Ορεινογραφίες
Αξέχαστη μέρα στην κορφή της Γκιώνας
«Αυτά που θα σας διηγηθώ έγιναν στα 1903, αν θυμάμαι και καλά. Ούτε εκδρομικά σωματεία υπήρχαν τότε, ούτε κι ο τουρισμός είχε γίνει μόδα. Τις τελευταίες μέρες του Ιουλίου τις πέρασα στο χάνι του Στενού του Λιδορικιού μαζί με το σοφό φίλο μου ιστορικό κ. Γ. Σωτηριάδη. Είχε έρθει από την Αθήνα για γεωγραφικές και ιστορικές έρευνες κι είχα κατέβει από την Αρτοτίνα που ξεκαλοκαίριαζα. Πόσα έμαθα τότε με τη συντροφιά του φίλου μου!
Ύστερα από το φαγητό πάντα είχαμε να λέμε για την Γκιώνα, που ήταν ολόμπροστά μας. Μανιακός ορειβάτης ο Σωτηριάδης, ξετρελαμένος κι εγώ από τα βουνά τούτα που με γέννησαν. Συμφωνούσαμε πέρα για πέρα «ως βουνό όποιος δεν πάτησε, κόσμο δεν ξέρει, κι αν σε κορφή βουνού πριν της ανατολής του ήλιου δεν έτυχε, μεγαλείο δε νιώθει τι είναι». Και μούλεγε: «κύριος του κόσμου έγινα, όσες φορές πάτησα πριν το ανάτελμα του ήλιου κορφή βουνού, όποιος αγαπάει το βουνό, λατρεύει το υψηλό και το ωραίο, πεζός είναι που δεν ανάσανε βουνίσιο αγέρι». Κι έτσι αποφασίσαμε ν’ ανεβούμε στη Γκιώνα. Την 1η του Αυγούστου πήγαμε στο Λιδωρίκι και καταρτίσαμε την παρέα. Δέκα όλοι – όλοι γίναμε οι ορειβάτες, που είναι ζήτημα αν ζουν οι μισοί σήμερα Δέκα και δέκα οι αγωγιάτες με τα μουλάρια τους είκοσι, σωστό καραβάνι. Δυο ώρες νύχτα πριν ξημερώσει η 2η του μήνα το καραβάνι μας ανηφόριζε στην πετρωτή ρεματιά, που φέρνει στο παράβουνο Πλατό. Μισή ώρα πριν η ρεματιά τελειώσει, στρέψαμε αριστερά και πήραμε στράτα με κλώσματα, που σιγά – σιγά κι ώσπου να φέξει μας ανέβασε σχεδόν στο ξεβούνιασμα (1) της πλαγιάς που είχαμε παρμένη.
Φώτισε καλά και τότε είδα: Έλατα εδώ εκεί παράκαιρα γερασμένα, τα πολλά και τα όμορφα τα έλατα τ’ αφήσαμε παρακάτω, νύχτα ήταν και δεν τα είδα. Τόσο ψηλά που φέξαμε μόνο κέδρα έβλεπα πολλά, όχι τα κέδρα που ο καθένας ξέρει, αλλά τα μερόκεδρα, που λένε οι βουνίσιοι. Κατατόπια του δένδρου αυτού – γιατί δένδρο είναι – η πλαγιά τούτη. Έχει φύλλα σαν του κυπαρισσιού και ξύλο ροδοκόκκινο, μοσχομύριστο και αναιώνιο. Πορτόξυλα και παραθυρόξυλα αν φτιάσεις κεδρίσια πεθαμό δεν έχουν. Με κέδρινες δούγες νεροβάρελα αν δέσεις, θα πίνεις νερό ολομύριστο. Εδώ άθελα μούρχεται στο νου οι στίχοι της Οδύσσειας: “Πυρ μεν επ’ εσχαρόφιν μέγα καίετο, τηλόσε δ’ οδμή κέδρου τ’ ευκεάτοιο θύου τ’ ανά νήσον οδώδειν δαιομένων” (Ε΄.59-61)
Έφεξε καλά, όταν ισιάσαμε στην ομάλια του ζυγού του τραγουδημένου βουνού. Πρώτη λάκκα, ίσωμα μεγάλο, οροπέδιο πες, λιβάδι λιδωρικιώτικο, που βόσκουν πρόβατα. Χαρά ανείπωτη σ’ έπιανε με τα χαρωπά λαλήματα των κουδουνιών τους. Σκάλες – σκάλες τα κουδούνια, κι όσα κουδούνια τόσοι και οι ήχοι, τόσοι τόνοι και ημιτόνια. Με νότες άφταστες συνθεμένη ποιμενική συμφωνία, όχι του Μπετόβεν, του Σαλωνίτη του