Θάνος Καραθάνος: Ο διεθνής κριτής οίνων περιγράφει μεθυστικά πώς φτιάχνεται το τσίπουρο και πώς να το απολαμβάνουμε


ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΖΑΧΟΥ
Ο Θάνος Καραθάνος χημικός- οινολόγος, διεθνής κριτής διαγωνισμών οίνων- αποσταγμάτων και πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Οινολόγων ξεναγεί το iefimerida.gr στο αποστακτήριο του στο Παλιούρι Καρδίτσας. Μας μιλάει για το τσίπουρο και το παλαιωμένο μιας και ο Νοέμβριος είναι ο μήνας που φτιάχνεται το πασίγνωστο απόσταγμα της Θεσσαλίας και προτείνει τρόπους για να το απολαύσουμε με μεράκι.

Το όνομα του απόλυτα συνδεδεμένο με το κρασί και τα αποστάγματα, καθώς εδώ και πολλά χρόνια ο Θάνος Καραθάνος χημικός- οινολόγος είναι διεθνής κριτής διαγωνισμών οίνων -αποσταγμάτων και πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Οινολόγων. Επιπλέον, διδάσκει και είναι επιστημονικός συνεργάτης και υπεύθυνος των εργαστηρίων «Τεχνολογίας & Ποιοτικού Ελέγχου Οίνου-Αποσταγμάτων» και «Οργανοληπτικού Ελέγχου Τροφίμων-Ποτών του Τμήματος Τεχνολογίας Τροφίμων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και συμμετέχει σε εκπαιδευτικά και ερευνητικά προγράμματα Πανεπιστημίων σε θέματα οίνων και αποσταγμάτων.

Ένα ηλιόλουστο μεσημέρι δίνουμε ραντεβού στο μικρό υπερσύγχρονο αποστακτήριο, το οποίο στεγάζεται σε μια παλιά οικογενειακή αποθήκη στο Παλιούρι, τόπο καταγωγής της μητέρας του, και έχει μεταμορφωθεί σε ένα μοντέρνο βιομηχανικό χώρο υψηλής αισθητικής με την υπογραφή του αρχιτέκτονα-καθηγητή του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Σπύρου Παπαδόπουλου.

Κάθε Νοέμβρη στο θεσσαλικό κάμπο στήνεται σε κάθε σπίτι μια μικρή γιορτή καθώς είναι ο μήνας που βγαίνει το τσίπουρο της χρονιάς. Ο Θάνος Καραθάνος προερχόμενος από αγροτική οικογένεια είναι ο πιο ειδικός για να μας εξηγήσει πώς φτιάχνεται αυτό το απόσταγμα που πλέον έχει καταφέρει να έχει τη θέση του σε κορυφαία bar restaurants και μας δίνει tips πως να συνοδεύσουμε τα φρέσκα και τα παλαιωμένα τσίπουρα σε ένα τραπέζι.

Λίγο πριν ξεκινήσουμε την συζήτηση μας με ξεναγεί στο αποστακτήριο του εκεί που τα τελευταία χρόνια φτιάχνει τα δικά του εξαιρετικά κρασιά «Χίλια Κτήματα» και το σπάνιο παλαιωμένο απόσταγμα «Puro», το πρώτο στην Ελλάδα craft micro distillery. Προτιμά τη βιολογική καλλιέργεια αμπελιών και η παραγωγή του είναι μικρή. Πάνω στο τραπέζι της γευσιγνωσίας υπάρχουν γαστρονομικά περιοδικά, αλλά αυτό που μου τράβηξε τη προσοχή είναι το μεγάλο αφιέρωμα που του έκανε το γερμανικό περιοδικό «Der Spiegel».

Όλα ξεκινάνε με την παραλαβή των στεμφύλλων όπου το πρώτο στάδιο είναι στο αποσταγματοποιείο, σειρά έχει ο άμβρακας απόσταξης, το ποτοποιείο, το εμφιαλωτήριο, η κάβα και στο τέλος η γευσιγνωσία.

