της λαϊκής παράδοσης και μυθολογίας στη φαντασία των πάντων και του κανενός· ωστόσο μόνο οι επιστήμονες λαογράφοι και μυθολόγοι θα κρίνουν αν είναι σύμφωνη με τα γεγονότα. Είμαι, πάντως, πεπεισμένος ότι μια παρόμοια θεωρία θα εδραιωθεί μακροπρόθεσμα· δεν είμαι δημοκράτης στα πνευματικά πράγματα και είμαι απόλυτα πεπεισμένος ότι το περίτεχνο κάλλος δεν γεννήθηκε ποτέ παρά από το πνεύμα του αφοσιωμένου καλλιτέχνη που γράφει σε συνθήκες άνεσης και γαλήνης.
Ο κ. Στούαρτ-Γκλέννι αφιερώνει ορισμένες σελίδες σε μια ανάλυση αποδομητική των σήμερα αποδεκτών ταξινομήσεων και ορισμών της επιστήμης της λαογραφίας, και προτείνει ταξινομήσεις και ορισμούς κατά τη νέα του θεωρία. Όλοι οι ορισμοί του μου φαίνονται άριστοι, εκτός ίσως από τον άγαν μονόπλευρο ορισμό της θρησκείας, ο οποίος την αντιμετωπίζει αποκλειστικά και μόνο ως ζήτημα συμπεριφοράς, και οι ταξινομήσεις του θα ήταν ίσως εξίσου χρήσιμες όσο είναι ασφαλώς ενδιαφέρουσες, αν δεν του έλειπε το ένστικτο της σωστής λέξης. Το «Zoonist» δεν είναι λέξη αγγλική, και η αυθαίρετη διάκριση μεταξύ «θρύλων» και «διηγήσεων» ως κριτήριο διαχωρισμού της λαογραφίας των κοσμολογικών από εκείνην των ηθικών ιδεών δεν είναι καλή ιδέα.
Στο μέτρο που ο συγγραφέας δεν είναι χειρότερος σ’ αυτό από άλλους λαογράφους, θα προσπερνούσε ίσως κανείς το ύφος του σεβόμενος τη θεωρία του, αν η συνεργάτιδα που επέλεξε δεν έγραφε επτά φορές χειρότερα από τον ίδιο. Μια επιστημονική θεωρία προσωρινά μόνο ζημιώνεται από τη γλώσσα της έκθεσής της, αλλά ένα δημοτικό τραγούδι ξαναχυμένο σε κακούς στίχους χάνει το ήμισυ του επιστημονικού και όλο σχεδόν το λογοτεχνικό του ενδιαφέρον. Η δεσποινίς Γκαρνέτ θα είχε ίσως φτιάξει ένα όμορφο βιβλίο αν είχε αρκεστεί στον πεζό λόγο. Οι μεταφράσεις του Λεκόντ ντε Λιλ από τον Όμηρο, τον Βιργίλιο και τον Αισχύλο, οι ομηρικές μεταφράσεις του κ. Λάνγκ, του κ. Μπούτσερ και του κ. Λήφ, η μετάφραση του Θεόκριτου από τον κ. Λανγκ και οι πρόσφατες μεταφράσεις ρουμανικών δημοτικών τραγουδιών ήταν σίγουρα επαρκές προηγούμενο. Στίχος στη μετάφραση δεν συγχωρείται αν ο μεταφραστής δεν έχει τη δύναμη να γράφει όπως ποιητής· στίχοι όπως
I hear my heart a-sighing, a-grieving with its smart,
And my nous which calls in answer, ‘Have patience, O dear Heart!’.
[ Ακούγω την καρδιά μου να σκούζη, να πονή,
κι’ ο νους μου της φωνάζει «καρδιά, ’χε ’πομονή». ]·
και στίχοι όπως
A flower I took thee to my heart, and there a thorn art thou;
And marvels all the world to see that lost our love is now.
[ Λουλούδι σ’ είχα στην καρδιά και μου ’γινες αγκάθι
και θάμασε όλος ο ντουνιάς η αγάπη μας πώς χάθη. ]·
και στίχοι όπως
‘Vlachopoula, thee I love;
This I’ve come to tell my dove.’