Κουδουνά. Σταθήκαμε. Ένας τσοπάνος στυλωμένος στη θεόψηλη γκλίτσα του με τα δυο λιονταρόμορφα σκυλιά του υπάκουα, διπλαρωμένα μπροστά του δε μοιάζει να νιώθει την ευτυχία, που του χαρίζει το βουνό. «Τί ζηλέψατε κι’ ήρθατε δω πάνω στο αγριοβούνι, τις πέτρες;» είπε σαν τον καλημερίσαμε και μας ξεκαλημέρισε. «Σωστά, λεν πώς το καλό πόχει ο καθένας δεν το εχτιμάει» είπε κάποιος της παρέας μας. Και προχωρήσαμε. Καβάλλα εδώ πάνω πας άκοπα, γιατί ο ζυγός τη μια ομάλια αφήνει, την άλλη παίρνει, κι όλο προχωρεί κατά το Βοριά. Κυματιστό φρύδι μας πήρε και μας έβγαλε τώρα σ’ άλλο ομαλό λάκκωμα. Ολομεσίς του μια γούρνα ξερή: η λούτσα. Τέτοιες λούτσες έχουν όλα τα βουνόκαμπα της Γκιώνας, που διαδέχονται το ένα το άλλο. Ως το τέλος του Θεριστή κρατούν τα χιονόνερα του βουνού, που εδώ λιμνάζουν κι ως τότε βρίσκουν μπόλικο το νερό και πίνουν οι προβατοκοπές, που βόσκουν από Άη Γεωργιού και ύστερα. Στην ομάλια τούτη έβοσκε κοπάδι με πεντακόσια πρόβατα ένας τσοπάνος γριντάλι ως εκεί πάνω, που με τη γκλίτσα του φάνταζε πιο πολύ. Τα σκυλιά του χύθηκαν να μας ξεσχίσουν, μα αυτός τα μάλωσε και ξεμάκρυναν. Πρόσχαρος φώναξε να πάμε στη στρούγκα για να μας φιλέψει. Άλλο που δε θέλαμε, γιατί το γιόμα πήρε κι η πείνα άρχισε να μας θερίζει όπως συμβαίνει στο βουνό, που με το καθαρό αγέρι και τη χαρούμενη φύση έρχεται η πείνα γρηγορότερα απ’ ότι κανείς την περιμένει. Μας πήγε στο κονάκι του. Ένα τσαρδάκι
ήταν το κονάκι με κεδρόκλαρα και ελατόξυλα ξερά στεριωμένο. Στη σειρά είχε βαλμένα μέσα, άλλα κατά γης κι άλλα κρεμασμένα: Καρδάρες, τελάρια, κούτουλες, κακάβια, καζάνια, σακούλια, τσαντίλες, βεδούρες, κουλούρες για κουδούνια της τσοπανικής τα ειδίσματα, όπως κι ο ίδιος τα ονόμασε. Ξαπλώσαμε. Αυτός έφερε τα γαλάρια στη στρούγκα, κοντά μας, και τ’ άρμεξε. Γέμισε μια καρδάρα γάλα, τόφερε στο τσαρδάκι και τόβρασε. Πήγε παραπέρα και πήρε τυρί, από κάπου αλλού έφερε και νερό με βεδούρα. Έστρωσε ένα τραγότσολο, τσάκισε καλαμποκίσιο ψωμί, έτριψε γάλα έναν κούτουλα, μας έδωσε ξύλινα κουτάλια και φάγαμε. Το νερό το πίναμε με ξύλινο ολοκέντητο τάσι.
Είχε φτάσει το μεσημέρι. Ήμουν περίεργος να μάθω από που έφερε το νόστιμο τυρί που φάγαμε και το κρύο νερό που πιήκαμε. Τον παρακάλεσα και με πήγε. Ένα χάσμα που το σκέπαζε μια ριζιμιά πέτρα ήταν εκεί, που είχε βαλμένα κατά γης τα τυροδέρματα. Δε λησμονώ ακόμα το διάφανο των ασκιών. Τα νόμιζες φτιασμένα από τσιγαρόχαρτο με το να φαίνεται το τυρί. Σε τέτοιες κρύφτρες βάζουν τα τυριά, σα σε ψυγείο, οι τσοπαναραίοι και διατηρούνται το καλοκαίρι και για να μην τα βαρεί ολότελα ο ήλιος, βουλώνουν από μπροστά τη σπηλιά. «Και νερό»; «Ξεροβούνι είναι η Γκιώνα ως κάτω στα Πενταόρνια και την Αγιά Θυμνιά», μου λέει «δεν έχεις εδώ το Βαρδούσι με τα εβδομηνταδυό βελούχια του και τον Παρνασσό!».