Η πρώτη ύλη του τσίπουρου είναι τα στρέμφυλλα, δηλαδή ότι έχει απομείνει από το πάτημα των σταφυλιών για την παραγωγή του κρασιού. Η πρώτη απόσταξη δηλαδή τα στέμφυλλα τα παραλαμβάνουμε με βρασμό παίρνουμε τον ατμό όπου στάζει μόνο η αλκοόλη με τα υγρά, τα οποία είναι ευχάριστα και τα θέλουμε – αν ήταν ένα παραδοσιακό καζάνι θα πήγαινε κατευθείαν για ψύξη να πάρουμε το υγρό. Τώρα περνάει από τη στήλη όπου έχει πολλαπλές αποστακτικές συσκευές- σαν να γίνεται δεύτερη απόσταξη τρίτη, τέταρτη και ραφηνάρεται πάρα πολύ καλά που σημαίνει πως γίνεται πολύ πιο αρωματικό και ευχάριστο. Κρατάει, δηλαδή, όλα του τα αρώματα δεν αφήνει να περάσουν ανεπιθύμητες ουσίες γιατί είναι φυτό με αποτέλεσμα να βγάζει κάποια αρνητικά και θέλουμε να τα εξαλείψουμε – κρατάμε μόνο την καρδιά του αποστάγματος που είναι η πιο ωραία.

Στο χώρο που γίνεται η γευσιγνωσία και από πίσω είναι το σύγχρονο αποστακτήριο
Ο τελικός ατμός που θα περάσει με την αλκοόλη έχει κάτι σαν αυλούς περνάει από μέσα ο ατμός και γύρω- γύρω είναι νερό. Ψύχεται οπότε υγροποιείται, συμπυκνώνεται και βγαίνει σαν υγρό. Εδώ το σύστημα είναι απόλυτα ελεγχόμενο και μπαίνει κατευθείαν σε κλειστές δεξαμενές, οι οποίες είναι επίσης σφραγισμένες από το χημείο του κράτους.

Όπως αναφέρει ο Θάνος Καραθάνος «Στο μόνο που επεμβαίνουμε είναι να ξεχωρίζουμε τις λεγόμενες κεφαλές, δηλαδή τα πρώτα που μπορεί να έχουν πιο βαριά συστατικά και τα τελευταία, οι ουρές που μπορεί να μας αλλοιώσουν τη γεύση. Παίρνουμε μόνο το καλό μέρος της απόσταξης που λέγεται καρδιά. Μόλις φτάνει η στιγμή να ξεσφραγιστούν οι δεξαμενές παίρνουμε το προϊόν το οποίο πάει για κατανάλωση».

Γιατί επιλέξατε ναασχοληθείτε με το παλαιωμένο τσίπουρο; Πιστεύετε πως στη γεύση είναι καλύτερο;

Η γεύση είναι κάτι διαφορετικό για τον καθένα. Όλα τα αποστάγματα της παλαίωσης θεωρούνται πιο πλούσια, πιο μεστά και για τον περισσότερο κόσμο ενδεχομένως είναι τα καλύτερα. Δηλαδή, ο χρόνος που μεσολαβεί δίνει άλλη φινέτσα στο απόσταγμα από το φρέσκο. Επιπλέον, το ξύλο του δίνει κι άλλα χαρακτηριστικά όπως χρώμα, άρωμα, αλλά και γευστικά χαρακτηριστικά. Ήταν κάτι που το δοκίμαζα χρόνια επιστημονικά και ερευνητικά γιατί έχω δοκιμάσει τα ξύλινα βαρέλια πάντα με βάση τη βελανιδιά, τα δρύινα τα οποία κυρίως χρησιμοποιούμαι-στο δικό μου αποστακτήριο αποκλειστικά.

Δηλαδή όταν το απόσταγμα το βάζετε στο βαρέλι παίρνετε ένα διαφορετικό αποτέλεσμα;