‘Goumene, if thou lov’st true,
Go and fetch a boat, now do.’
‘Handsome let its boatman be,
To pull the oars for thee and me,’
[ — Βλαχοπούλα μ’, σ’ αγαπώ,
κι ήρθα για να σου το πω.
— Γούμενε, σαν μ’ αγαπάς,
φέρε βάρκα να με πας,
να ’χει κι όμορφα παιδιά,
να τραβούνε τα κουπιά. ]
δεν είναι γραμμένοι όπως γράφει ποιητής.
Οι μεταφράσεις της δίδoς Γκαρνέττ είναι πράγματι τόσο άψυχες που είναι αδύνατο να σχηματίσει κανείς την όποια κρίση για την ποιητική αξία των πρωτοτύπων ή να αποκομίσει από τις τετρακόσιες σελίδες της οτιδήποτε πέραν κάποιων σπάνιων και αμυδρών συναισθημάτων. Η ελληνική δημοτική ποίηση φαίνεται να είναι ποίηση άκρως πολιτισμένη, με ελάχιστη από την υπεράνθρωπη ανησυχία και την εξωφρενική ομορφιά της ρουμανικής και της γαελικής λαϊκής ποίησης. Μνημονεύει, για παράδειγμα, μια γριά μάγισσα πεντακοσίων ετών, αλλά δεν αξιοποιεί ποιητικά το στοιχείο αυτό, όπως ο Κέλτης δημοτικός ποιητής που βάζει μια τέτοια μάγισσα να κλαίει,
Ποιος το χρυσάφι μου άρπαξε
που χρόνια πεντακόσια
κοπιάζοντας το μάζευα
στις ερημιές του κόσμου.
Και η έκφραση του έρωτά της είναι συνετή, μετριοπαθής, σχεδόν υπολογιστική, σε αντίθεση με το ανεξέλεγκτο πάθος της πιο πρωτόγονης ποίησης. Δεν έχει τίποτε από την αναζήτηση του απόλυτου πάθους, του μυστήριου άπειρου συναισθήματος που βρίσκουμε σε τόσο μεγάλο μέρος της γαελικής ποίησης. Ποτέ δεν βρίσκουμε κάτι σαν εκείνο το άγριο λυρικό ξέσπασμα που μετέφρασε ο δρ Χάυντ:
Εκείνη είναι τα πλούτη μου, η γκριζομάτα εκείνη,
που στο προσκέφαλό μου δεν θα σκύψει.
Εκείνη είναι η αγάπη μου, ω η αγάπη μου,
που για τα με ποτέ δεν θα βογγήξει
μηδέ στο μνήμα μου λιθάρι θα μου στήσει.
Εκείνηνε κρυφαγαπώ, που καν δεν μου μιλάει
κι όταν χαθώ θα με ξεχάσει για καλά
και δεν θα με θρηνήσει.
Η συγκίνησή στην ελληνική ποίηση, αντίθετα, είναι σταθμισμένη και μετρημένη με μια ωραία αίσθηση των περιστάσεων και των περιστάσεων· διαισθάνεται κανείς ότι οι δημιουργοί της είχαν πλήρη επίγνωση της μεγάλης λόγιας λογοτεχνίας που προηγήθηκε και βάδισαν προσεκτικά στα χνάρια ανθρώπων απορροφημένων από υποθέσεις δημόσιες και κοσμικές. Ούτε έχει εκείνη τη θαυμάσια αίσθηση της λεπτής ώσμωσης του συναισθήματος και του έξω κόσμου που υπάρχει σε τραγούδια όπως αυτό το ρουμάνικο ερωτικό:
Όποιο δρόμο θέλεις πάρε,
όλοι οι δρόμοι είναι ίδιοι,
μόνο έλα να με βρεις –
Είπα στο κατώφλι μου
να σε περιμένει.
Απ’ το παραθύρι μου
φαίνονται οι τάφοι –
κι είναι εκείνοι στη ζωή μου
φύλακές μου και σκοποί.