Πριν οι λούτσες ξεραθούν, καλά τα περνάμε. Από του Ιούλιου τα μισά και πέρα ως το Χινόπωρο υποφέρομε κι εμείς και το πράμα. Αναγκαστήκαμε να φτιάσωμε στέρνες, όπως στου Γαλαξειδιού τα ξεροχώρια. Πήγα κι είδα και τη στέρνα, που απ’ αυτή έφερε το νερό. Σκάβουν 2 – 3 μέτρα σε βάθος και φτιάνουν πηγάδι το χτίζουν ολόγυρα με πέτρα και ασβέστη για να μην πέφτουν τα χώματα. Φτιάνουν κι’ ένα αυλάκι που να φέρνει το νερό. Χιονόνερα και βροχόνερα την άνοιξη πέφτουν μέσα και τη γεμίζουν τη στέρνα. Απ’ αυτή παίρνουν και πίνουν. Απ’ αυτή γεμίζουν και τα ξυλένια κανάλια, που διπλαρώνουν κοντά της για να πίνουν τα πρόβατα. Ζέστα δεν καταλαβαίνεις ολότελα εδώ ψηλά. Μεσημέρι κι’ όμως μια δροσιά χάϊδευε το πρόσωπο και τα χέρια. Το ίδιο και τα πρόβατα δεν αισθάνονται λαύρα. Δεν τους έχουν σταλό για να σταλίζουν μέσα καταλακκής ήταν ξαπλωμένα και αναχάραζαν μ’ όλη την ανέσια τους.
Περνώντας το μεσημέρι ξεκινήσαμε. Τρεις ώρες πάνου – κάτου είχαμε ακόμα μακριά μας την κορφή του βουνού. Καβάλα στα μουλάρια περνούσαμε από το ένα λάκκωμα στο άλλο, κι από κοπάδι σε κοπάδι πρόβατα και στρούγκες. Δεξιά μας ως τα σύννεφα υψώνεται του Βαρδουσιού ο ζυγός, μάλιστα στα Μετερίζια που είναι η πιο ψηλή απ’ όσες κορφές του φαίνονται. Χάσμα μας χωρίζει από το βουνό κείνο, το Μέγα ποτάμι, όπως λένε το Δάφνο. Αριστερά καμαρώναμε το θεόπιαστο Παρνασσό με τις πανώριες κορφούλες του και τα κοντόρραχα του ζυγού που πάμε. Ανάμεσά τους λάκκες και ομάλιες ξεμυτούν ή μια κοντά στην άλλη, κι΄ ασπρολογάνε των προβατιών μπουλούκια. Στα λιβάδια τους είναι και βοσκούν της Σιγδίτσας το βιο είναι κείνο. Όσο κοντοζυγώνουμε στην κορφή, τόσο κι΄ οι ομάλιες του ζυγού σβήνουν και τέλος τις συνεχίζει σαμάρι βραχωτό, που την κορφή – κορφή του πάει η στράτα. «Τραγωνόρος» είπε κάποιος κι’ έδειξε κατά τα αριστερά μας ένα πετρόβουνο. Θυμούμαι ακόμα τις χαρές και τα ξεφωνήματα του φίλου μου αρχαιολόγου. «Άλλο αρχαιολογικό εύρημα αυτό το Τραγωνόρος, ίσια από την αρχαιότητα μας έρχεται!». Σωστά λέει: «σ’ ερημιές και σε βουνά σώθηκαν όλα τα προγονικά μας κειμήλια». Πίσω απ’ το Τραγωνόρος, σε μια λάκκα μέσα, ήταν για να κοιμηθούμε κείνη τη βραδιά. Είχε παραγγελμένα ο αρχηγός της παρέας μας κι’ έψησαν δυο σφαχτά. Στρούγκα εκεί. Πέσαμε ύστερα απ’ τα μεσάνυχτα και λίγον ύπνο πήραμε. Δεν άφηνε το κρύο, κόβαμε καρδιά, γιατί με χεράμια ήμαστε σκεπασμένοι και τα διαπερνούσε η αδριά του βουνού ψύχρα.
