—Φερνάντο Πεσόα—Δεν γνωρίζω αν υπάρχω


Δεν γνωρίζω αν υπάρχω

Φερνάντο Πεσόα
Μετάφραση: Κώστας Ε. Τσιρόπουλος

Είμαι σχεδόν πεισμένος πως ποτέ δεν είμαι ξυπνητός. Δεν ξέρω αν δεν ονειρεύομαι ενόσω ζω, αν δεν ζω ενόσω ονειρεύομαι ή αν ο ύπνος και η ζωή δεν είναι μέσα μου πράγματα μικτά, διαμοιβόμενα, από τα οποία με αλληλοδιαπέραση διαμορφώνεται το συνειδητό μου είναι.

Κάποτε, σε πλήρως δραστήρια ζωή, όταν, ασφαλώς, αισθάνομαι τόσο καθαρά όπως και οι άλλοι, έρχεται ως υποθετική μια παράξενη αίσθηση αμφιβολίας. Δεν γνωρίζω αν υπάρχω, αισθάνομαι ως πιθανό ον έναν ξένον ύπνο, μου φαίνεται, σχεδόν σαρκικά, πως θα μπορέσω να είμαι πρόσωπο ενός μυθιστορήματος, κινούμενος, στα μακροκύματα ενός ύφους, στην πραγματωμένη αλήθεια μιας μακράς αφήγησης.

Έχω πολλές φορές παρατηρήσει πως ορισμένα μυθιστορηματικά πρόσωπα αποχτούνε για μας μια σημασία που δεν θα μπορούσαν ποτέ να πετύχουν εκείνοι που είναι γνωστοί και φίλοι μας, όσοι μιλάνε μαζί μας και μας ακούνε, στην ορατή και πραγματική ζωή. Κι αυτό με κάνει να ονειρεύομαι το ερώτημα μήπως δεν είναι ίσως τα πάντα, σ’ αυτό το σύνολο του κόσμου, μια σειρά διαπαρεμβαλλόμενα όνειρα και μυθιστορήματα, καθώς μικρά κουτιά μέσα σε μεγαλύτερα κουτιά —μερικά μέσα σε άλλα κι αυτάπάλι σε άλλα—, όντας τα πάντα μια ιστορία με ιστορίες, καθώς οι Χίλιες και Μία νύχτες, διαδεχόμενη η ψεύτικη νύχτα την αιώνια νύχτα.

Αν σκέφτομαι, όλα μου φαίνονται παράλογα. Αν αισθάνομαι, όλα μου φαίνονται παράξενα. Αν επιθυμώ, εκείνος που επιθυμεί είναι κάτι που υπάρχει μέσα μου. Πάντα όταν εντός μου υπάρχει δράση, αναγνωρίζω πως δεν υπήρξα εγώ. Αν ονειρεύομαι, μοιάζει σαν να μου γράφουν. Αν αισθάνομαι, μοιάζει σαν να με ζωγραφίζουν. Αν επιθυμώ, μοιάζει σαν να με επιβιβάζουν σ’ ένα όχημα, καθώς το εμπόρευμα που στέλνουν, και πως προχωρώ με μια κίνηση που μου φαίνεται πως δεν θα ήθελα να πάω παρά μονάχα αφού θα είχα βρεθεί πια εκεί.

Τι σύγχυση είναι όλα! Πόσο καλύτερα είναι να βλέπεις παρά να στοχάζεσαι, να διαβάζεις παρά να γράφεις! Αυτό που βλέπω μπορεί και να με ξεγελά, αλλά δεν το πιστεύω ως δικό μου. Αυτό που διαβάζω μπορεί να με βαραίνει, αλλά δεν με ταράζει όπως να θα το έγραφα εγώ. Πώς μας πονάνε όλα, αν τα στοχαζόμαστε με συνείδηση στοχαστική, ως όντα πνευματικά, καθώς σε κάποιον που του εδόθηκε εκείνη η δεύτερη αναδίπλωση της συνείδησης, με την οποία γνωρίζουμε πως γνωρίζουμε! Αν και η μέρα είναι πανέμορφη, δεν μπορώ να πάψω να σκέφτομαι έτσι… Να στοχάζεσαι ή να αισθάνεσαι, τι άλλο ανάμεσα στις σκηνογραφίες που βρίσκονται παράμερα; Πλήξη του λυκόφωτος και της αδιαφορίας, βεντάλιες κρεμασμένες, κόπωση από την υποχρέωση να ζεις…

Περιοδικό Ευθύνη, τεύχος 193, 1988.