Το Λιος: διήγημα του Ηλία Βενέζη.

Το Λιος

Ήταν τρεις ψαράδες, νέα παιδιά, κι ένας γέρος. Κάθονταν κάτου από έναν πλάτανο στη Θερμή, στο ακρογιάλι της Λέσβου, και «λάντιζαν» τα παραγάδια. Τούτη είναι μια βαρετή δουλειά, που πρέπει να γίνεται μόλις τελειώσει το ψάρεμα και τραβηχτούν τα παραγάδια απ’ τη θάλασσα. Πάνου στα αφάγωτα δολώματα έχουν κολλήσει κάτι μακρουλά σκουλήκια σα σαρανταποδαρούσες μ’ ένα αδύνατο κόκκινο χρώμα. Αν τ’ αγγίξεις, τα δάχτυλα τσούζουν σα νάπιασες τσουκνίδες. Κάνουν και άλλη ζημιά, γιατί μπαταλεύουν το δόλωμα με το να κολνούν απάνω του και να μη δίνουν τόπο στο ψάρι να το φάει. Οι ψαράδες παίρνουν ένα ‑ ένα τ’ αγκίστρια απ’ τη βρεμένη κουβάρα, όπως είναι μες στα πανέρια, καθαρίζουν τους σπάγγους ‒ τα παράμαλα – και τ’ αγκίστρια, και τ’ αραδιάζουν ύστερα στο φελλό του πανεριού.

Οι δύο ψαράδες – που λάντιζαν τα παραγάδια κάτου απ’ τον πλάτανο στη Θερμή – ήταν τ’ αδέρφια οι Φωτιάδες. Οι άλλοι δυο ήταν πατέρας και γιος, αïβαλιώτες πρόσφυγες.

—  Ε! Πώς τα πήγατε σήμερα, Δημητρό; ρώτησε ο γέρος το ένα απ’ τα αδέρφια, σκουπίζοντας τα χέρια στα βρακιά του για να τυλίξει τσιγάρο.

Αυτός που ρώτησαν ήταν ευχαριστημένος.

Δυο πανέρες μπαρμπούνια στα δίχτυα και πέντε συναγρίδες, είπε. Εσείς;

Ο γέρος σήκωσε τους ώμους του.

— Δεν τα ξέρεις τώρα; Τα συνηθισμένα. Δυο μαγειριές σπάροι και μια οκά χάνοι – ήταν δεν ήταν!

— Τι να γίνει, μπαρμπα ‑ Αντρέα! Α δε μουντάρεις δε ζεις σήμερα! Σου το λέμε: Άσ’ τον, τη Νυχτερίδα, να  ‘ρθεί με τη βάρκα σας μαζί μας στο Λιος! Άσ’  τον να  ‘ρθεί. Μα εσύ δεν ακούς! Δεν ακούς!

— Όχι, μωρέ παιδί μου, όχι! επίμενε με δύναμη ο γέρος, σα νάθελε να δείξει πως δεν είχε κλονιστεί στην απόφασή του. Εμείς είμαστε ολάκερη φαμίλια, πιο φουκαράδες απ’ τον καθένα. Να γίνει τίποτα να πιάσουν τη βάρκα; Πάει, σβήσαμε! Όχι!

Λιγοστοί ψαράδες πηγαίναν και ψάρευαν στην αντικρινή Ανατολή, εκεί κατά το Λιος. Ήταν τα πρώτα χρόνια μετά την καταστροφή της Ανατολής. Από τη Θερμή, το νησάκι τούτο – το Λιος – είναι μόλις δέκα μίλια. Είναι ένα έρημο ξερονήσι, όξω απ’ τον κόρφο του Αϊβαλιού, μα η θάλασσά του είναι ατίμητη σε ψάρι. Τον πρώτο καιρό ύστερα απ’ την καταστροφή, κανένας απ’ την ακρογιαλιά της Λέσβου, από τους ντόπιους και τους πρόσφυγες ψαράδες, δεν κοτούσε να τραβήξει κατά το Λιος. Μα ύστερα, κάμποσα παλικάρια το πήραν απόφαση. Στη Μυτιλήνη απάνου είχε πέσει τόσος πολύς κόσμος που ζούσε απ’ τη θάλασσα, που κι αυτή, τι να κάνει, σφίχτηκε, σφίχτηκε, στέρεψε, δεν έδινε ψάρι. Έναν καιρό, δοκίμασαν με δυναμίτη. Μα ήρθε το καράβι του κουβέρνου για τα λαθραία, έπαιρνε βόλτες όλες τις ακρογιαλιές, έκλεισε κι αυτή η πόρτα.

Λοιπόν; Πήραν καμπόσοι την απόφαση. Μια νύχτα τράβηξαν για τη βλογημένη θάλασσα, το Λιος. Την αυγή γύρισαν πίσω με τα πανέρια τους φίσκα. Ξαναπήγαν. Όλα καλά. Πήγαν κι άλλη φορά. Κι άλλη.

Όμως ήρθε μια μέρα και τα πράματα σκουρήναν. Ο Τούρκος τούς μυρίστηκε. Το Λιος ήταν σύνορα, περιοχή αυστηρά απαγορεμένη, και οι Τούρκοι είχαν περίπολο μια γκαζολίνα που έκανε βόλτα στα ξερονήσια. Τέλος, αυτό που τρέμαν οι ψαράδες της Θερμής έγινε: Οι Τούρκοι τούς πιάσανε μια βάρκα.

Στα ψαροκαλύβια της Θερμής περίμεναν τη βάρκα να γυρίσει απ’ το Λιος, μια μέρα, δυο, τρεις. Τίποτα. Ύστερα από δυο βδομάδες πήραν μήνυμά τους, μες απ’ τη φυλακή του Αϊβαλιού, μ’ ένα καΐκι τούρκικο που ήρθε από κει. Τους γράφανε πως τους πήραν τη βάρκα και τα δίχτυα, με κατάσχεση. Και να τους στείλουν δέκα λίρες, μπαγκανότες, για να τους αφήσουν.

Ένα διάστημα, πολύς φόβος έπεσε στα ψαράδικα καλύβια της Θερμής. Κανένας δεν τολμούσε να ξαναπάει στο Λιος. Ύστερα, πάλι η ανάγκη τούς έσφιξε, ξεθαρρεύτηκαν.

Πάλι οι Τούρκοι πιάσαν μια βάρκα τους. Φοβήθηκαν πάλι, πάλι ξεθαρρεύτηκαν. Η σκληρή ζωή, η ανάγκη της, τύλιγε τους ανθρώπους, τα ψάρια και το Λιος μέσα σ’ έναν κύκλο από φόβο, από ελπίδα, από λίγη χαρά κι από δάκρυα.

Ο γερο ‑ Αντρέας έβλεπε τις πανεριές τα ψάρια που φέρναν όσοι πηγαίναν στο Λιος, οι λιγοστοί που είχαν απομείνει να παίζουν ακόμα τη βάρκα και τα δίχτυα τους μονά ‑ ζυγά∙ λαχταρούσε, μα μάτωνε τα χείλια με τα δόντια του για να διώξει τον πειρασμό.

— Όχι, Όχι, γιε μου, μουρμούριζε. Θα σβήσουμε…

—  Καλά, πατέρα, συμφωνούσε θέλοντας και μη ο νέος ψαράς. Μα αυτό μ’ εμάς δεν είναι ζωή! Με δέκα δράμια χάνους, τι θα κάνουμε; Καμιά μέρα θα μαυρίσει το μάτι μου, θα τα παρατήσω και θα φύγω! Κι ας γίνει ό,τι θέλει!

— Σωστά μιλά! έμπαινε στη μέση ο ένας απ’ τα δύο αδέρφια που πηγαίναν στο Λιος, μασώντας ένα κομμάτι ψημένο χταπόδι. Εσύ, μπαρμπα ‑ Αντρέα, κάνεις σαν κλαψοπαναγιά. Άσ’ τον να ‘ρθεί μ’ εμάς! Εδώ είναι τύχη: Μονά ‑ ζυγά!

