Ἠ.Χ. Παπαδημητρακόπουλος
Τὰ γαϊδούρια
— Πέρδικα, λέει ὁ Βαγγέλης, δὲν σκότωσα ποτέ μου. Μοῦ ἄρεσε νὰ τὶς βλέπω, καθὼς βάδιζαν στὸ βουνό.
Καθόμαστε, πίναμε κανένα ποτηράκι, καὶ κουβεντιάζαμε γιὰ τὴ ζωὴ στὸ νησί· δύσκολα τὰ πράματα γιὰ τοὺς ἀνθρώπους πρὶν ἔρθει ὁ τουρισμός.
— Πιὸ δύσκολα ἦταν γιὰ τὰ ζῶα, λέει ὁ Βαγγέλης, δυσκολευόμαστε νὰ τὰ θρέψουμε. Τὰ γαϊδούρια ὅταν γερνάγανε καὶ δὲν μποροῦσαν νὰ μᾶς ἐξυπηρετήσουν, τὰ πήγαιναν καὶ τὰ γκρέμιζαν ἀπὸ ψηλὰ στὴν ἄκρια ἐκείνη τοῦ βράχου (σηκώθηκε, καὶ μοῦ ἔδειξε μὲ τὸ χέρι). Μπροστὰ ἦταν ἡ θάλασσα καὶ πίσω, νὰ ἀνέβουν τὸν βράχο, δὲν μποροῦσαν. Εἶχαν σπασμένο καὶ κάποιο πόδι, κανά παΐδι… Ἔμεναν ἐκεῖ βδομάδες, χωρὶς τροφὴ καὶ νερό, ἀργοῦσαν νὰ ψοφήσουν, ἀγρίευαν, ἔτρωγε τὸ ἕνα τὸ ἄλλο.
Τὸ ἤξαιρα ἐκεῖνο τὸ σημεῖο. Πήγαιναν μερικοὶ καὶ μάζευαν λευκασμένα κρανία ἢ ἄλλα τοῦ θανάτου λάφυρα, καὶ στόλιζαν τὸ ἐξοχικό τους.
— Εἶχα πάει μιὰ φορὰ παιδὶ ἐκεῖ καὶ τὰ εἶδα, συνέχισε ὁ Βαγγέλης. Πάνω ἀπὸ τὰ πληγιασμένα ζῶα πετοῦσαν κουροῦνες καὶ κοράκια· σὲ ὅποιο γαϊδούρι ἔπεφτε κάτω ἀπὸ ἐξάντληση, ὅρμαγαν ἀπὸ ψηλὰ καὶ τοῦ ἔβγαζαν τὰ μάτια, πρὶν ἀκόμη ἐκεῖνο ψοφήσει.
Από τὸ βιβλίο: Ὁ θησαυρὸς τῶν Αηδονιών