Αφού έχουμε το απόσταγμα είτε κάνουμε αραίωση είτε όχι. Από τον αποστακτήρα μπορεί να βγει 80%, πολύ δυνατό, οπότε συνήθως το αραιώνουμε σε μια από τις δεξαμενές- χρησιμοποιούμαι πάντα ανοξείδωτη. Η καρδιά όλου του ποτοποιού είναι το εργαλείο μας για να κάνουμε τα διαφορετικά αποστάγματα. Δηλαδή, μπορεί να είναι το ίδιο απόσταγμα αλλά αυτό όταν το βάλεις μέσα στο βαρέλι εξελίσσεται σε κάτι άλλο. Πρέπει να έχουμε μια εικόνα τι βαρέλι είναι το καθένα. Χρησιμοποιούμαι διάφορα είδη δρυός γιατί πολύ απλά έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά στο τελικό αποτέλεσμα. Τα πιο γνωστά είναι τα γαλλικά και τα αμερικάνικα δρυς, κάνουμε έρευνα για κάποια ελληνικά ξύλα και από την ανατολική Ευρώπη. Στο τέλος ανοίγουμε κάποια βαρέλια και κάνουμε το απάφγασμα, δηλαδή να κάνεις μια σύνθεση από των διαφορετικών ειδών βαρέλια. Υπάρχουν κάποιες περιπτώσεις που μια ετικέτα είναι από ένα μόνο βαρέλι κάτι πολύ σπάνιο γιατί μιλάμε για λίγες ετικέτες. Σε μένα εξάλλου είναι πολύ μικρή η παραγωγή έχουμε λίγες φιάλες. Αλλά μπορεί να βγει μία ετικέτα μόνο από ένα βαρέλι.

Εδώ όπως βλέπεις όλα τα βαρέλια και οι δεξαμενές είναι σφραγισμένα με βουλοκέρι για λόγους διασφάλισης της ποσότητας προκειμένου να μη γίνονται νοθείες και έχουν την σφραγίδα από την ελληνική δημοκρατία. Αυτή η διαδικασία μου εγγυάται από τη μία το χρόνο παλαίωσης, όμως με δυσκολεύει στο γεγονός ότι δεν έχω άμεση επαφή με το περιεχόμενο. Άρα πότε θα βγάλω το κάθε βαρέλι από εκεί μέσα; Αυτό έχει να κάνει με τα χρόνια εμπειρίας που έχω και από την έρευνα που έχω κάνει και είμαι σε θέση να γνωρίζω περίπου το συγκεκριμένο βαρέλι, το οποίο είναι μοναδικό και δεν θα μου δώσει το ίδιο αποτέλεσμα ακόμα και αν έχω το ίδιο απόσταγμα. Πολύ απλά γιατί το απόσταγμα είναι ένα φυσικό προϊόν. Έχω μια εικόνα τι χαρακτηριστικά μου δίνει το κάθε βαρέλι. Εξαρτάται από το χρόνο, από το κάψιμο από μέσα, από πολλούς παραμέτρους οπότε όλα αυτά τα έχουμε στο μυαλό μας. Για παράδειγμα γνωρίζω τι χαρακτηριστικά έχει στα 4 έτη ή στα 7. Οπότε κάποια στιγμή παίρνω την απόφαση να τα ανοίξω τα βάζουμε σε διαφορετικές δεξαμενές καταμετριέται η ποσότητα -γιατί όταν τα γεμίζουμε φτάνει στα 225 λίτρα και όταν τα βγάζουμε είμαστε στο 60% δηλαδή έχει χαθεί μια μεγάλη ποσότητα. Αυτό γίνεται γιατί το ξύλο έχει πόρους, ειδικά της βελανιδιάς, άρα έρχεται σε επαφή με το περιβάλλον. Για δύο λόγους χάνεται η ποσότητα: το ένα είναι γιατί το ξύλο απορροφάει ένα ποσό του υγρού και το άλλο οι πόροι του ξύλου εξατμίζουν μια ποσότητα του υγρού που έχουμε μέσα. Με αυτόν τον τρόπο συμπυκνώνεται το απόσταγμα -η παλαίωση μας δίνει ένα πολύ συμπυκνωμένο προϊόν από το αρχικό που βάζεις. Άρα έχει περισσότερα χαρακτηριστικά από το ξύλο.

Από την άλλη αυτό στο κρασί δεν το θέλουμε και το ξαναγεμίζουμε- τα κρασιά δεν σφραγίζονται οπότε έρχεσαι σε επαφή με το προϊόν. Μπορείς κάθε δύο βδομάδες να το βλέπεις.