Το άσπρο κεφάλι κουνιόταν με πείσμα, τρομαγμένο, σα νάθελε να φυλαχτεί απ’ τον κίνδυνο που ήταν καθαρός σαν τη μοίρα!

— Όχι! Όχι!

Περνούσε ο καιρός. Κάθε φορά, ίσαμε να γυρίσουν οι βάρκες που φεύγαν τη νύχτα για το Λιος, κάμποσα μάτια – τα παιδιά των ψαράδων που ήταν στον κίνδυνο, οι γυναίκες τους, οι μητέρες τους, – κοίταζαν το πέλαγο με αγωνία. Οι άλλοι πάλι, οι ψαράδες που μένανε φχαριστημένοι με τους χάνους και με τους σπάρους που έδινε η ασφαλισμένη θάλασσα της Λέσβου, κουβέντιαζαν με πίκα για τους παλικαράδες του Λιος.

— Ωχ! αδερφέ! Παν να φαν το κεφάλι τους και το κεφάλι των παιδιών τους! Ποιος τους φταίει; Εμείς μαθές δεν έχουμε  φαμίλιες;

Ήταν οι μόνες στιγμές που χτυπούσαν κατακέφαλα τον πειρασμό του Λιος, επειδή, μέσα στην αγωνία των αλλωνών, αυτοί πατούσαν γερά το μουράγιο, γεμάτοι απ’ την άγρια χαρά που δίνει η ασφάλεια.

Σαν πουλούσαν το ψάρι, όλοι μαζί οι ψαράδες κάθονταν και κουβέντιαζαν. Οι παλικαράδες διηγόνταν στους άλλους για το Λιος. Πώς τα πήγαν. Οι άλλοι, οι φρόνιμοι, κουνούσαν τα κεφάλια τους χωρίς να θέλουν ν’ αλλάξουν γνώμη. Το βράδυ, στο ψαράδικο καφενεδάκι της ακρογιαλιάς, πάλι τα ίδια. Το Λιος. Το Λιος. Ήταν ένα όνομα που το άγγιζαν με φόβο, με συγκίνηση, με θαυμασμό, με μίσος. Σα να τους είχε κάμει καλό και κακό μαζί, τους αναστάτωνε και το βλαστημούσαν, όπως γίνεται για καθετί που είναι έξω απ’ το μέσον όρο στη ζωή.

Όμως η μοίρα των ανθρώπων δουλεύει παράξενα. Ο μπαρμπα ‑ Αντρέας πήγαινε ήσυχα και θεοσεβούμενα, νοικοκυρεμένα. Μήτε Λιος, μήτε μπαρμπούνια, μήτε φασαρίες. Έπρεπε, λοιπόν, να περιμένει πως καμιά βίαιη κίνηση δεν έμελλε να ταράξει τη γαλήνη του καλυβιού του. Μα φαίνεται πως ο Θεός φρόντισε να βάλει το χέρι του και μες στους σπάρους και στους χάνους ακόμα.

Ένα πρωί γύρισε με το γιο του απ’ το ψάρεμα με κατεβασμένα μούτρα και με αδειανά τα πανέρια από παραγάδια. Τα είχε κρατήσει η θάλασσα. Μπλέξαν στον πάτο της, μες στους βράχους, κι έμειναν πια εκεί να ησυχάσουν.

Η φαμίλια χρεώθηκε για ν’ αγοράσει καινούργια αγκίστρια και καινούργιο σπάγγο. Το χρέος αυτό τους έπνιξε. Για να ξεπληρωθεί ήθελε μεγάλες χειρονομίες. Μονά ‑ ζυγά.

Το άσπρο κεφάλι του γέρου ψαρά κουνήθηκε ακόμα λίγες φορές με πείσμα, αρνητικά. Ύστερα οι κινήσεις γίνανε πιο μαλακές και πιο ανάριες, τα ξαγρυπνισμένα μάτια του συνήθιζαν στην απόφαση. Δεν το είπε παστρικά το ναι. Χτύπησε μόνο αλαφρά το γιο του στην πλάτη με τρεμουλιαστό χέρι, χωρίς να τον βλέπει καταπρόσωπο.

Ο νέος ψαράς αιστάνθηκε τότε το αίμα μες στις φλέβες του πιο ζεστό, και το μούτρο του πήρε ξαφνική σοβαρότητα. Ήταν ένα παλικάρι ίσαμε εικοσιπέντε χρονώ, μ’ ένα χέρι. Το άλλο ήταν κομμένο απ’ τον καρπό, μα ήταν σα να μην του έλειπε. Έκανε τις δουλειές του περίφημα.

Αυτή η ιστορία του χεριού έγινε πριν από δέκα χρόνια:

Στον πρώτο ευρωπαϊκό πόλεμο οι Εγγλέζοι είχαν πάρει καμιά κατοστή ανθρώπους και τους βάλαν πάνου σ’ ένα άλλο ξερονήσι, στο Γυμνό, όξω απ’ τον κόρφο του Αϊβαλιού. Αν μιλάς στην Ανατολή ακούγεσαι στο Γυμνό, τόσο είναι κοντά. Με το αντάρτικο τούτο σώμα ο Εγγλέζος ήθελε νάχει ένα μάτι μπροστά στα μούτρα της Τουρκιάς. Διάλεξαν τους άντρες έναν ‑ ένα, ανάμεσα στα παλικάρια του Αϊβαλιού που είχαν πάει πρόσφυγες στη Λέσβο. Αυτό που τους γυρέψαν, το να μένουν στο Γυμνό, ήταν μια απίθανη περιφρόνηση προς το θάνατο. Και μονάχα αυτοί ήταν σε θέση να το κάνουν. Ήταν οι τελευταίοι από μια δυνατή ράτσα που έσβησε μαζί τους. Όλη τη ζωή τους την περνούσαν κάνοντας κοντραμπάντο, πίνοντας κρασί και σκοτώνοντας για το τίποτα αν τους πείραζες στο φιλότιμο, αν πρόσβελνες το φίλο τους. Στα φερσίματά τους είχαν έναν αγέρα περήφανο και ντροπαλό μαζί, και πάνω στο πιοτό τους ήταν βαριοί και αμίλητοι, σα να γινόταν λειτουργία. Άμα σηκώνονταν να χορέψουν, τα νταούλια χτυπούσαν βαριά και αυστηρά, και οι κινήσεις του χορού ήταν το ίδιο αυστηρές και ελάχιστες, που επαναλαμβάνονταν στον ίδιο ρυθμό, μ’ ένα τυπικό θρησκευτικής τελετής. Όλα έπρεπε να υποταχθούν στο τυπικό τούτο, και η προσωπικότητα του ανθρώπου να δαμαστεί μες στην παράδοση. Ήταν φανερό πως σ’ αυτούς τους ανθρώπους με το αψύ αίμα, που άναβαν με το τίποτα, τούτο το τυπικό του χορού ήταν ξαλάφρωμα καρδιάς, η ίδια βαθιά ανάγκη που δοκιμάζει κάθε άνθρωπος να χαθεί μια στιγμή και να σβήσει σαν άτομο μες στη συνείδηση του πλήθους.

Στο Γυμνό, εξόν απ’ τ’ άρματά τους, δεν είχαν καμιάν άλλη προστασία απ’ τη μεριά της θάλασσας. Ένα μικρό μονάχα συμμαχικό καράβι ερχόταν κάθε δέκα μέρες, τους άφηνε την τροφοδοσία τους κι έφευγε. Οι αντάρτες μέναν πάλι μονάχοι να κοιτάζουν τις στεριές της Ανατολής που τις ξέραν σπιθαμή με σπιθαμή, και λέγαν πικραμένα τραγούδια της ξενιτιάς. Αν ο καιρός ήταν μπουνάτσα, ξεχώριζαν καθαρά τους σκοπούς στην αντικρινή στεριά. Ρίχναν τότε μια ντουφεκιά στον αγέρα για να πάρουν εκεί είδηση, κι από κει αποκρίνονταν με τον ίδιο τρόπο στο χαιρετισμό. Τη νύχτα άκουγαν τα τραγούδια τους. Προπάντων ένας Τούρκος άμα τραγουδούσε, όλος ο τόπος γέμιζε Ανατολή. Οι αντάρτες του Γυμνού μαζεύονταν τότε στο φρύδι του νησιού και σωπαίναν ακούγοντας τον άνθρωπο απ’ την άλλη στεριά που τραγουδούσε.

