Δυο φίλοι απ’ τα παλιά, και η Γκιώνα που τρίζει..

Site logo imageΟρεινογραφίες

Δυο φίλοι απ’ τα παλιά, και η Γκιώνα που τρίζει..

 

Ορεινογραφίες

 

Τί είναι εκείνο που φτιάχνει φιλίες; τι είναι εκείνο που ατσαλώνει τις ανθρώπινες σχέσεις και τις κάνει τόσο δυνατές, όσο και τα ψηλά βουνά;   Ποιο μπορεί να είναι το μέλλον μιας φιλίας που άρχισε κάποτε χρόνια πίσω, καθώς και το μέλλον ενός βουνού που κλυδωνίζεται από τις εξορύξεις; Υπάρχει σωτηρία στο μεγαλόπρεπο βουνό;  Πάντως εκεί οι άνθρωποι έρχονται πιο κοντά και οι αδυναμίες παραμερίζονται, στην καθαρότητα της ανθρώπινης προσπάθειας.  Μέχρι να γίνει όμως αυτό θα πρέπει να γνωριστούμε..

Στη Βαθιά Λάκκα της Γκιώνας

Ο φίλος μου – όπως και εγώ –ασχολείται με το βουνό κάμποσα χρόνια.  Εκδρομούλες, κάποια βουνά, παρεούλες, λίγη αναρρίχηση, μπόλικες κουβέντες γύρο από τον κόσμο του βουνού και ας μην είναι ο τύπος του να μιλάει πολύ. Γνωριστήκαμε χρόνια πίσω στην ξενιτιά, εκεί που τα όνειρα με τα σχέδια έδιναν και έπαιρναν, εκεί  που οι χαρές και οι λύπες δεν είχαν σημασία, αφού ανήκαν στο ίδιο όνειρο, το μεγάλο, τότε που τα όνειρα έστηναν καλλίτερους κόσμους.  Εγώ να μιλάω περισσότερο και αυτός να ακούει, εγώ να υπόσχομαι πολλά και ο άλλος να κουνάει το κεφάλι.  Εγώ να είμαι αισιόδοξος για το αύριο και ο εκείνος απαισιόδοξος γι’ αυτό.  Όταν κουραζόμασταν από την σοβαρότητα της κουβέντας και το αδιέξοδό της, αρχίζαμε τα παιχνίδια και τότε συναγωνιζόμασταν στις τρέλες και στα γέλια για να συμφωνήσουμε  από κοινού την επιθυμία μας για «αιώνια» φιλία.

Εργασίες εξόρυξης στο βουνό.  Απέναντι ο Παρνασσός με το χ. Βάριανη

Κάποτε γυρίσαμε στην πατρίδα, ο καθένας φορτωμένος το δικό του σακίδιο.  Τραβήξαμε το δρόμο ξέχωρα για πάνω από δέκα χρόνια, κρατώντας ο καθένας για τον εαυτό του ό,τι θα μπορούσε ν’ αντέξει στον χρόνο.  ‘Έμειναν κάτι συζητήσεις για την ομορφιά του τόπου μας και κάποιες νοητές περιπλανήσεις στα ορεινά που κάναμε στην ξενιτιά για βουνοκορφές, που δεν είχαμε ποτέ περπατήσει και φυσικά σκαρφαλώσει.  Για την «άγνωστη» ομορφιά των ορεινών μας!  Και αυτά έμειναν στον καθένα μας.  Μετά από χρόνια, δεν μας έφεραν κοντά τα παιδιά μας ούτε και κάποιες δουλειές.  Οικογενειάρχες με δουλειά, σπίτι και αμάξι είχαμε μπει για τα καλά στην «ζωή» αν δεν το λέμε κάπως αλλιώς αυτό!.  (Μαγκανοπήγαδο)..

