Το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι και ο άνδρας γερνάει από τα πόδια (διήγημα)

Ο βετεράνος ή το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι και ο άνδρας γερνάει από τα πόδια

«Γεωργία κράτα γερά την σκάλα, πρόσεχε κακομοίρα μου μην γλιστρήσει και με σκοτώσεις». Ο Νικόλας προσπαθεί να ανεβεί στην σκεπή του σπιτιού του για να διορθώσει μια μικρορωγμή στην καμινάδα του τζακιού.

Ο Νικόλας καβατζάρισε τα ογδόντα αλλά δεν θέλει να συμβιβαστεί και παλεύει να δαμάσει τον χρόνο. «Κρατά γερά ..αχ δεν πάει το ρημάδι το πόδι, δεν μπορώ να φθάσω στο δοκάρι ωχ.. τι πόνος είναι αυτός; σαν κράμπα μου φαίνεται».

Ανήσυχη η Γεωργία άρχισε να τον ικετεύει:«κατέβα σε παρακαλώ, θα φωνάξουμε ένα εργάτη να σε βοηθήσει. Κρατήσου και κατέβα σιγά σιγά και με προσοχή». Φαίνεται πως ο πόνος είναι σοβαρός και ο Νικόλας υπάκουσε και άρχισε να κατεβαίνει.

Μόλις πάτησε στο έδαφος άρχισε να φωνάζει: «Τι είναι αυτό που έπαθα, πως σαραβαλιάστηκα έτσι ρε Γεωργία; Να μην μπορώ να σηκώσω το πόδι μου. Κάθε χρόνο ανέβαινα και φρόντιζα την καμινάδα, τι είναι αυτό που έπαθα φέτος;»

Κάθισε απογοητευμένος στην καρέκλα που του έφερε η γυναίκα του και ο νους του άρχισε να ταξιδεύει νοσταλγικά στις εποχές της νιότης του και έφθασε μέχρι τα παιδικά του χρόνια.

Ο Νικόλας παιδί της κατοχής γεννημένος στην αρχή της δεκαετίας του 40 δεν γνώρισε τον πατέρα του που τον έχασε όταν ήταν μόλις ενός χρόνου. Ένα γεγονός που τον σημάδεψε και το κουβάλαγε σε όλη του τη ζωή. «Είναι βαρύ πράγμα να μην έχεις γνωρίσει τον γεννήτορα σου», έλεγε συχνά. Από οχτώ χρόνων στην βιοπάλη για να καταφέρουν να επιβιώσουν αυτός και η μάνα του. Θυμάται να κουβαλά πάγο στα καταστήματα της γειτονιάς του, να σέρνει με δυσκολία το καρότσι στις ανηφοριές των Ιλισίων και να γίνεται ο αγαπημένος μικρός των μεγαζάτορων.

Το περίεργο είναι ότι όλα αυτά περνούν από το μυαλό του με ένα περίεργο αίσθημα χαρμολύπης. «Δύσκολη ήταν η ζωή αλλά εγώ πάλεψα και τα κατάφερα», σκεφτόταν και αυτό τον έκανε ευτυχισμένο.

Παρόλο που μεγάλωνε με δυσκολίες και η τραχιά βιοπάλη χαλύβδωνε το χαρακτήρα του και η γρήγορη ενηλικίωση του δεν του στέρησε τα αισθήματα του. Παρέμεινε έντονα συναισθηματικός μέχρι σημείου, που οι φίλοι του τον αντιμετώπιζαν ως έναν ιδιότυπο χαρακτήρα, που επιζητούσε μια ξέχωρη μεταχείριση.

Μεγαλώνοντας άρχισε να γοητεύεται από δυο πράγματα: το ωραίο φύλο και τα αυτοκίνητα.

Το πάθος του για το ωραίο φύλο ήλθε λίγο νομοτελειακά λόγω του φυσικού του κάλλους και μοιραία αποτελούσε στόχο πολλών κοριτσιών.

Ακόμη και σήμερα ο Νικόλας είναι ωραίος άνδρας με πλούσιο κυματιστό μαλλί, ωραία εκφραστικά μάτια καλοσχεδιασμένα χείλη και έντονο θεληματικό πηγούνι. Έφερνε λίγο στον ηθοποιό Κώστα Πρέκα και κάποιοι φίλοι του παλιότερα τον φώναζαν με το όνομα του ηθοποιού.

Όμως ήταν ακραία επιλεκτικός: δεν αρκούσε μόνο η ομορφιά για να δελεαστεί, επιζητούσε συνολική εικόνα! Οι φίλοι του έχουν να λένε για το περαστικό με μια πανέμορφη κοπέλα, που αφού χρειάστηκε επίπονος αγώνας για να την πείσει να βγει μαζί του, στο πρώτο κιόλας ραντεβού, που με το ανέβηκε στο αυτοκίνητο του και διαπίστωσε ότι τα νύχια των ποδιών της δεν ήταν αρκούντως περιποιημένα, προφασίστηκε ξαφνικό πονοκέφαλο και μετά από μια διαδρομή περίπου ενός χιλιόμετρου την επέστρεψε στο σπίτι της και εξαφανίστηκε..

Η αγάπη του για τα αυτοκίνητα τον οδήγησαν πολύ νωρίς στους αγώνες αυτοκινήτου. Με τα ράλι παραθιάστηκε  περισσότερο από ότι με το ωραίο φύλο. Όπως λένε παλιοί του φίλοι: στα αυτοκίνητα ξόδευε τις οικονομίες του και όχι στις  γυναίκες του άρα τα τετράτροχα τον γοήτευαν περισσότερο από τις καλλίγραμμες καλλονές….