Μια χειμωνιάτικη νύχτα έβρεχε. Το πρωί της ίδιας μέρας είχε έρθει το συμμαχικό καράβι στο Γυμνό κι έφερε στους αντάρτες καπνό και κρασί. Ήπιαν. Ήπιαν. Αργά τη νύχτα είχαν γίνει όλοι στουπί. Μήτε οι σκοποί δεν είχαν φυλαχτεί. Οι Τούρκοι κάμαν απόβαση στο Γυμνό, με μαούνες, από τρεις μεριές. Οι μισοκοιμισμένοι σκοποί το πήραν είδηση όταν πια ήταν πολύ αργά. Κείνη τη νύχτα, ως την αυγή, χαθήκαν όλοι τούτοι οι άντρες, μεθυσμένοι, μουγκρίζοντας φριχτά και παλεύοντας στα σκοτεινά πριν ξεψυχίσουν.

Όταν ύστερα από κάμποσες μέρες το συμμαχικό καράβι πήγε πάλι στο Γυμνό, τα πτώματά τους βρωμούσαν από μακριά, τυλιγμένα στη λάσπη και στο αίμα. Μονάχα ένα αμούστακο παλικαράκι δεκαπέντε χρονώ, που το είχε μαζί του ένας από τους αντάρτες, θειος του, αυτό μονάχα είχε καταφέρει να τρυπώσει σε μια σπηλιά, λαβωμένο στο χέρι από σφαίρα. Το βρήκαν αποκαμωμένο, κίτρινο και αλλοσούσουμο από τον τρόμο, να σπαράζει μες στα πτώματα.

Αυτό το παλικαράκι ήταν ο νέος ψαράς, ο Πέτρος, ο επιλεγόμενος Νυχτερίδα. Του κόψαν το χέρι γιατί είχε σαπίσει. Με το κομμένο χέρι και με την ιστορία του έγινε ξακουστός σ’ όλο το νησί. Δεν απόμεινε άνθρωπος που να μην έρθει ν’ ακούσει απ’ το στόμα του το τέλος του Γυμνού. Το παλικαράκι έδειχνε το κομμένο χέρι του κι έλεγε τα καθέκαστα, τη μικρή του ιστορία, ίδια, στερεότυπη, χωρίς πια αποχρώσεις, επειδή την είχε μάθει απόξω. Από τότε η ζωή του γέμισε με το αδιάκοπο ξαναμάσημα της τρομερής σκηνής, γέμισε απ’ το Γυμνό, τους αντάρτες, τις μαούνες που τους ριχτήκαν, το αίμα, το παιχνίδι του πολέμου και του θανάτου.

Ένας περίφημος σταμπαδόρος έβαλε όλη την τέχνη του για να χτυπήσει στα στήθια του νέου ψαρά το καλύτερό του σχέδιο με μπαρούτι και με λιβάνι. Ήταν μια φοβερή συμβολική σύνθεση: Ένα δέντρο∙ κάτου απ’ τα κλαδιά του ένα λιοντάρι. Τυλιγμένο πολλά κάτια στο σώμα του λιονταριού ένα φίδι. Το λιοντάρι, με το τρομερό σφίξιμο του ερπετού, είχε γονατίσει κι έστεκε με το κεφάλι του τιναγμένο ψηλά. Ένα δεύτερο φίδι, πιο χοντρό, πρόβελνε απ’ την άλλη μεριά. Ήταν σωστό θεριό: τύλιγε δυο κάτια όλο τον κορμό του νέου ψαρά, η ουρά του χωνόταν στον αφαλό του, και το κεφάλι του κοίταζε το γονατισμένο λιοντάρι με ανοιχτό στόμα σα να του είχαν χώσει μια μπάλα στο λαρύγγι. Πλάι στα φύλλα του δέντρου, στη γωνιά, έστεκε μια νυχτερίδα, και πλάι της ήταν ένα μισοφέγγαρο.

Το πιο παράξενο σ’ όλη τη σύνθεση ήταν η νυχτερίδα. Γι’ αυτό, από τότε, το νέο ψαρά τον βγάλανε: Η Νυχτερίδα. Στην αρχή πειράχτηκε, ύστερα το συνήθισε, όπως συνήθισε και τα φίδια και τα λιοντάρια που τον ζώναν. Βλέπονταν κάθε μέρα. Μια γοργόνα, ακόμα, του χαμογελούσε, χτυπημένη στο γερό μπράτσο του. Όλα αυτά, – τα φίδια, το γονατισμένο λιοντάρι, η νυχτερίδα, η γοργόνα, το αίμα του Γυμνού, – ήταν μια μικρή καρδιά, ήταν ένα κομμάτι λάσπη, όλα μαζί, που είχε ξεραθεί και δεν ήταν τρόπος να το μαλάξεις.

Το πρώτο ταξίδι της Νυχτερίδας για το Λιος, το «ταξίδι μονά ‑ ζυγά», έγινε με κάθε επισημότητα. Αποβραδίς, όλη η φαμίλια μαζεύτηκε νωρίς την ώρα του φαγιού στο χαμηλό τραπέζι: Οι γονιοί, οι δύο κόρες, ο μικρός γιος κι η Νυχτερίδα. Τρώγανε με σκυμμένο κεφάλι, σιωπηλά. Σαν τέλειωσαν έγινε μικρή κίνηση, σήκωσαν το τραπέζι. Ύστερα πάλι βουβάθηκαν.

Η Νυχτερίδα δεν το βάσταξε:

— Μωρέ, βουβαμάρα σας έπιασε ολουνούς! φώναξε χολωμένος. Ε! Και τι είναι, μαθές;

Πραγματικά, δεν καταλάβαινε να φοβάται. Όμως αν δε φοβόταν μην πάθει ο ίδιος τίποτα, ήξερε καλά τι θάταν για τη φαμίλια τους αν τους πιάναν τη βάρκα. Ένιωθε την τρομερή ευθύνη να κάθεται σα βαριά καδένα πάνου στην καρδιά του. Και αντίς να τον βοηθήσουν, απόψε, να πάρει αγέρα, όλοι τους σωπαίναν σα να είχαν μπροστά τους λείψανο!

Πειράχτηκε.

— Θα πλαγιάσω, είπε στη μητέρα του. Στρώσε μου!

Σε λίγο είχαν πλαγιάσει κι όλοι οι άλλοι, στη γραμμή. Στα σκοτεινά η σιωπή έγινε πιο βαθιά. Πέρασε καμιά ώρα. Κατά το μέρος του μπαρμπα ‑ Αντρέα κάτι σάλευε.

— Ε, γέρο! φωνάζει σιγανά η Νυχτερίδα, για να δει αν κάθεται.

Του αποκρίθηκε μονομιάς στον ίδιο τόνο:

— Ε!

—Κάθεσαι;

— Κάθουμαι.

Πάλι σώπασαν για να κοιμηθούν.

Κατά τα μεσάνυχτα, η Νυχτερίδα έπρεπε να ξυπνήσει για το ταξίδι. Ο γέρος δεν είχε κλείσει μάτι. Σηκώθηκε και πήγε προς το μέρος του γιου του. Μα πριν φτάξει κοντά του, ο νέος ψαράς σηκώθηκε.

— Δεν κοιμήθηκες; ρωτά με απορία ο μπαρμπα ‑ Αντρέας.