Αφήσαμε όλα αυτά στην άκρη και δώσαμε το πρώτο μας ραντεβού (επανένωσης) στα ψηλώματα της Γκιώνας.  Γιατί διαλέξαμε την Γκιώνα; Είχε και αυτό τους λόγους του.  Άνοιξη στην Γκιώνα.  Ένας ήλιος να καίει και κάτι σύννεφα  να απειλούν, μαζί με τα δυνατά τραντάγματα του τόπου απ’ τα συνεργεία που συνέχιζαν αμέριμνα το έργο τους.  Η Κίνηση Προστασίας Εθνικών Δρυμών, μια οικολογική οργάνωση, έδειξε το ενδιαφέρον της για την Γκιώνα.  Το βουνό αποτελεί ένα αξιόλογο οικοσύστημα, το οποίο, παρά την σημασία του, όχι μόνον δεν απολαμβάνει κανενός είδους προστασίας, αλλά επιπρόσθετα απειλείται άμεσα με ολοκληρωτική καταστροφή, όπως  έχει επισημανθεί ήδη από διάφορες οργανώσεις, όπως ο Χιονοδρομικός Ορειβατικός Σύλλογος Άμφισσας,  αλλά και από πλήθος μεμονωμένων ατόμων.  Από το 1984 άρχισε η κινητοποίηση της Κίνησης με διάφορες εκδηλώσεις ενημέρωσης και διαμαρτυρίας, με αρθρογραφία σε οικολογικό τύπο και αλλού. (Βλέπε: Τριαντάφυλλου Αδαμακόπουλου Γιώργου Σφήκα, Βασίλη Χατζηρβασάνη1988: Αξιολόγηση και διαχείριση του οικοσυστήματος της Γκιώνας).  ‘Έχουμε και λέμε,  

«Έρημες» στάνες και μαντριά στα ψηλώματα της Γκιώνας

Το μονοπάτι ξεσαρισμένο, τα χορτάρια μουδιασμένα από το πλάκωμα του χιονιού και παντού υδάτινα ρυάκια.  Οι κακαράτζες, των ζωντανών και τα κακά των αλόγων πάνω στο μονοπάτι να διατηρούνται από το περασμένο καλοκαίρι.  Ακόμη να βγουν οι βοσκοί  στα ψηλώματα, είναι νωρίς φέτος..  Οι στάνες άδειες, έρημες, οι πέτρες πεσμένες  και τα δοκάρια της οροφής μαζεμένα, όσο πιο προσεκτικά γίνεται, στα ριζά του μεγάλου βράχου.  Τα σύννεφα γεμίζουν τον ουρανό, η βροχή δεν θ’ αργήσει.  Η Βαθιά Λάκα στέγνωσε, τα χιόνια φέτος ήταν λιγοστά.  Ψηλά απ’ το διάσελο τα αγριοκάτσικα φάνηκαν στην κορφή της Πλατυβούνας.  Οι φιγούρες τους πρόβαλλαν στην κορυφογραμμή και μετά ρίχτηκαν προς τα κάτω προσεκτικά, την στιγμή που ακούστηκα ένας τρομακτικός θόρυβος απ’ τα σπλάχνα του βουνού.  Σε λίγο η βροχή έπεσε με την ανυπομονησία και τη   φρεσκάδα που αυτή κουβαλούσε.  Η κορυφή της Πυραμίδας κρύφτηκε και η κοντινή στάνη ήταν μια ευκαιρία ανάσας για μας.  Μέσα στην βροχή, χωρίς τίποτα πάνω μας, τα λόγια στέρεψαν, παράξενο, και να σκεφθεί κανείς που τόσα είχαμε να πούμε..  Αντί άλλων η ομίχλη ακολούθησε τη βροχή και όλα χάθηκαν.