Έτσι παίρνω μια ποσότητα από το ένα λίγη ποσότητα από άλλο και κάνω μια σύνθεση. Κάθε φορά μπορούμε να έχουμε κάποια χαρακτηριστικά διαφορετικά, αλλά το τελικό προϊόν είναι κοντά σ’ αυτό που θέλω. Αυτή είναι η τέχνη μου να παίρνεις κάποια ποσότητα και να κάνεις τη σύνθεση- πώς είναι ένα μπουκέτο που έχει πολλά λουλούδια και το θέμα είναι τι συνδυασμό να κάνεις ώστε να σου δώσουν αρωματικά το καλύτερο αποτέλεσμα. Στο τσίπουρο πέρα από τα αρώματα θέλεις και τη γεύση.

Η διαδικασία είναι όλο το χρόνο ξεκινώντας από τα αμπέλια. Εγώ έχω βιολογική καλλιέργεια στα κτήματα μου που βρίσκονται στα χωριά Παλιούρι και Δαφνοσπηλιά και η διαδικασία είναι δύσκολη, επίπονη. Φέτος είχαμε πολλές ζημιές λόγω των καιρικών φαινομένων -από πάγο και χαλάζι μέχρι καύσωνα συν τις πλημμύρες στην Καρδίτσα. Η παραγωγή σε όλη την Ελλάδα επηρεάστηκε από την κλιματική αλλαγή, ιδιαίτερα εδώ στη Θεσσαλία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι πως είχαμε θερμοκρασίες από 45βαθμούς Κελσίου μέχρι -20.

Σ΄ ότι αφορά τη βιολογική καλλιέργεια μας βοηθάει ως ένα βαθμό δεν έχουμε μεγάλη ποσότητα, αλλά πιο ποιοτική. Τα αμπέλια τα αναγκάζουμε να μαθαίνουν σε πιο δύσκολες συνθήκες. Για παράδειγμα, εγώ δεν τα ποτίζω αυτό σημαίνει πως δεν θα έχω προφανώς μεγάλη παραγωγή, αλλά η λίγη που θα μου δώσει θα είναι ποιοτική. Επίσης, του μαθαίνεις να ανταπεξέλθετε και να ζει σε δύσκολες καιρικές συνθήκες. Ούτε λιπάσματα, ούτε χημικά ρίχνω οπότε δεν θα του δώσω αρκετή τροφή. Όμως, το αποτέλεσμα που θα έχω είναι το καλύτερο. Πάμε σε μια πιο δύσκολη συνθήκη καλλιέργειας για να μπορέσουν να ανταπεξέλθουν.

Είστε από αγροτική οικογένεια οπότε επηρεαστήκατε προκειμένου να ασχοληθείτε επαγγελματικά με την αμπελουργία;

Ο πατέρας μου ήταν στην Ένωση Γεωργικών Συνεταιρισμών Καρδίτσας και η μαμά μου μάχιμη αγρότισσα και αμπελουργός- τώρα πλέον δεν ασχολείται. Το Παλιούρι, που είναι το χωριό της μαμάς μου, είναι αμπελοχώρι αλλά δεν είχαν μεγάλη παραγωγή γιατί τα σπίτια είχαν από ένα, δύο στρέμματα καθώς ήταν μέσα στην αγροτική τους ζωή. Είχαν στάχυα, σουσάμι, καπνά και κανένα στρέμμα αμπέλι για δική τους παραγωγή.

Έχω μνήμες με τα παραδοσιακά καζάνια που φτιάχνεται το τσίπουρο. Έτσι έμπλεξα από την μία την επιστημονική μου ιδιότητα και από την άλλη τις μνήμες που είχα από τα παιδικά μου χρόνια με όσα έβλεπα από τον παππού μου. Από την άλλη επειδή έχω ταξιδέψει πάρα πολύ σε χώρες που παράγουν αποστάγματα όπως ουίσκι, ρούμι, μπράντι πάντα αναρωτιόμουν γιατί να μην κάνω παλαιωμένο τσίπουρο που δίνει πραγματικά άλλα αποτελέσματα από το φρέσκο και το αναβαθμίζει.

Απόσπασμα από τη συνέντευξη του στο γερμανικό περιοδικό Der Spiegel.