Τον βεβαίωσε επίμονα:

— Ναι! Ναι! Κοιμήθηκα!

Όλη η φαμίλια ήταν στο πόδι, κι όλοι τον κοιτάζαν μες στα μάτια. Η Νυχτερίδακατάλαβε: Του έδιναν κουράγιο. Κατέβασε τα μούτρα, έκαμε ένα κίνημα του χεριού σαν αποχαιρετιστήριο, και βγήκε στη νύχτα.

Σαλπάρισαν.

Το νυχτερινό αγέρι χτύπησε το κορμί, το φρεσκάρισε, έχυσε δροσιά μες στην καρδιά. Η Νυχτερίδα αιστάνθηκε να είναι πιο καλά, – ο κλειστός χώρος αντηχεί και πολλαπλασιάζει τις σκέψεις. Άρχισε να σφυρίζει. Όμως το αγέρι ήταν αλαφρό, οι σκέψεις πάλι ξαναγύριζαν. Για μια στιγμή το σφύριγμα γινόταν ασθματικό, κομμένο∙ ο ψαράς τότε έχανε, ξαφνικά, το σκοπό που ωστόσο του ήταν πολύ γνώριμος, πάλευε να τον ξαναπιάσει. Αυτή η προσπάθεια, να ξανάρθει ο σκοπός που τόσκασε, έκανε να φεύγουν για λίγο οι ταραγμένες σκέψεις που τριγύριζαν παρέα με τα σφυρίγματα.

Πραγματικά, δε φοβόταν. Ήταν κάτι άλλο παράξενο που δοκίμαζε, ένα αίσθημα που τον τάραζε ολάκερο. Και ήταν τόσο δυνατό αυτό, που δεν τον άφηνε να κάθεται ήσυχος στο δοιάκι, σαν να πατούσε σε φωτιά: Απ’ τον καιρό του Γυμνού ήταν η πρώτη φορά, τώρα, που θα μπορούσε να συναπαντηθεί με Τούρκο, με τον εχτρό των παιδικών του χρόνων, τώρα που πήγαινε στα χώματά του. Όταν με το τέλος του πολέμου, στα 1919, οι Μικρασιάτες γυρίσαν στην Ανατολή, η Νυχτερίδα δε βρήκε τότε μήτε ένα Τούρκο στην πατρίδα του. Είχαν φύγει. Ύστερα, στην καταστροφή του 1922, η Νυχτερίδα είχε μπαρκάρει για τη Μυτιλήνη πριν φτάξουν οι Τούρκοι στο Αϊβαλή. Γι’ αυτό, τώρα που θα πατούσε τούρκικο χώμα, έρχονταν μπροστά του όλα: Το Γυμνό, η απόβαση, η σκοτεινή νύχτα που τους σφάξαν, το κομμένο χέρι, οι στάμπες, το ξεπάτρισμα, το αίμα των χριστιανών, η τρομερή ευθύνη αντίκρυ στη φαμίλια του. Όλα γίνονταν παράξενος ήχος, ένα σφύριγμα που έκαιγε.

Οι δυο βάρκες, – η μια με τ’ αδέρφια τους Φωτιάδες, που πήγαινε ταχτικά στο Λιος, κι η άλλη με τη Νυχτερίδα, – ταξίδευαν κοντά ‑ κοντά. Ίσαμε είκοσι μέτρα. Ο νέος ψαράς άκουσε στην πλαϊνή βάρκα να τραγουδούνε. Πίσω του, το αυλάκι που άφηνε το τιμόνι στη θάλασσα έτρεμε, ώσπου τα κύματα να σκεπάσουν τα πράσινα μάτια από φώσφορο που σβούσαν.

— Ε, Νυχτερίδα! του φώναξε απ’ την πλαϊνή βάρκα ο Δημητρός, παρατώντας το τραγούδι. Φοβάσαι;

Το σφύριγμα σταμάτησε.

— Εγώ, ρε Δημητρό, να φοβάμαι; Γιατί;

— Έτσι, ρώτησα!

— Α!

Τότε ξαφνικά το θυμήθηκε. Ύστερα από τόσα χρόνια! Πήρε τα μάτια του απ’ τη θάλασσα, να μην τη βλέπει. Τάριξε μες στο αμπάρι σα σαβούρα. Θυμήθηκε:

Όταν έγινε η καταστροφή της Ανατολής, στα 1922, φεύγοντας η Νυχτερίδα με τη φαμίλια τους ξεμπαρκάρανε στο Πλωμάρι. Τα βαπόρια ξεφορτώναν κάθε μέρα στο νησί, σε κακά χάλια, επαναστατημένο στρατό που ό,τι είχε γλιτώσει απ’ την κόλαση της συμφοράς. Κι άλλα βαπόρια, με αμερικάνικες σημαίες, σκορπούσαν στα λιμάνια, σα σάπιο εμπόρευμα, τις γυναίκες και τα παιδιά που φέρναν απ’ την Ανατολή.

Στο Πλωμάρι βρέθηκαν τρεις Τούρκοι, ντόπιοι. Μόλις οι δικοί μας, οι αλαλιασμένοι, τους πήραν είδηση, έγινε χαλασμός ίσαμε να τους ξεπαστρέψουν. Τους βάλαν μπρος με τα κοντάκια των ντουφεκιών τους και τους φέραν στη μεγάλη σκάλα του μουράγιου. Στη μύτη της σκάλας, ήταν στερεωμένη μια σανίδα. Σκούντησαν τον πρώτο Τούρκο να βγει στην άκρη της σανίδας. Από κάτω η θάλασσα ήταν τέσσερα μέτρα βάθος. Ο φουκαράς ο Τούρκος, στεριανός σαραντάρης, δεν είχε βάλει ποτέ στη ζωή του το ποδάρι στη θάλασσα. Οι δικοί μας τον σημαδέψαν με τα ντουφέκια για να τον φοβερίσουν. Ο κόσμος που είχε πλημμυρίσει το κατάγιαλο έμπηξε ενθουσιαστικές κραυγές. Ήταν ένα έξαλλο πλήθος, κουνούσε τα χέρια λυσσασμένο και ούρλιαζε. Παρακινούσαν τον Τούρκο να πέσει:

«Άι! Άι! Άιντε, παλιόσκυλο! Α! α! α! α!»

Ο Τούρκος είχε σαστίσει. Οι κραυγές του πλήθους τον σπρώχναν, παχύ στρώμα ύλη που ερχόταν κύματα κύματα. Οι μπούκες των ντουφεκιών γυρισμένες απάνω του. «Άιντε! Άιντε!». Πάτησε στη σανίδα, ένα βήμα, δυο. Παραπάτησε, το ένα ποδάρι έγραψε δυο κινήσεις ασυνάρτητες, έπεσε στη θάλασσα ανάσκελος, σε μια αστεία στάση.

Το πλήθος ανάσαινε λαχανιασμένο απ’ τη χαρά και την αγωνία. Οι δυο άλλοι Τούρκοι βλέπαν. Ήρθε η σειρά τους. Τον ένα τον σπρώξαν γιατί δεν έπεφτε, μονάχα παρακαλούσε. Ο τελευταίος όμως ήξερε κι έπλεε. Μόλις έπεσε στη θάλασσα άρχισε να χτυπά απελπισμένα το νερό για να φτάξει στη σκάλα. Το πλήθος έτρεξε. Ένας έκαμε την αρχή κι έριξε μια πέτρα. Όλα τα χέρια τότες άρχισαν να πετροβολούν σα να παράβγαιναν. Ο μελλοθάνατος πάλευε με αγκρηλωμένα μάτια. Κατάπινε θάλασσα. Η Νυχτερίδα είχε βρει μια μεγάλη πέτρα, τη ζύγιασε και την έριξε με δύναμη στο βρεμένο μούτρο που σπάραζε από απελπισία. Βγήκε λίγο αίμα, μα το ρούφηξε γρήγορα η θάλασσα, – να μη φαίνεται λερή.