Στο δρόμο για την Πυραμίδα της Γκιώνας, ύψ.2.508μ.,

Ώρες σιωπής και περισυλλογής ακολούθησαν τον ανοιξιάτικο ύμνο- πανδαισία στον χώρο.  Η πολύωρη σιωπή, όμως, έφερε μαζί της και συνειδητοποιήσεις από την κάθε μεριά.  Είμασταν εκεί μαζί και ο καθένας ελεύθερος να το εκδηλώνει την κάθε στιγμή..  ‘Όταν όλα ξαναγύρισαν στο πριν, ο γυπαετός φανερώθηκε στην κορυφή στην Πυραμίδας να κάνει βόλτες. Τα καλιακούδια ξεσήκωσαν τον τόπο με τις φωνές τους πάνω από τα κεφάλια μας, να γυροφέρνουν και οι μαυροσάλιαγκες γέμισαν την κάθε πατημασιά μας στο έδαφος. 

Από την Βαθιά Λάκα της Γκιώνας, τα Βαρδούσια, με το χ. Κονιάκος

Η νύχτα άργησε, αφού μετά την συννεφιά ακολούθησε ένας ήλιος, αυτός της δύσης, που δεν έλεγε να μαζευτεί.  Η νύχτα με τους ήχους της, η νύχτα με το φεγγάρι, η νύχτα με τον ουράνιο ποταμό αστεριών.  Πόσες φορές άραγε θα ταξιδέψουμε σ’ αυτό το ουράνιο ποτάμι;  Πόσες φορές στα όνειρα γνωρίσαμε μαγικούς κόσμους;   Τούς ψάχνουμε μακριά μας αλλά εδώ που βρισκόμαστε τι είναι;  Πόσες φορές δεν ξέρουμε και όμως τολμάμε να πάμε και πιο πέρα ακόμη; Πού τερματίζει η απεραντοσύνη; Το φως της ημέρας βιάστηκε, όσο η νύχτα της προηγούμενης μέρας μας καθυστέρησε.  Οι λάκκες και τα διάσελα χρύσισαν, καθώς οι αχτίνες του ήλιου χαιρέτησαν μια – μια τις άπειρες δροσοσταλίδες.  Η χάραξη της πορείας μας, στο μονοπάτι για την κορυφή, στα γνωρίζει όλα.  Ανεβαίνει γυμνά, περνά δίπλα στα ριζά του κυρίως όγκου, να οι στάνες σε κάθε λάκκα και πίσω από κάθε βράχο να προλαβαίνουμε και τις πέρδικες, που δεν μας περίμεναν και ξαμολιούνται με θόρυβο.  Ο ήλιος φρέσκος και δυνατός τσουρουφλίζει το πρόσωπα.  Η μέρα κρατάει ώρες, καθώς  τα πόδια γυροφέρνουν τα ψηλώματα.  Στις αναγνωριστικές κουβέντες της προηγούμενης μέρας ακολούθησαν λέξεις για την ομορφιά του τόπου.  Προσπαθούμε να επικοινωνήσουμε μέσα από «τρίτους». Που δεν υπάρχουν.  Είμαστε δυο μας και πρέπει να επικοινωνήσουμε. Όση ώρα γινόταν αυτό, τα σύννεφα κρατούσαν απειλή καινούργιας βροχής και τα αγριοκάτσικα τρομαγμένα από τα φουρνέλα δεν έλεγαν να παρουσιαστούν.  Τελικά η σιωπή μας πήγαινε καλλίτερα από τις κουβέντες.  Ήταν αυτή η απάντηση;

Το Λαζόρεμα της Γκιώνας

«Kενό»..  Εσύ δεν μίλαγες, ενώ εγώ φλυαρούσα.  Εγώ έδειχνα αμήχανος και συνέχιζα να αερολογώ και εσύ ήσουν πάντα αυτός.  Πώς θα προχωρήσουμε;   To βουνό έτριξε και μας ταρακούνησε.  Έπρεπε να κινηθούμε, να πάμε πίσω (στο παρελθόν) ή μπροστά (σε κορφή);   Είμασταν στην κορφή Πυραμίδα της Γκιώνας 2.510μ. και αποφασίζουμε να πάμε μπροστά, να σκαρφαλώσουμε σε μια χαμηλότερη κορφή Πύργος, 2.066μ. οπότε αναγκαστήκαμε να μιλήσουμε!  Να πάμε πιο πίσω, εκεί που μπορούσαμε να ξαναπιάσουμε το νήμα της σχέσης..