Όταν θυμάται τα ράλι πάντα ο νους του τρέχει στο ράλι της ελληνοβουλγαρικής φιλίας, που είχε γίνει κοντά στην Βάρνα, στο τέλος της δεκαετίας του 1980, λίγο πριν καταρρεύσει το κομμουνιστικό καθεστώς του Ζίβκωφ.

Έτσι και τώρα, καθισμένος στην καρέκλα με τα πόδια του να μην υπακούν στα κελεύσματα του, η όμορφη ψηλόλιγνη Τσέχα με τα πρασινογάλαζα μάτια και τα μακριά μαύρα μαλλιά, την οποία είχε γνωρίσει και είχε κοιμηθεί μαζί της στο ξενοδοχείο Λαγκούνα στο όμορφο θέρετρο της Αλμπένας στη Μαύρη θάλασσα, του δυναμώνει την καρδιά και τον κρατά ζωντανό….

Την αναπόληση του την διέκοψε απότομα ένα έντονο κορνάρισμα. Ήταν ο ο Σπύρος, από τον κοντινό οικισμό, που μάλλον προορισμό είχε το παρακείμενο δάσος για μάζεμα καυσόξυλων αλλά όπως το συνήθιζε περνούσε πρώτα από τον βετεράνο όπως τον αποκαλούσε. Του Σπύρου του άρεσε η παρέα του Νικόλα και δεν έχανε ευκαιρία να τον τσιγκλάει για να απολαμβάνει την αυθόρμητη λεκτική αντίδραση του. Ο Νικόλας είχε φοβερό αφηγηματικό λόγο με έξυπνες και πρωτότυπες φράσεις, που πραγματικά σε καθήλωνε.

«Ρε καλώς το παλικάρι!! Που είσαι ρε χάβαλε ακόμη σε περιμένω να φάμε εκείνες τις καπνιστές πέστροφες που είχα φέρει από τον Ορχομενό. Μου είχες υποσχεθεί πως θα ερχόσουν χθες το μεσημέρι, ούτε ένα τηλέφωνο να δικαιολογηθείς δεν φιλοτιμήθηκες να κάνεις… άχρηστος είσαι αλλά τέλος πάντων… είσαι καλό παιδί και δεν σου θυμώνω παρόλο που δεν είναι και η πρώτη φορά….»

«Ξέρεις ρε Νικόλα δουλειές, πολλές δουλειές. .. Μου συμβαίνουν και απίθανα πράγματα τελευταία, να την ώρα που θα έπρεπε να έλθω εδώ με ειδοποίησε ο γιος μου ότι έμεινε η νταλίκα φορτωμένη στην εθνική οδό, τρέχα Σπύρο…», άρχισε το αφήγημα λίγο διστακτικά ο Σπύρος και συνεχίζει: «για όλα ο Σπύρος, όλα πέφτουν πάνω μου ειδικά στα δύσκολα, τι να κάνω και εγώ ρε φίλε; άλλη φορά θα φροντίσουμε και τις πέστροφες».

«Δεν υπάρχει άλλη φορά, οι πέστροφες έφυγαν» ας είναι καλά ο βοσκός, ο Σαντίκος, τυχερός ήταν.. βρέθηκε χθες το μεσημέρι με το κοπάδι του εδώ δίπλα και τον φώναξα και περάσαμε και πολύ καλά, ανοίξαμε και ένα μπουκάλι μοσχάτο Αλεξάνδρειας του 2012».

«Ρε Νικόλα δεν σε βλέπω να έχεις και πολλά κέφια τρέχει κάτι;» Συνεχίζει την κουβέντα ο Σπύρος χωρίς καμία συστολή για το χθεσινό ατόπημα του …

«Ωραίος είσαι ρε μεγάλε ούτε ένα συγνώμη για το χθεσινό σου γράψιμο τέλος πάντων. . Νομίζεις ότι το φάγαμε το παραμύθι με την νταλίκα, εγώ για το καλό σου στο λέω: «τις υποσχέσεις σου να τις τηρείς, βασική αρχή στη ζωή. Σήμερα όμως μου χάλασε την διάθεση αυτό το ρημάδι το πόδι. Να προσπάθησα να ανέβω στην σκεπή να διορθώσω λίγο την καμινάδα και δεν τα κατάφερα».

«Μην ανησυχείς Βετεράνε! δεν είναι τίποτα σοβαρό, η ηλικία είναι.. Μεγάλωσες φίλε μου», του απαντά πολύ περιπαικτικά και συνεχίζει με τον ίδιο τόνο: « ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου έλεγε πως το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι και ο άνδρας γερνάει από τα πόδια».

Δεν πρόλαβε να αποτελειώσει την φράση του και ο ογδοντάχρονος σηκώθηκε απότομα από την καρέκλα του, αρπάζει το πρώτο ξύλο, που βρίσκει μπροστά του και ορμά στον Σπύρο ουρλιάζοντας: «εγώ δεν γερνάω κατάλαβε το, όρθιος θα πεθάνω! Άντε χάσου από μπροστά μου, που ήλθες να με συγχύσεις μεσημεριάτικα»….

Πόνημα δημιουργικής γραφής

Κ Μπερτσιάς