Η Καρδίτσα έχει αρχίσει να ακούγεται για τα κρασιά της. Το έδαφος είναι ιδανικό για τους αμπελουργούς;

Είναι εξαιρετικό το έδαφος και το μικροκλίμα- τουλάχιστον μέχρι τώρα. Τα τελευταία χρόνια υπάρχουν παιδιά στο χωριό που έχουν βάλει περισσότερα αμπέλια και έχει αρχίσει να δημιουργείται μια ενδιαφέρουσα αμπελουργική ζώνη. Η αμπελουργική ζώνη Δαφνοσπηλιάς – Παλιουρίου με βασική ποικιλία το τοπικό Μαύρο Μοσχάτο, είναι για πάνω από έναν αιώνα η κύρια αμπελουργική περιοχή του νομού Καρδίτσας για την παραγωγή τσίπουρου και μαζί με τη γειτονική ζώνη του Μεσενικόλα που είναι ΠΟΠ και των άλλων αγραφιώτικων χωριών αποτελούν τον ιστορικό αμπελώνα των πλαγιών των Αγράφων.

Αυτό που δεν γνωρίζει ο κόσμος είναι πως με την απελευθέρωση από την οθωμανική κατοχή το 1881 στην περιοχή μας στους πρόποδες και τις πλαγιές των Αγράφων, οι αμπελώνες αποτελούσαν μαζί με τα σιτηρά τις κύριες αγροτικές καλλιέργειες. Μετά πολλοί έφυγαν μετανάστες, μεσολάβησε ο πόλεμος και σταμάτησαν οι καλλιέργειες. Τώρα πάλι το κρασί έχει πάρει τα πάνω του στο νομό με περισσότερες μονάδες και επαγγελματίες αμπελουργούς. Γίνονται προσπάθειες με μικρά οινοποιία, θα μπορούσαμε να έχουμε περισσότερα θα περιμένουμε να γίνουν κι άλλα.

Τη φετινή σεζόν οι καιρικές συνθήκες ήταν έντονες στην Καρδίτσα επηρεάζοντας τις καλλιέργειες.

Επιπλέον, σ΄ αυτόν τον τόπο έχουν παράδοση και στο τσίπουρο, λίγα χιλιόμετρα μακριά από εδώ είναι ο Τύρναβος που είναι η κύρια βάση του τσίπουρου. Τα ιστορικά στοιχεία δείχνουν πως ουσιαστικά η περιοχή από πολύ παλιά, οι αγραφιώτικοι αμπελώνες που ανέφερα και πριν, είχαν μια αυτονομία, μια παραγωγή και κοιτάσματα χαλκού άρα έκαναν καζάνια, αλλά δεν μπορούσαν να τα διαθέσουν αλλού -δεν υπήρχαν λιμάνια, δρόμοι εκείνα τα χρόνια ήταν απομονωμένοι οι κάτοικοι. Όταν μετανάστευσαν κατέβηκαν στον κάμπο πήγαν σε άλλες πόλεις από Θεσσαλονίκη μέχρι Κωνσταντινούπολη και όπου πήγαιναν οι Αγραφιώτες γίνονταν οι καλύτεροι χαλκουργοί που έφτιαχναν καζάνια απόσταξης.

Το βιογραφικό σας είναι πλούσιο με σημαντικές συνεργασίες στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Πώς πήρατε την απόφαση να αφήσετε την Αθήνα και να επιστρέψετε μόνιμα στην Καρδίτσα περνώντας τον περισσότερο χρόνο της ημέρας σας σε ένα μικρό χωριό;

Πραγματικά περνάω πάρα πολύ χρόνο στο Παλιούρι. Δεν σου κρύβω πως ήταν δύσκολη η απόφαση να επιστρέψω γιατί συνήθως αποφασίζεις να φύγεις όταν δεν περνάς καλά. Αντίθετα, εγώ είχα μια πάρα πολύ καλή θέση και επαγγελματικά βρισκόμουν σε ανοδική πορεία με πολλές προτάσεις. Δεν ξέρω πως το αποφάσισα. Βέβαια ήταν λίγο πριν την κρίση και είχα δει νωρίτερα πως θα έρθει και στην Ελλάδα. Ακόμα και το γεγονός πως η γυναίκα μου είναι από την Καρδίτσα έπαιξε σημαντικό ρόλο. Όπως και το ότι ασχολούμουν με τις δοκιμές στα κρασιά και τα τσίπουρα, το ερευνητικό μου ενδιαφέρον σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και η επαφή με τους μαθητές μου που μου αρέσει πάρα πολύ. Είμαστε συνέχεια στα εργαστήρια, δεν κάνω θεωρητικό μάθημα. Την περσινή σεζόν δυσκολευτήκαμε πολύ λόγω της καραντίνας γιατί τα εργαστήρια χημείας και οινολογίας δε γίνονται μέσα από μια οθόνη.