Τί είχε άλλωστε να δώσει το μακρινό ή κοντινό παρελθόν;   Είχε να γεννήσει τούτη η επαφή κάτι καινούργιο, πρωτόγνωρο μέσα από νέες προσπάθειες επικοινωνίας μας, όπως αυτό το ανοιξιάτικο πρόσωπο της Γκιώνας αντάμα με τα τριξίματα του βουνού;  Ο ίδιος ο ορεινός χώρος, οι ανυπέρβλητες κορφές μάς δίδασκαν τώρα το ελεύθερο της σκέψης και του πνεύματος.  Να, όπως αυτό το αεράκι, που μας γυρόφερνε όπου ήθελε, όση ώρα κάναμε ν’ ανεβούμε απ’ το διάσελο στην κορφή του Πύργου, τόση ώρα έμαθα να μετρώ του ήλιου την δύναμη στο εκτεθειμένα μέρη του σώματός μου. 

Απ’ εδώ ψηλά ρίξαμε τη ματιά κατά το Λαζόρεμα  και στα σκιερά της χαράδρας.  Το μυαλό σκάλωσε, και μας ταξίδεψε στα τραγικά γεγονότα του εμφυλίου. (1)  Το παρελθόν είναι για να μας θυμίζει τι είμαστε, αλλά τώρα πρέπει να κάνουμε το βήμα μπροστά.

Αγριολούλουδο της Γκιώνας (Saxifraga)

Παράξενο, όση ώρα ανεβαίναμε στον Πύργο δεν έτριξε το βουνό.  Όταν κατεβήκαμε, μοιραστήκαμε μόνο το φαγητό, περπατήσαμε  ραχούλες και αναπνεύσαμε ελεύθερα, αβίαστα, αμίλητοι..  Αυτά ήταν τα εφόδια μας, τα προικιά μας και πάνω σ’ αυτά έπρεπε να δημιουργήσουμε.  Τα λόγια φανήκαν φτωχά και τα βάλαμε στη άκρη και οι δυο  μας.   Διαλέξαμε ένα μονοπάτι που δεν ξέραμε και ανακαλύψαμε μια διαδρομή λησμονημένη.  ‘Ήταν η ωραιότερη στιγμή της  συνεύρεσής μας  Ξαναγεννηθήκαμε.  Ο τόπος έδειχνε την αυθεντική ομορφιά του και εμείς είχαμε ζήσει την ελευθερία μας μέσα από την κοινή προσπάθεια..  Όταν αρχίσαμε να χαμηλώνουμε τα σύννεφα που γέμισαν του ουρανό ήταν διάφανα και οι αστραπές είχαν μόνο θέαμα.  Οι κροτίδες απ’ τα μεταλλεία είχαν χάσει την ισχύ τους ή έτσι το εισέπραττα, ενώ ο γυπαετός ξαναφάνηκε στον ουρανό, ανάμεσα σε Γκιώνα και Βαρδούσια..

‘Όλα στηρίζονται σε μια ισορροπία, όλα κρατιόνται  σε μια λεπτή κλωστή, πόσο εύθραυστες είναι οι ανθρώπινες σχέσεις, να όπως η Γκιώνα που αδιαμαρτύρητα ψυχορραγεί από ανθρώπινο χέρι.  Μπορούμε να κάνουμε κάτι; Εμείς oi δυο φίλοι επιβιώσαμε, γιατί αναγκαστήκαμε να ανοιχτούμε για να προχωρήσουμε..  Τί κοινό σκέπτομαι ότι μπορεί νάχει η σχέση η δική μας  με το μέλλον της Γκιώνας;

Ο δρόμος της επιστροφής μακρύς και, ενώ ξεμακραίνουμε, τα μουγκρητά του βουνού ολοένα σβήνουν στ’ αυτιά μας, μέχρι που «χάθηκαν» καθώς η νύχτα τα πλάκωσε όλα.   Αυτό το τελευταίο μου φάνηκε παρόμοιο. Μου φάνηκε ίδιο με την συνήθεια των ανθρώπων που πέφτουν στη ρουτίνα και η Γκιώνα να παραμένει μια ευχάριστη αναλαμπή.  Εκτός κι’ αν η επιστροφή πρέπει να περιμένει ακόμα… 