.   .   .   .   .   .   .   .   .   .   .   .   .   .   .   .   .   .   .   .   .   .   .   .   .   .   .   .   .

— Ε, Νυχτερίδα! άκουσε να του φωνάζουν απ’ την πλαϊνή βάρκα. Φοβάσαι;

— Εγώ, ρε Δημητρό; Γιατί; είπε.

Φτάξαν στο Λιος, ρίξαν τα παραγάδια και τα δίχτυα κι άραξαν πίσω από ένα μικρό κάβο που ήταν σαν κρυψώνας.

— Ιχ και νάσαι καλοπόδαρος, να μας πιάσουν! είπε ο ένας αδερφός απ’ την άλλη βάρκα.

Ο νέος ψαράς, πλημμυρισμένος απ’ την ταραχή, έκανε μεγάλη προσπάθεια για να μη χάσει το θάρρος του, την τελευταία στιγμή, σα γυναίκα.

— Ωχ, αδερφέ! είπε. Κι ύστερα;

Ύστερα, το Λιος αλάφρωσε από κάμποσες πανεριές ψάρι. Το μάτι της Νυχτερίδαςγέμισε, πλημμύρισε. Πέντε φορές τέτοια τύχη κι έσβησε το χρέος!

Ετοιμάζονταν να φύγουν. Η βάρκα των δύο αδερφιών σήκωσε πρώτη τα πανιά. Τότε η μικρή ιστορία γράφτηκε πολύ γρήγορα: Ώσπου να το καλοκαταλάβει, η Νυχτερίδα είχε πιαστεί στη φάκα. Οι Τούρκοι ξεμπρόβαλαν απ’ την ανατολική μεριά του κάβου και του φράξαν το δρόμο:

— Ντουρ! Αλτ!

Η βάρκα των δυο αδερφιών είχε προλάβει. Ήταν ίσαμε διακόσια μέτρα αλάργα. Δεν την κυνήγησαν.

Το τούρκικο δεν ήταν περιπολικό. Ήταν μια ψαράδικη βάρκα, και μέσα ήταν, μαζί με τους ψαράδες, ένας μονάχα στρατιώτης που τον είχαν στείλει να ρίξει μια ματιά κατά το Λιος.

Βγήκαν όλοι στη στεριά.

Οι τούρκοι ψαράδες ήταν κρητικοί πρόσφυγες. Η Νυχτερίδα αναθάρρεψε σαν άκουσε να του μιλούν ρωμαίικα. Μα την ίδια στιγμή θυμήθηκε αυτό που είχε ακουστά, πως οι Κρητικοί είναι οι πιο φανατισμένοι απ’ όλο το μιλλέτ. Γύρισε στο στρατιώτη. Αυτός φαινόταν πολύ θυμωμένος, άγριος. Φώναζε, βλαστημούσε και χτυπούσε τον ήσυχο αγέρα του Λιος, μοναδικός άρχοντας καταπώς ήταν την ώρα κείνη πάνου σ’ όλο το γυμνό νησί.

— Και ποιος σας φταίει; λέγανε στο χριστιανό οι κρητικοί ψαράδες. Εσείς, αδερφάτσι μου, πάτε να βγάλετε τα μάτια με τα ίδια σας τα χέρια. Τσ’ εμείς δε θα τάχουμε, βέβαια, δεμένα! Άιντε, τώρα, τραβάτε τα!

Η Νυχτερίδα συνέφερε γρήγορα. Θα μπορούσε μάλιστα να περηφανευτεί πως η κρίσιμη ώρα τον βρήκε έτοιμο, με σκληρή καρδιά, ή, τουλάχιστο, με καρδιά που έκανε ό,τι μπορούσε για να γίνει σκληρή, να μη χτυπά. Γι’ αυτό δεν του έρχονταν τα λόγια. Να τους πει παρακαλετά πως ήταν τα παραγάδια που μείναν στη θάλασσα, το χρέος, ένα άσπρο κεφάλι, μια φαμίλια που περίμενε – δεν του ερχόταν. Απαντούσε στις ερωτήσεις τους κοφτά, ξερά, με περηφάνια.

— Είχαμε ανάγκη, είπε μονάχα, με χαμηλωμένο πρόσωπο.

Κάθισαν στην ακρογιαλιά. Ήταν ένα γαλάζιο ήσυχο πρωί. Το πέλαγο μπροστά τους κατρακυλούσε γυαλιστερά κύματα. Ο στρατιώτης έβγαλε και τύλιξε τσιγάρο. Ύστερα έδωσε την καπνοσακούλα του και στους κρητικούς ψαράδες. Δίστασε λίγο, – την έδωσε και στον αιχμάλωτο να κάνει τσιγάρο.

— Ε! Κάνε κι εσύ, του λέει με πόζα, συγκαταβατικά.

Η Νυχτερίδα κοντοστάθηκε. Ο στρατιώτης τότε μόλις το προσέχει πως το ένα χέρι του αιχμαλώτου είναι κομμένο.

— Ουλάν, σακάτης είσαι;

Η Νυχτερίδα παίρνει την καπνοσακούλα και γνέφει καταφατικά.

Ο στρατιώτης τον κοιτάζει με υποψία.

— Είναι απ’ τον πόλεμο;

— Ναι, απ’ τον πόλεμο.

— Δικοί μας;

— Δικοί σας.

— Α, έτσι! βιάζεται να χαρεί ο Τούρκος. Ποιος σας έφταιγε; Καλά να πάθετε! Γουρούνια!

Η Νυχτερίδα τού γυρίζει την καπνοσακούλα, χωρίς να την ανοίξει.

— Α! Δε μπορείς να στρίψεις τσιγάρο με το ένα χέρι; λέει με μαλακότερη φωνή. Τύλιξέ του εσύ! κάνει σ’ έναν Κρητικό.

Του τύλιξαν τσιγάρο. Για λίγο πάψαν να μιλούν, φουμέρνοντας. Το αγέρι έπαιρνε τον καπνό, τον σκορπούσε, τον έκανε γαλάζιον αιθέρα. Ο στρατιώτης τότε το θυμήθηκε: Ο αιχμάλωτος τού μιλούσε τούρκικα. Πού τα έμαθε τα τούρκικα;

— Είμαι Ανατολίτης, του αποκρίνεται ο χριστιανός.

—Άλλη φορά ήρθες καταδώ; Ξέρεις το μέρος;

— Είμαι από τούτα τα μέρη, Αϊβαλιώτης.

— Α, είμαστε και στα λημέρια σας! συμπεραίνει ο στρατιώτης σα να έμπαινε σε κανένα νόημα σπουδαίο.

Ένα δελφίνι περνούσε ανοιχτά απ’ το Λιος, ίσαμε μισό μίλι. Έβγαζε, μια, τη ράχη του όξω απ’ τη θάλασσα, πάλι βουτούσε στον ίδιο ρυθμό, στο ίδιο διάστημα, ολωσδιόλου αδιάφορα, αναπόφευχτα, σχεδόν τυπικά.

Η κουβέντα γύρισε. Ο στρατιώτης είπε στους κρητικούς ψαράδες να μιλάνε κι εκείνοι τούρκικα για να καταλαβαίνει κι αυτός.

— Ε! Πώς τα περνάτε με τον Έλληνα; ρώτησαν τον αιχμάλωτο οι ψαράδες.

— Πρόσφυγες είμαστε, ζούμε δύσκολα, είπε.

— Κι όμως εμείς ήμαστε πολύ καλά, κάτου στο νησί, πριν απ’ τον πόλεμο, λέει ο Κρητικός.

