ΝΑ ΤΗΡΕΊΣ ΤΙΣ ΠΑΡΑΔΌΣΕΙΣ! (ΔΙΉΓΗΜΑ)

*

της ΑΝΤΩΝΙΑΣ ΓΟΥΝΑΡΟΠΟΥΛΟΥ

«Τι θυμάσαι απ’ τα Χριστούγεννα;» τη ρώτησα και πάτησα το record στο κινητό μου. «Ε τι, Χριστούγεννα ήταν, τα γιορτάζαμε». Έγειρε όλο το σώμα της μπροστά κι έπιασε να ισιώνει με το πάσο της την ποδιά της. «Εσύ, δηλαδή» μου είπε γυρνώντας ελαφρά το κεφάλι «πώς τα γιορτάζεις;» Το ήξερε πως εγώ δεν γιόρταζα τίποτα, επίτηδες το έκανε. «Έλα, ρε γιαγιά» διαμαρτυρήθηκα. «Εσύ θα μου πάρεις συνέντευξη ή εγώ;» Με κοίταξε στα πεταχτά, ικανοποιημένη. Αν ήθελα τη «συνέντευξη» έπρεπε να παίξω το παιχνίδι – και να κερδίσω. Γιατί, τι; Όποτε θυμάται η εγγονή μας ότι υπάρχουμε έρχεται να μας κάνει δυο ερωτήσεις και να φύγει; Σαν να διάβαζα το «Τώρα θα δεις» και «Θα σου πω εγώ» μες στο μυαλό της, σαν να τα ’βλεπα, να τα, σάλευαν στα σκασμένα χείλη που ’χε αρχίσει να πασπατεύει με την κυρτή της παλάμη, θέλοντας να κρύψει το χαμογελάκι της – σχεδόν διαβολικό. «Κοίτα, γιαγιά» ξαναπροσπάθησα. «Μπορείς να μου πεις πώς γιορτάζατε τα Χριστούγεννα όταν ήσουν μικρή, στο σπίτι στα Ταμπούρια;» Ίσιωσε τον κορμό της. Θα μου μιλήσει, σκέφτηκα. Μπα. Κοίταξε προς το πατάρι, ψηλά κι αριστερά της. «Μόλις κατέβει αυτή από πάνω, να της πεις να βάλετε τη σκάλα και να βγάλετε απ’ το πατάρι δυο μεγάλους αγιοβασίληδες που έχει, κουνιστούς, με μπαταρίες, και να βγάλετε και τα λαμπιόνια, καινούρια είναι, να τα δώσεις στις μικρές. Κι εσύ να πάρεις ένα πλαστικό δεντράκι, μικρό, δεν πιάνει τόπο, να το στολίσεις, μέρες που ’ρχονται. Πρέπει ν’ αρχίσεις να τηρείς τις παραδόσεις. Τις παραδόσεις» τόνισε γέρνοντας προς το μέρος μου και κουνώντας το δάχτυλό της. Έτσι μου ’ρθε να της το δαγκώσω. «Ρε γιαγιά!» ύψωσα τη φωνή μου. «Τα παιδιά δεν τα θέλουν αυτά τα πράγματα, έχουν μεγαλώσει. Και τι μου λες τώρα με τις κινέζικες πλαστικούρες, πηγαίντε τα όλ’ αυτά στην ανακύκλωση, επιτέλους. Κι εγώ δε στολίζω, αφού το ξέρεις!» Κουνούσε το κεφάλι της. Δεν το ’χα πάει καλά. Θα την έχανα την παρτίδα. «Αλήθεια» είπα σε μια ξαφνική έμπνευση «εσείς είχατε τέτοια τη δεκαετία του τριάντα; Έβαζε πλαστικούς αγιοβασίληδες η Αννιώ;»

Αυτό ήταν. Αμέσως τσίμπησε το υπέργηρο διαβολάκι.

«Όχι δα!» είπε υψώνοντας περήφανα τη φωνή της. Ύψωσα κι εγώ τα φρύδια και τράβηξα την πετονιά:

«Μμμ… Δεν είχατε λεφτά για τέτοια, ε; Δε στολίζατε;»

Με κοίταξε θιγμένη: «Τι λες εκεί! Άκου τι λέει! Φυσικά και στολίζαμε, πώς, δε στολίζαμε εμείς; Είχε η μαμά μου μια ωραία γυάλινη φρουτιέρα, μ’ ένα πόδι χαμηλό, πού να την έχω τώρα, άμα τη βρω θα σου τη δώσω, τη γέμιζε πορτοκάλια, ωραία στρόγγυλα πορτοκάλια, και την έβαζε στο κέντρο του τραπεζιού, της τραπεζαρίας, αυτής ντε, που είναι μέσα. Παντού έβγαζε φρουτιέρες, στο σερβάν πάνω, στο κομό, γεμάτες με πορτοκάλια και ρόδια και καρύδια και κάστανα. Κι έφτιαχνε τηγανίτες. Σηκωνότανε πρωί πρωί, πριν από μας, έβαζε ένα καζάνι με λάδι να βράζει, κι έπαιρνε το ζυμάρι, να, σα την παλάμη μου, το ’ριχνε μέσα, το τράβαγε και τις έβαζε μετά στην πιατέλα. Έριχνε από πάνω το μέλι, κι άμα ξυπνούσαμε εμείς ήταν έτοιμες, τα βρίσκαμε όλα έτοιμα».

Δεν είχα σκεφτεί ποτέ το πορτοκάλι σαν χριστουγεννιάτικο στολίδι. Αλλά τώρα το έβλεπα. Και η γιαγιά είχε πάρει φόρα, δε χρειαζόταν να τραβάω πια την πετονιά.

