Ο Χριστός κυρίως δεν ήθελεν ιερείς, δεν ήθελε τελετάς, δεν ήθελε καπνούς, δεν ήθελε λαμπάδας, αλλ’ ούτε ψάλτας, ούτε κανδυλανάπτας, ούτε Μεθοδίους και Παναρέτους, ούτε φελόνια, ούτε άμφια, ούτε εγκόλπια, ούτε πατερίτσες. Εβδελύσσετο την ύλην, την επίδειξιν, την υποκρισίαν, τας νηστείας. Εβδελύσσετο τα μεταξύ Θεού και ανθρώπων μεσολαβούντα όργανα, ιερείς, αρχιερείς, επισκόπους, πάπας, καρδιναλίους. Ήθελε το δίκαιον των δικαίων, ήθελε ακόμη και το δίκαιον των αδίκων. Ήθελε την καταστροφή του πλούτου ως πηγής αμαρτίας, ήθελε την ανόρθωσιν των πτωχών, ως τέκνων του αυτού πατρός. Πού προσηύχετο; Εις τα όρη. Τι προσηύχετο; Το Πάτερ Ημών. Ήτο ενάντιος της κρατούσης νομοθεσίας, της αυστηράς και δρακοντείου του Μωυσέως νομοθεσίας. Ωνειρεύθη τον κόσμον δημιουργηθέντα δι’ ενός φιλήματος και ήθελε το φίλημα νόμον του κόσμου.
Χριστέ βασίλευε. Χριστέ αρωμάτιζε. Χριστέ αγάπα.
ΒΛΑΣΗΣ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ (1882)
από το βιβλίο του ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΤΑΜΕΛΟΥ “ΠΡΩΤΟΠΟΡΟΙ ΚΑΙ ΗΡΩΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑΣ”
Εκδόσεις ΓΛΑΡΟΣ