— Κι εμείς, θαρρείς, δεν ήμαστε καλά στον τόπο μας πριν απ’ τον πόλεμο;

Οι Κρητικοί άνοιξαν τότε τρικούβερτη κουβέντα για τη στρωτή ζωή που ήταν κει κάτου, στο νησί, πριν φύγουν με την ανταλλαγή των πληθυσμών, πριν απ’ τον πόλεμο. Οι ελιές ήταν έτσι, τα δέντρα ήταν έτσι, η θάλασσα ήταν έτσι, οι άνθρωποι ήταν έτσι. Θυμήθηκαν ακόμα πως ένας χριστιανός είχε κάμει στο χωριό το τζαμί τους, επειδή όλοι οι ντόπιοι Τούρκοι ήταν φουκαράδες και δεν είχαν τον τρόπο να σπιτώσουν τον προφήτη τους.

Η πρωινή δροσιά έφευγε, ο ήλιος καθάριζε τα σχήματα, το φως. Στην ξερή γωνιά του Λιος, όπου είχαν διπλοκαθίσει τούτοι οι άνθρωποι, η κουβέντα, από σκληρή και πικρή που άρχισε, σιγά ‑ σιγά ξέχασε, έπιασε να στρώνει. Οι ψαράδες απ’ την Κρήτη ήταν περασμένοι στα χρόνια, είχαν πια κάνει τα τρία κάρτα της ζωής τους. Ήταν μια ζωή στρωτή, ήσυχη, χωρίς τινάγματα, και μ’ όλον που τώρα, για τα στερνά τους, απόμειναν σκληρές μέρες, η καρδιά τους ήταν ακόμα γεμάτη, ήταν διαμορφωμένη απ’ τις καλές μέρες, – τα κάρτα.

— Ναι, ναι, συμπέρανε ο ένας τους. Τούτες οι τιμωρίες, που πέσαν και σ’ εσάς και σ’ εμάς, δε μπορεί νάναι από θέλημα θεού. Ο σεïτάν είναι στη μέση!

— Δε μπορεί να γίνει τίποτα αν δε το θέλει ο Προφήτης, ουλάν! αντιμίλησε δογματικά ο στρατιώτης.

— Σωστό! Σωστό! Μα πες μου, έγινε άλλη φορά τέτοιο ανακάτωμα σ’ όλον το ντουνιά; Αυτό δε θα πει πως στη μέση είναι ο διάολος;

Ο στρατιώτης ήταν ένας απλοϊκός χωριάτης, αγαθός, σκέτος Ανατολίτης. Από κείνα τα αγαθά βόδια που ό,τι καταλαβαίνουν απ’ τη ζωή είναι μοναχά πως ο ήλιος βγαίνει κάθε πρωί, πως λάιν λουλ Αλάχ και πως μακριά από τούτη τη χώρα του νερού, εκεί κατά το Ντιαρμπεκήρ, είναι ένα καλύβι, μια γυναίκα και δυο παιδιά που περιμένουν.

— «Ο κόσμος είναι ένα τσέρκι, χαρά σ’ εκείνον που θα το γυρίσει», απαντά μ’ ένα γνωμικό του τουρκικού λαού.

Ο ψαράς απ’ την Κρήτη, ο ζάβαλος, είχε κι αυτός ένα παλιοτσέρκι στο νησί του, χάρβαλο, ωστόσο το γύριζε μια από δω, μια από κει, τελοσπάντων όσο του ερχόταν βολικά. Τώρα; Ε, τώρα κάθουνται άλλοι με την ησυχία τους και του μιλούν για τσέρκια…

— Αδερφέ μου, λέει πικρά στο στρατιώτη, εσύ φαίνεσαι σα να ήρθες με άλλη βαποριά στον κόσμο, εδώ κάτου. Σίγουρα, δε θάχεις τίποτα να θυμάσαι.

Ο στρατιώτης γυρνά απότομα και τον κοιτάζει καταπρόσωπο.

— Αυτό πού το ξέρεις, ουλάν, εσύ;

— Χμ! Το βλέπω, αδερφέ! Τούτος ο γκιαούρης έχει μπροστά του το κομμένο χέρι του, κι εδώ που τον έπιασες είναι ο τόπος του. Κι εμείς, καταπώς το βλέπεις, ήρθαμε από ένα νησί και δε μπορούμε να το ξεχάσουμε. Εσύ όμως…

Ο στρατιώτης κάνει πιο αραιή τη φωνή του. Σα να τη δίνει με δόσεις, ήσυχα, ταπεινά.

— Έτσι λοιπόν, θαρρείς; Θαρρείς εγώ δε θάθελα να είμαι στον τόπο μου, ουλάν, και δεν έχω τίποτα να θυμάμαι, ε; Για μπας και δεν έχω εγώ φαμίλια…

Αλήθεια! Πώς σε τόσο μεγάλη ηλικία, φαμελίτης, ήταν στρατιώτης;

Ναι, το είχε σκάσει στον καιρό του πολέμου. Έκανε, τότε, μια ζωή σκυλίσια. Τους κυνηγούσαν, κι όσους πιάναν τους κρεμάζαν για να τρομάζουν οι άλλοι. Μα ήταν τόσο βάσανο να πας στρατιώτης τότε, – χωρίς να σου δίνουν μήτε να ντυθείς, μήτε να φας, – που πολλοί είχαν καλύτερα να ζούνε κινδυνεύοντας να τους κρεμάσουν παρά να παν στο στρατό. Τώρα που τέλειωσε ο πόλεμος και κατέβηκαν οι λιποτάχτες κι οι ανυπόταχτοι απ’ τα βουνά, άνοιξαν τα παλιά τεφτέρια, του χάρισαν τη ζωή, μα τον στείλαν να κάνει τη θητεία του. Ήταν η πιο μικρή τιμωρία. Έτσι τ’ άφησε πάλι, κει κάτου, το καλύβι, τη γυναίκα και τα μωρά, τώρα που είναι τόσο δύσκολα να ζήσεις…

Σιγά ‑ σιγά, ο κυρίαρχος χαμήλωσε τη φωνή, χαμήλωσε τα φρύδια. Μες στην πίκρα του είχε ξεχάσει ολότελα πως μπροστά του ήταν και τον άκουγε κι ένας χριστιανός. Μονάχα το πως κει κάτου, στο Ντιαρμπεκήρ, είναι ένα καλύβι…

Μα η Νυχτερίδα έμενε αδιάφορος για όλα αυτά και ασυγκίνητος. Για να φτάξει κει που ήταν σήμερα είχε γίνει στη μικρή ζωή του τρομερή προετοιμασία. Δε βγαίνουν εύκολα τα αίματα του Γυμνού. Το κομμένο χέρι ακουμπούσε πάνου στο στήθος, ίσια κάτου απ’ τα μάτια∙ στο Πλωμάρι, ένα κεφάλι βουτούσε ξεφρενιασμένο στη θάλασσα κι άνοιγε τα μάτια. Αίμα! Αίμα!

Φούμερνε και σώπαινε. Όλοι σώπαιναν.

— Ε! Το ξέρετε πως πρέπει να φεύγουμε; λέει κάποτε ο ένας Κρητικός. Έχουμε και δουλειά στα Μοσχονήσια!

Ο στρατιώτης τίναξε το κεφάλι του, συνεφέρνοντας.

— Σωστά! Πρέπει να φεύγουμε!

— Λοιπόν, αλέστα!

Η Νυχτερίδα τώρα πια καταλαβαίνει να χτυπά δυνατά η καρδιά του. Η μεγάλη ώρα ήρθε: «Σβήσαμε, γιε μου!».

Ο στρατιώτης τον κοιτάζει με προσοχή και του γνέφει:

— Πάμε!

Σηκώνεται. Όμως οι ψαράδες της Κρήτης δε σαλεύουν. Ο ένας ξύνει το κεφάλι του, σα να θέλει κάτι να πει, το συλλογίζεται. Η ατμόσφαιρα απ’ την κουβέντα είναι ακόμα θερμή και φιλική. Τέλος, ο Κρητικός φάνηκε πως το πήρε απόφαση.

— Εμ  σερί, λέει στο στρατιώτη. Εμ – σερί

Κόβεται. Ο στρατιώτης κάνει, αδιάφορος, ένα ‑ δυο βήματα στον τόπο, να ξεμουδιάσει.