Είναι πράγματι άκρως ανόμοιο ένα τέτοιο τραγούδι, καθώς είναι πάντα συγκεκριμένο, διαυγές, λογικό, έχει το καθαρό φως της ημέρας της εργασίας και της σκέψης και όχι το ασαφές μεγαλείο της ανατολής ή του ηλιοβασιλέματος. Του λείπουν, με άλλα λόγια, εκείνα ακριβώς τα γνωρίσματα που η γραπτή λογοτεχνία αντλεί συνεχώς από την άγραφη, ώστε να ξεφεύγει από το γήρας που τις προξενούν τόσες και τόσες αιτίες, από την καχεξία των ποδιών που πατούν μόνο στους στρωτούς δρόμους· άντληση που από μόνη της εικονογραφεί τη θεωρία του κ. Στούαρτ-Γκλέννι. Μοιάζει λιγότερο με δημώδη λογοτεχνία και περισσότερο με ανολοκλήρωτη λόγια λογοτεχνία, και αν την έκρινε κανείς μόνο από τα λογοτεχνικά χαρακτηριστικά της, θα την κατέτασσε, όχι στην πρωτόγονη ποίηση όπως η ποίηση της γαελικής Ιρλανδίας και Σκωτίας, αλλά σε ημιλόγιους, ημιενστικτώδεις στίχους σαν αυτούς που γράφτηκαν από άνδρες όπως ο Ουώλς, ο Κάλλαναν και οι συγγραφείς του κινήματος της «Νέας Ιρλανδίας» του ενεστώτος αιώνα.
~.~
W. B. Yeats
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙΠΛΑΝΩΜΕΝΟΥ ΑΙΓΚΟΥΣ
Στις φουντουκιές πλανήθηκα, στα δάση,
γιατί ’χα μια φωτιά καλή ορεχτεί
και βρήκα και ξεφλούδισα μια βέργα
και κρέμασα ένα μούρο στην κλωστή·
και τα νυχτοπετάλουδα όταν βγήκαν
και τ’ άστρα τρεμοφέγγαν σαν αυτά
πέταξα μες στο ρέμα εγώ το μούρο
και τσάκωσα μια πέστροφα ασημιά.
Ότι την έριχνα εκειδά στο χώμα
κι έλεγα πια ν’ ανάψω τη φωτιά
σαν κάτι σκίρτησε εκειδά στο χώμα
και τ’ όνομά μου το ’πε μια λαλιά.
Κορίτσι που σελάγιζε είχε γίνει,
άνθη την έστεφαν μηλιάς μικρής,
εκείνη τ’ όνομά μου είχε φωνάξει
προτού χαθεί στο φέγγος της αυγής.
Στους δρόμους γέρασα πια τόσα χρόνια,
ράχες, φαράγγια πέρασα πολλά,
τον κόσμο όμως θα κάνω άνω κάτω
ώς να την πάρω κάποτε αγκαλιά,
στης χλόης τα λιβάδια θα βαδίσω
στο τέρμα ώσπου να φτάσω του καιρού,
τα χρυσαφιά θα δρέψω μήλα του ήλιου,
τα μήλα τ’ ασημιά του φεγγαριού.
~.~
Δημοτικό Κρήτης
ΤΑ ΤΡΙΑ ΨΑΡΑΚΙΑ
Εγώ ’μαι ’νιούς ψαρά παιδί,
Γαλανή, γαλαζιανή,
Του πρώτου καμακιάρη.
Παίρνω το καμακάκι μου,
Πετροκαλαμαριανή,
Και πάω να ψαρέψω.
Κ’ εκεί απού εψάρευγα,
Γαλανή, γαλαζιανή,
Πιάνω τρία ψαράκια.
Και πάω τα τσή μάνας μου,
Πετροκαλαμαριανή,
Να μου τα τηγανίση.
Κ’ εκεί απού τηγάνιζε,
Γαλανή, γαλαζιανή,
Γίνουνται τρεις κοπέλαις.
Η μια ’τον απ’ το Γαλατά,
Πετροκαλαμαριανή,
Κ’ η γι-άλλ’ απ’ το Νιοχώρι,
Του παπά Μανόλ’ η κόρη.
Κ’ η τρίτη η μικρότερη,
Γαλανή, γαλαζιανή,
Ήτον η γι-ομορφότερη
Κ’ ήτονε κι απού το Ρέμμα
Και μ’ ετρέλανε κ’ εμένα.
*