Τάκη Ντάσιου, Άνοιξη 1987

Παραπομπές

(1) «Η επιχείρηση Χαραυγή αποσκοπούσε στην «εκκαθάρισιν της περιοχής Ρούμελης, δια πλήρους εξοντώσεως (συλλήψεως ή φόνου) των εν αυτή συμμοριτών». Το τρίγωνο Βαρδούσια-Οίτη-Γκιώνα είχε οριστεί ως «τρίγωνο καταστροφής» και «χώρος σφαγείου» (ΓΕΣ/ΔΙΣ, ΑΕΠ, τομ.7,έγγρ74). Οι στρατιωτικές δυνάμεις σχημάτισαν ένα πέταλο, ένα τόξο (Λαμία – Καρπενήσι Αγρίνιο) μέσα στο οποίο σκόπευαν να εγκλωβίσουν τους αντάρτες και τους συνεργάτες τους. Οι επιχειρήσεις ξεκίνησαν τον Απρίλιο του 1948, ενώ το κρύο ήταν ακόμη τσουχτερό, είχε βροχές, ομίχλη και στα ορεινά χιόνι (ΑΣ/ΔΙΣ, 1970: 45,49-50, 59 Μαργαρίτης 2000, τομ.1:495-503. […] Στις 27 Απριλίου ο καιρός ήταν «βροχερός μετά χιόνων» σύμφωνα με τον Στρατό. Στις 28 Απριλίου ο καιρός ήταν καλός. «Συνελήφθηκαν 28 γυναικόπαιδα συμμοριτών παρεδόθησαν δύο συμμορίται και περισυνελέγησαν 108 ημίονοι και ίπποι μετά πολλών υλικών, ραπτομηχανών, μηχανών υποδημάτων κλπ.» (πρόκειται για τις υποδομές, τα συνεργεία, του Αρχηγείου Ρούμελης ή αλλιώς της 2ης Μεραρχίας του ΔΣΕ). Στις 30 Απριλίου ο καιρός ήταν πάλι καλός: στις δασωμένες χαράδρες της Γκιώνας «συνελήφθησαν 215 συμμορίται εις αθλίαν κατάστασιν ων 40 γυναίκας και εφονεύθηκαν 5» στον Πύργο (υψ.1.330μ.) βρήκαν νεκρούς «εκ ψύξεως» τέσσερις γυναίκες και ένα γέροντα, στην χαράδρα Λάζου Ρέμα βρέθηκαν «66 γυναικόπαιδα και εις γέρων (πατήρ Αρχισυμμορίτου Διαμαντή)» (ΓΕΣ/ΔΙΣ, ΑΕΠ, τομ.7, έγγρ.74 ΑΣ/ΔΙΣ, 1970: 63-78). Ο Διαμαντής (Γιάννης Αλεξάνδρου) ήταν ο Διοικητής της 2ης Μεραρχίας του ΔΣΕ, γνωστός ως ο «μελαμψός Χριστός» ή «ο σταυραετός της Ρούμελης». Το γεγονός ότι δεν μπόρεσε να σώσει τη ζωή του πατέρα του, σίγουρα, αποτέλεσε ένα μεγάλο προσωπικό πλήγμα. Συνολικότερα, όμως, στα ‘μάτια’ των αμάχων, το πλήγμα ήταν βαρύτερο, γιατί αφορούσε την αποτελεσματικότητα των ανταρτών να τους παρέχουν προστασία από τον Στρατό, και κατ’ επέκταση έπληξε καίρια τη σχέση εμπιστοσύνης των αμάχων προς το ΔΣΕ». (Τασούλα Βερβενιώτη2021: 341,343)

 

πηγή: ορεινογραφίες