— Τι είναι;

— Εμ  σερί…, κάνει παίρνοντας θάρρος ο τούρκος ψαράς. Φουκαράς είναι, σακάτης είναι… Τι λες;

Τι; Α, όχι! Όχι! Αυτός είναι στρατιώτης, πρέπει να κάμει το χρέος του. Είναι ο κυρίαρχος. Κουνά το κεφάλι του αρνητικά:

— Όχι! Καταλαβαίνω τι πας να πεις, σύντροφε. Μα όχι, δε γίνεται!

— Τίποτα δε χάνει κανείς απ’ το Θεό, λέει παρακαλετά ο Κρητικός. Θα δεις καλή πατρίδα, αδερφέ μου. Άσ’ τον!

Ο στρατιώτης επιμένει ακόμα.

— Όχι!

Όχι. Μα κάπου, κει κατά το Ντιαρμπεκήρ, είναι μια μικρή καλύβα…

Η Νυχτερίδα έστεκε ολότελα χαμένος. Ό,τι γινόταν ήταν απίστευτο.

— Ναι, ναι έλεγε ο Κρητικός, ενώ πλησίαζε τον αιχμάλωτο και τον έσπρωχνε να φύγει, κοιτάζοντας κατάματα το στρατιώτη σα να βυθομετρούσε το παιχνίδι που γινόταν στην καρδιά του.

Ο κυρίαρχος κοιτάζει από ένστιχτο, γύρω του, μπας κι είναι κανείς και βλέπει. Ερημιά! Στέκεται ακίνητος μια στιγμή. Ακίνητος. Ύστερα παίρνει βαθιά ανάσα, – «το Ντιαρμπεκήρ! το Ντιαρμπεκήρ!» – κάνει μισή στροφή, και τινάζει κάτου με δύναμη το χέρι του.

— Άι σιχτίρ! μουγκρίζει θέλοντας να κρύψει την αδυναμία του, επειδή όλοι οι άνθρωποι θέλουν να κρύβουν την αδυναμία τους.

— Φεύγα! Γλήγορα! Γλήγορα! λέει ο Κρητικός στη Νυχτερίδα, σπρώχνοντάς τον δυνατά.

Ολότελα χαμένος, ζαλισμένος, χιμά στη βάρκα του, σηκώνει το μαδέρι και σιέρνει το πανί.

— Ε! του φωνάζει απ’ τη στεριά ο Κρητικός. Κοίταξε, σακάτη, να μην ξαναπατήσεις το ποδάρι σου εδώ! Αλλαά Σημαρλαντίκ!

— Αλλαά Σημαρλαντίκ! φωνάζει με άγρια φωνή κι ο χριστιανός ψαράς.

Το αγεράκι φυσούσε γενναία.

Η Νυχτερίδα, μες στη βουή τη θάλασσας που σπούσε στη βάρκα, ακούει μια ντουφεκιά. Μπας και του ρίχνουν; Όχι, ένας γλάρος, κάπου εκατό μέτρα δεξιά του, έτρεχε πάνου στα μικρά κύματα σα να τα έγλειφε. Με τη ντουφεκιά, τινάζεται λοξά, πολύ λίγο, κάνει να πετάξει ψηλότερα, μα λυγίζει και πέφτει απότομα στο κύμα, χωρίς να ξανασηκωθεί.

Ο στρατιώτης, στη στεριά, κατέβασε το ντουφέκι. Θέλησε να βρει μια δικαιολογία. Γιατί χτύπησε το πουλί; Μα δε μπορεί να δίνει κανείς πάντα απόκριση. Μήτε στον εαυτό του. Αισθάνεται μονάχα να είναι λυπημένος, γεμάτος φούρκα, αναστατωμένος, αυτό ήξερε.

Πρόσεξε για λίγο αφαιρεμένος τον τόπο όπου έπεσε το πουλί, είδε μια στιγμή την άσπρη φτερούγα που έπλεε. Ώσπου χάθηκε στο κύμα.

— Άι σιχτίρ! βλαστήμησε πάλι.

Η Νυχτερίδα ανοίχτηκε στο πέλαγο. Το κύμα χτυπούσε στη μάσκα της ψαροπούλας και τον ράντιζε, μα στο κεφάλι του μέσα όλα ήταν θολά. Έκανε μεγάλη προσπάθεια να τα βάλει τα πράματα στη σειρά. Δεν γινόταν. Η χαρά τον έπνιγε. Ήταν ένα φοβερό κύμα που έσπασε μονομιάς. Πολεμούσε να εξηγήσει. Μα όλη του η ζωή δεν τον άφηνε να δεχτεί μια τέτοια εξήγηση. Το μόνο μέτρο που είχε ήταν ο εαυτός του. Συλλογιζόταν λοιπόν τι θα έκανε αυτός σε μια τέτοια περίσταση, αν ήταν ο κυρίαρχος. Πελάγωνε, δεν έβρισκε άκρη. Το φέρσιμο τούτο, ό,τι έγινε στο Λιος, δεν του ερχόταν μήτε για παλικαριά, μήτε για αδυναμία, μήτε για καλοσύνη, τίποτα. Έμενε ξεκρέμαστο μες στα δακρυσμένα από χαρά μάτια του, που το κοίταζαν με θαυμασμό και απορία.

Το ταξίδι του γυρισμού στη Λέσβο δεν έλεγε να τελειώσει. Οι ώρες ήταν μακριές σα να τις λαστιχέρνανε ξεπίτηδες. Σιγά ‑ σιγά, έτσι που μονολογούσε φωναχτά, χωρίς διακοπή, πάνου σε κείνο που έγινε στο Λιος, ο νέος ψαράς άρχισε να το συνηθίζει. Το έβλεπε με λιγότερη έκπληξη. Ύστερα, οι χαρούμενες φωνές του γίναν πιο αραιές. Ύστερα ακόμα πιο αραιές. Ώσπου, τέλος, κόπηκαν.

Έμεινε συλλογισμένος απάνου στα κύματα του Αιγαίου που ο δυνατός ήλιος τα έκανε να λάμπουν σαν ασήμι.

Όταν αργά, άραξε στη Θερμή, έγινε χαλασμός κυρίου σ’ όλο τον πληθυσμό των ψαροκαλυβιών. Η βάρκα των δυο αδερφιών, που είχε γλιτώσει, είχε φέρει το κακό μήνυμα για τη Νυχτερίδα. Γι’ αυτό τρίβαν όλοι τα μάτια τους σαν τον είδαν να αράζει. Δεν ήξερε με τι λόγια και με ποια σειρά να τους τα πει. Και οι ψαράδες, που τ’ άκουγαν έτσι ανακατεμένα, τον κοιτάζαν γεμάτοι απορία.

Πέρασε ώρα, πούλησε τα ψάρια του, πήγε στο καλύβι τους, βγήκε όξω. Ακόμα δε μπορούσε να κατασταλάξει. Εκεί που το χώνευε, εκεί τιναζόταν ολάκερος. Μα η αντίσταση αυτή ήταν, τώρα πια, σαν τη βαριά ανάσα του ψαριού που σπαράζει στην κουπαστή χωρίς δύναμη, αραιά, για τελευταία φορά.