Όταν βγάλατε για πρώτη φορά το παλαιωμένο τσίπουρο «Puro» έχοντας από πίσω σας μεγάλο ερευνητικό έργο είχατε άγχος για το αποτέλεσμα, αλλά και τις κριτικές που θα πάρετε;

Δεν ξέρω τι να σου απαντήσω γιατί το ένα μέρος της δουλειάς μου είναι να κρίνω και να πηγαίνω σε διαγωνισμούς- είμαι γευσιγνώστης και διεθνής κριτής. Έπρεπε να κριθώ για αυτό που παρουσίασα.. Εγώ δεν μπορώ να πω για το δικό μου τσίπουρο, πως να πεις είναι ωραίο το παιδί μου. Δεν ξέρω πόσο αντικειμενικός θα είμαι… Αυτό που προτείνω και όταν κάνω γευσιγνωσία είναι να κρύψεις τις ετικέτες, να ανακατευτεί η σειρά παρουσίας και αυτό που θα σου αρέσει είναι το καλύτερο κρασί.  Πάντα αυτό κοιτάς στη δοκιμή- χρειάζεται εκπαίδευση αυτό το κομμάτι.


Εγώ βγάζω μικρή ποσότητα, δεν είναι μεγάλη η παραγωγή μου γιατί έχω και το κομμάτι της διδασκαλίας που μου αρέσει. Σκοπός μου είναι να έχω το καλύτερο προϊόν, να το καλυτερεύω ή να βγάζω ιδιαίτερα προϊόντα που έχουν να πούνε μια ιστορία, όχι εμπορική. Το Puro έχει πολλά πράγματα πέρα από τις δικές μου έρευνες και ανησυχίες. Οι παλιοί Αγραφιώτες τεχνίτες της απόσταξης, «πούρο» έλεγαν τον «πόρο», το πέρασμα του σωλήνα, (το τόξο ή λουλά) από όπου η καρδιά του υγροποιημένου αρωματικού ατμού έσταζε στάλα – στάλα. Άλλωστε, από τη λέξη οξύ (στενό) και πούρο (πόρος – πέρασμα) προέρχεται ή λέξη οξύ-πουρο κι απ’ αυτή το τσίπουρο, όπως διαβάζουμε σε αγιορείτικα σημειώματα.

Έχω παρατηρήσει πως τα τελευταία χρόνια το τσίπουρο είναι η βάση για να φτιάχνονται ελληνικά cocktails. Έχει αναβαθμιστεί ως ποτό;

Πάντα πίστευα πως το τσίπουρο είναι ένα εξαιρετικό προϊόν. Θυμάμαι λόγω της δουλειάς μου πήγαινα από τα πιο ακριβά bar restaurants μέχρι τα πιο οικονομικά μπαράκια και όταν ζητούσα τσίπουρο έπαιρνα την ίδια απάντηση; «τσιπουράκι μωρέ;». Είχα φίλους barmen οι οποίοι το θεωρούσαν πολύ ταπεινό ποτό. Και αναρωτιόμουν το γιατί αφού έχουμε ένα προϊόν που φτιάχνεται με την καλύτερη πρώτη ύλη. Για παράδειγμα η πρώτη ύλη του ουίσκι είναι το κριθάρι, της τεκίλα η Αγαύη δεν τα συγκρίνω ως προϊόντα είναι όλα μοναδικά, αλλά ξεκινάμε με μια πρώτη ύλη, το σταφύλι που είναι σίγουρα καλύτερη. Σ΄ ένα προϊόν έχει πάντα αξία από που προέρχεται. Ξεκινάμε από το γεγονός πως έχει την καλύτερη πρώτη ύλη. Το τσίπουρο είναι ένα αρωματικό ποτό, βγάζει αρώματα σταφυλιού και είναι ευχάριστο στη γεύση. Απλά το είχαμε συνδυάσει ως συνοδευτικό των μεζέδων με αποτέλεσμα να μην πήγαινε το μυαλό σου ότι θα μπορούσες να βγεις στο μπαρ και να το απολαύσεις. Ευτυχώς άλλαξε αυτή η νοοτροπία και πλέον στα bars βλέπεις εξαιρετικές ετικέτες και cocktailsμε βάση το τσίπουρο.