«Και το χριστουγεννιάτικο τραπέζι; Τρώγατε γαλοπούλα;»

«Όοοχι, όχι γαλοπούλα. Τρώγαμε κρέας με πατάτες στο φούρνο. Το χριστουγεννιάτικο αρνί».

Την κοίταξα μπερδεμένη, γέλασε.

«Περνούσαν βρε τότε στις γειτονιές και πουλούσανε αρνάκια, μικρά. Κι όποιος είχε, έπαιρνε ένα και το κράταγε στην αυλή του, κι έκανε αυτό μπεεε, μπεεε, μέχρι που φτάναν τα Χριστούγεννα, ή το Πάσχα αν ήταν για το πασχαλινό, και το σφάζαμε. Και τρώγαμε αρνί στο φούρνο με πατάτες».

Απ’ τη γαλήνια εικόνα του πορτοκαλιού ανάμεσα στα καρύδια, εξακοντίστηκα στη μεγάλη αυλή του σπιτιού κι είδα τη χριστουγεννιάτικη σφαγή.

«Βοηθούσες κι εσύ στο σφάξιμο;» τη ρώτησα με ειλικρινή περιέργεια – δε θα μου φαινόταν περίεργο.

Τίναξε τους ώμους κι έκανε μια γκριμάτσα που έδειχνε σιχασιά.

«Όχι μωρέ, ούτε εμείς τα παιδιά ούτε η μάνα μου, ο πατέρας μου το ’παιρνε και το έσφαζε. Ή μπορεί και να το πήγαινε αλλού να το σφάξει. Εκείνος που δεν έσφαζε ούτε πουλάκι, πιο μετά, ήταν ο παππούς σου. Αυτός το πήγαινε στο χασάπη».

«Α…»

Σωπάσαμε για λίγο. Η τηλεόραση, στο αθόρυβο ως τότε, φάνηκε να τραβά το ενδιαφέρον της γιαγιάς.

«Για στάσου, για στάσου, τι λέει αυτός εδώ, τι σεντόνια είν’ αυτά…» Πήρε το τηλεκοντρόλ κι ανέβασε τον ήχο. Ένας τύπος πουλούσε ένα σετ φανελένια σεντόνια  σε «μοναδική χριστουγεννιάτικη προσφορά, μο-να-δι-κή!» – η γιαγιά μου έριξε μια ματιά στο τηλέφωνο δίπλα της.

«Μη μου πεις ότι θα τους πάρεις τηλέφωνο!» αντέδρασα. «Έχεις διακόσιες χιλιάδες σεντόνια!»

«Ε;» είπε λιγάκι ένοχα και με κοίταξε φευγαλέα. «Ε… Μέρες που ’ρχονται, να κάνουμε κάνα δώρο, είναι σε προσφορά… Εσύ δε θες σεντόνια;»

Άρπαξα το τηλεκοντρόλ κι έκλεισα την τηλεόραση. Σηκώθηκα, πήρα το κινητό μου από δίπλα και σταμάτησα την ηχογράφηση.

«Λοιπόν, γιαγιά… Καλά μου τα ’πες και σήμερα. Ώρα να πηγαίνω. Άμα δεν τα ξαναπούμε από κοντά, καλά Χριστούγεννα» κι έσκυψα να τη φιλήσω.

«Άκου να σου πω!» μου είπε με ύφος. «Προτού φύγεις, θα πάρεις τους αγιοβασίληδες και το δεντράκι! Να στολίσεις!»

Ε βέβαια, έπρεπε να το περιμένω.

«Λοιπόν, εντάξει, θα στολίσω» της είπα παραδίδοντας μεγαλόψυχα τα όπλα. «Κέρδισες. Αλλά δε χρειάζομαι δεντράκια κι αγιοβασίληδες. Θα βάλω παντού πορτοκάλια».

Με κοίταξε σκασμένη.

«Άντε μωρέ από δω που θα βάλεις πορτοκάλια! Άκου πορτοκάλια! Πού ζούμε, ακόμα ζούμε στο;… Θα πάρεις, είπα, τους αγιοβασίληδες και τα λαμπιόνια!»

«Ε δεν τα θέλω, λέμε!»

Ποτέ δεν ήταν εύκολο να περάσει το δικό σου μ’ αυτή τη γιαγιά. Όταν έφυγα, κουβαλούσα τρεις μεγάλες σακούλες jumbo με ό,τι χριστουγεννιάτικο υπήρχε σ’ εκείνο το πατάρι. Το χειρότερο ήταν πως δε μου πήγε το χέρι να τ’ αφήσω σε κανέναν από τους άπειρους κάδους ανακύκλωσης που προσπέρασα μέχρι να φτάσω στο σπίτι. Κι όχι μόνο αυτό. Τελευταία στιγμή η γιαγιά αποφάσισε ότι θα ερχόταν για Χριστούγεννα στο πατρικό μου. Ε, δίπλα ήμουν, ήταν σίγουρο ότι θα περνούσε κι απ’ το δικό μου σπίτι. Όντως πέρασε. Και κούνησε νικηφόρα το κεφάλι βλέποντας το πλαστικό δεντράκι σε μια γωνιά του σαλονιού, στολισμένο με όλα τα κινέζικα λαμπιόνια που είχα βρει στις τσάντες.

«Μέρες που ’ναι… Έτσι μπράβο, που μου κάνεις και κόνξες. Τις παραδόσεις… Να τηρείς τις παραδόσεις!»

ΑΝΤΩΝΙΑ ΓΟΥΝΑΡΟΠΟΥΛΟΥ