Πήγε να περπατήσει μονάχος, πέρα κατά την ακρογιαλιά. Εκεί ήταν ένα καφενεδάκι, πολλά νέα ζευγάρια έρχονταν απ’ τη Μυτιλήνη να χαρούν τη θάλασσα και την αγάπη. Κάτω από ένα δέντρο, στη σκιά, είδε δυο νέα παιδιά που φιλιούνταν. Το αγόρι είχε μελαψό πρόσωπο και καστανά μάτια, το κορίτσι ήταν ξανθό και είχε μακριά μαλλιά που πέφταν στους ώμους του. Στο τραπέζι τους περίμενε ένα πιάτο με δυο μεγάλα μπαρμπούνια του Λιος. Έμεναν τα ψάρια, εκεί, έρημα και περίμεναν, το λίγο φως τα τύλιγε, από πάνω τους ήταν ένα αγόρι κι ένα κορίτσι που αγαπιούνταν. Παράξενα που ήταν εκεί, στο γαλήνιο χώρο, ήσυχα, τα ψάρια του Λιος…

Πολύ γαλήνεψε το βράδυ. Και η Νυχτερίδα αιστάνθηκε να ξαλαφρώνει, να δένεται κι αυτός με τη γαλήνη που τον έλουζε. Γύρισε, σφυρίζοντας, στο ψαράδικο καφενεδάκι της Θερμής. Κάτω απ’ τον πλάτανο κάθονταν κάτι νέα παιδιά, πατριωτάκια, που δούλευαν στις τράτες. Χτυπούσαν το μπράτσο του γιου του Χάνου, για να του κάνουν στάμπα. Ένας, ο μάστορης, βαστούσε το ξυλαράκι με τις ψιλές βελόνες, τις βουτούσε στον καπνό του άσπρου αρσενικού λιβανιού, ανακατεμένου με ρακί, κι έξυνε, χτυπώντας το μπράτσο του αγοριού, του Χάνου, πάνω στο σχέδιο που είχε κάνει πριν με μολύβι.

— Γεια ‑ χαρά, Νυχτερίδα!

— Γεια σας! Τι κάνετε, ρε; τους ρώτησε και πλησίασε να δει. Γοργόνες είναι;

— Τούτο που βλέπεις θα γίνει καρδιά, του αποκρίνεται με σοβαρότητα ο σταμπαδόρος. Μονάχα δεν ξέρω τι να βάλω από πάνου της: σταυρό για μαχαίρι…

— Δε βάζεις κανένα γρύλλο, να ταιριάζει! τον πείραξε η Νυχτερίδα.

Κάθισε και παρακολουθούσε με ενδιαφέρον ό,τι γινόταν. Το βράδυ έγερνε, τα φύλλα του πλάτανου σειούνταν σα να τρίβονταν με τον αγέρα ερωτικά. Τα φύκια στέλναν δυνατή μυρουδιά, και ο νέος γιος του Χάνου, όταν ο πόνος γινόταν αβάσταγος, έβαζε φωνή δυνατή και την έπνιγε στη στιγμή, για να μη δείξει πως φοβάται.

— Εσύ αλήθεια, έχεις τίποτα εξόν απ’ τα φίδια και τη νυχτερίδα; ρώτησε ο σταμπαδόρος το νέο ψαρά, επειδή δε θυμόταν.

— Στο μπράτσο, λες;

— Ναι.

— Έχω μια γοργόνα.

— Για να δω!

Η Νυχτερίδα τράβηξε προς τα πάνου το μανίκι του πουκαμισιού του. Ήταν εκεί ένα άγριο, άτεχνο, ανθρώπινο μούτρο, μήτε αρσενικό μήτε θηλυκό, με δυο μολυβιά μάτια σα να ήταν μονάχα κόχες. Από κάτου η φιγούρα τέλειωνε σε ουρά ψαριού.

— Ρε, τούτο είναι σωστό φάντασμα! λέει περιφρονητικά ο σταμπαδόρος. Εμ, όλα τα πράματα θέλουν τη μαστοριά τους, Νυχτερίδα! Να σου χτυπήσω εγώ γοργόνα και να δεις! Σαν τον Στρατάρα, μα το Θεό!

— Τι μας λες! Τον ειρωνεύτηκε η Νυχτερίδα για να τον πικάρει.

— Μα το Θεό! Μα το Θεό, σου λέω! υπερασπιζόταν ο άλλος την αξοσύνη του. Σα δεν πιστεύεις, σα δεν πιστεύεις δοκιμάζουμε!

Η Νυχτερίδα είχε τόσο καλό κέφι, αισθανόταν την ανάγκη να ευχαριστήσει ακόμα και τούτο το παιδί.

— Τι λέτε, ρε; κάνει ερωτηματικά στην παρέα, γελώντας. Θα το χάψουμε;

Οι άλλοι τον παρακινούσαν.

— Άιντε, ντε! Θέλουμε να το δούμε! Να το δούμε!

— Καλά, λέει η Νυχτερίδα κουνώντας με χαμόγελο το κεφάλι του. Έλα!

Έκαμε ν’ ανεβάσει πάλι το μανίκι που σκέπαζε το γερό χέρι του. Στάθηκε λίγο. Μια βιαστική ιδέα, γελαστή, του ήρθε. Όχι. Στο γερό χέρι ήταν που ήταν μια γοργόνα. Αν χτυπούσε στο άλλο χέρι, τώρα, στο κομμένο;

Χαμογέλασε.

Ναι, ναι, σ’ αυτό! Το είχε δεμένο πάντα, σα φασκιωμένο. Έλυσε τα δεσίματα, το ξεγύμνωσε, φάνηκε ένα κομμάτι κρέας, ένα τίποτα, σαν πεθαμένο πράμα∙ εκεί που ήταν η κοψιά, το κρέας έκανε ζαρωματιές ‑ ζαρωματιές σαν τα γερασμένα πρόσωπα.

— Έλα! γνέφει στο νέο παιδί, το μάστορη.

Μα το παιδί έβλεπε έκπληχτο, διστάζοντας.

— Αυτού; λέει δειλά. Στο κομμένο χέρι;

— Ναι. Γιατί;

— Τίποτα.

Σάλιωσε το καλέμι του.

— Λοιπόν; Γοργόνα θα γίνει;

Η Νυχτερίδα συλλογίζεται. Γιατί γοργόνα; Έχει που έχει μια στο άλλο χέρι.

— Για στάσου, ρε. Γιατί γοργόνα; λέει.

— Εγώ θάθελα να γίνει γοργόνα για να δείτε! λέει ο σταμπαδόρος. Μα θα γίνει ό,τι θες εσύ, αδερφέ μου. Σαν τι;

— Ε, να, ξέρω κι εγώ; αναρωτιέται κι η Νυχτερίδα, πασκίζοντας να βρει. Ας γίνει… – α στο διάολο, μπελά που βάλαμε! κάνει χαμογελώντας. Ας γίνει μια μπρατσέρα… Όχι, όχι μπρατσέρα!…

— Ένα ελάφι! πετάχτηκε ένας απ’ την παρέα.

— Α, όχι, είπε πάλι η Νυχτερίδα.

Κι άξαφνα το βρήκε.

— Τίποτα κανένα πουλί, ρε! Μπορείς; Να, θαλασσινοί αφού είμαστε… Ας είναι… ας είναι ένας γλάρος!

Κόμπιασε, έκαμε μικρή προσπάθεια, μα το είπε. Οι άλλοι τον κοίταζαν ξαφνιασμένοι: Τα φίδια, η νυχτερίδα κι ένας γλάρος! Ωχ, αδερφέ!

Χαμήλωσε τα χαροπά μάτια του με ντροπή, σαν κορίτσι, στη γη.

Το αίμα απ’ το χτύπημα με τις βελόνες κατρακυλούσε ως τις ψιλές ζαρωματιές, που έκαναν την κοψιά του χεριού να μοιάζει σα μικρό γερασμένο πρόσωπο. Γινόταν ένας γλάρος, κάτι τέτοιο, λίγες γραμμές χοντρές, χωρίς γούστο, με το αίμα που έτρεχε, με την καπνιά του αρσενικού λιβανιού και με το ρακί. Από δω και πέρα, μαζί με τα φίδια, με τη γοργόνα, με τη νυχτερίδα και με το λιοντάρι, θα είναι κι ένας άλλος φοβισμένος σύντροφος, ένα πουλί. Η Νυχτερίδα – δεν του φαινόταν ο πόνος. Ήταν ευτυχισμένος, δεν ήξερε τίποτα. Σφύριζε.

Πηγή: sarantakos.Wordpress.com