Πώς μπορούμε να απολαύσουμε το τσίπουρο και με τι συνδυάζεται;

Σίγουρα παραμένει ένας πολύ καλός συνοδός μεζέδων. Καταρχήν θα διαχωρίσω τα λευκά από τα παλαιωμένα τα οποία είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση. Τα λευκά τσίπουρα με γλυκάνισο τα συνοδεύουμε κυρίως με θαλασσινά και ψάρι, με μεζεδάκια που έχουν έντονη γεύση όπως είναι το σκόρδο γιατί μας δίνουν έναν καλό γευστικό συνδυασμό. Χωρίς γλυκάνισο ταιριάζουν περισσότερο με κρέας και πικάντικες γεύσεις και καλό είναι το τσίπουρο να είναι αρκετά κρύο. Όπως ανέφερα τα παλαιωμένα είναι μια ξεχωριστή κατηγορία και ταιριάζουν πάρα πολύ με ξερά φρούτα, με καπνιστά τυριά και αλλαντικά, με πικρή σοκολάτα και είναι τέλειος συνδυασμός με εσπεριδοειδή. Μια άλλη πρόταση είναι στο κλείσιμο ενός δείπνου να το σερβίρεις μαζί με γλυκό. Βέβαια υπάρχει πάντα η επιλογή να το απολαύσεις σκέτο όπως θα έπινες ένα πολύ καλό ουίσκι, κονιάκ.

Από το αφιέρωμα στο περιοδικό «Der Spiegel»

Η Ελλάδα μπορεί να γίνει ένας πολύ καλός οινικός προορισμός;

Έχει αρχίσει να προτείνεται ως γαστρονομικός προορισμός και έχουν γίνει αξιόλογες προσπάθειες. Στο εξωτερικό ο οινικός τουρισμός έχει ανθίσει εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Υπάρχουν τουρίστες που επιλέγουν προορισμούς προκειμένου να επισκεφτούν οινοποιία. Για μένα η Ελλάδα όλη είναι ένα αξιοθέατο και επιπλέον όλα σχεδόν τα προϊόντα μας βγαίνουν από τη γη με αποτέλεσμα να είμαστε ένας γαστρονομικός προορισμός κυρίως σε ότι αφορά τις πρώτες ύλες. Έχουμε πάρα πολλά νησιά, βουνά όπου κάθε περιοχή έχει να σου δώσει κάτι διαφορετικό. Δε είμαστε ένας φλατ κάμπος που βγάζει ένα, δύο προϊόντα. Χρειάζεται μια ομαδική προσπάθεια για να αναδειχθεί ο οινικός και ο γαστρονομικός τουρισμός. Για παράδειγμα πηγαίνεις επίσκεψη σε ένα οινοποιείο στην Ιταλία και σου βγάζουν 40-50 επιλογές τυριών που δεν μπορείς να τα δοκιμάσεις όλα. Στην χώρα μας υπάρχουν ακόμα εξαιρετικά τυριά που δεν έχουν αναδειχθεί. Για να καταφέρουμε να αναδείξουμε τη γαστρονομία μας πρέπει να ενωθούμε και να γίνει ένα καλό πάντρεμα. Να έρθει ο επισκέπτης για να πάει σε οινοποιία, αλλά να έχει επιλογές από καλά τυροκομικά, να υπάρχει το κατάλληλο εστιατόριο και το κατάλληλο κατάλυμα. Να υπάρξει μια δικτύωση στην κάθε περιοχή.

Πηγή: iefimerida.grΘάνος Καραθάνος: Ο διεθνής κριτής οίνων περιγράφει μεθυστικά πώς φτιάχνεται το τσίπουρο και πώς να το απολαμβάνουμε