Στις 3 Αυγούστου, πριν φέξει, ο φίλος αρχαιολόγος κι εγώ βρεθήκαμε στην κορφή τυλιγμένοι ο καθένας με το χεράμι του. Τ’ αγωγιάτικα τα ζώα δεν μπορούσαν να βγουν αποκεί για τη Στρώμη (2), που το είχαμε για να πάμε κι’ ο αγωγιάτης τα οδήγησε απ’ άλλο δρόμο ομαλό. Η συντροφιά μας έμεινε, το είχε για να γυρίσει στο Λιδωρίκι Τέσσερις η ώρα πρωϊ, τέσσερις πάνω από το μηδενικό έδειχνε το θερμόμετρο που κουβαλούσε μαζί του ο φίλος μου. Τουρτουρίζαμε κι όμως περιμέναμε να βγει ο ήλιος. Σε 2.512 μέτρα ύψος, πάνω απ’ την θάλασσα βρισκόμαστε. Σιγά – σιγά χάραξε, να κι’ ο ήλιος κέντησε στην κορφή του Παρνασσού κατακόκκινος σαν το καμένο σίδερο. Όσο πάει, όλο και φαίνεται. Μια ολόκαυτη σφαίρα σαν πύρινο αερόστατο όλο και ψηλώνει. Θαύμα! Μισή ώρα μπορείς να τον κοιτάς δίχως κούραση κατάματα. Και τάχα μονάχα αυτό το θαύμα είχαμε μπροστά μας; Βουνά ψηλά, κοντά – κοντά μας φαίνονται σαν να μας πολιορκούν: ο Παρνασσός, η Καταβόθρα, το Βαρδούσι. Ο κάμπος της Λαμίας κι ο κάμπος ο Θεσσαλικός ολόμπροστά μας απλώνονται, λες: «αν πηδήσω τους φτάνω». Μακριά στο Θεσσαλικό ορίζοντα μόλις διαγράφει τη σιλουέτα του ο γέρο-Όλυμπος και σαν να μύρισε πως φαίνεται κι ο Άθωνας. Πίσω μας σωροί τα βουνά στοιβαγμένα ως το Ζυγό του Μεσολογγιού, που είναι και το τελευταίο, κι απ’ αυτό πίσω σα να ξεχωρίζει κάπως το Ιόνιο Πέλαγος.
Με πέννα αδύνατο να περιγραφή το θέαμα. Ό,τι βλέπουν τα μάτια από τόσο ψηλά, μόνο η ψυχή το αισθάνεται και ποτέ δεν το λησμονεί. Η τέχνη δεν έχει τη δύναμη να το συλλάβει. Είχε φτάσει εννέα η ώρα και καρδιά για να κατεβούμε δε μας έκανε. Όμως όλα έχουν όρια κι εμείς εξαντλήσαμε το δικό μας. Πήραμε λοιπόν ολόμπηχτα ένα κατήφορο για να βρεθούμε το γρηγορότερο μακριά και κάτω μας σε μια ομάλια, που μας περίμενε ο αγωγιάτης. Αντίς εκεί πέσαμε σιμότερα σ’ άλλη ομάλια στη ρίζα της κορφής. Κατάμεσα ένα τσοπάνικο κονάκι από ελατόκλαδα καμωμένο κι εμείς πεθαμένοι από την πείνα. Κοιτάμε για τσοπάνο, πουθενά τσοπάνος. Σκύλοι δεν ακούγονται. «Πάμε στο κονάκι να φάμε ότι βρούμε;» «Πάμε». Και πήγαμε. Ξεκρεμάσαμε σα νοικοκυραίοι το σακούλι με το καλαμποκίσιο ψωμί, πήραμε κι ελιές από ένα ταγαράκι και φάγαμε. Πάνου που τελειώσαμε, να κι ένα παλικάρι ως 15 χρονών. Το παιδί του τσοπάνου. Είπαμε πως θάχουμε κακά ξεμπερδέματα, μ’ αυτό ευγενικά μας καλωσόρισε και σαν του είπαμε ποια η ανάγκη, που μας έκαμε να παραβιάσωμε το άσυλο του κονακιού τους, μας ρώτησε αν αρταινόμαστε να μας φέρει κατίκι για να φάμε. Τι ευγένεια ψυχής!. Πόσο βαθύ το αίσθημα της φιλοξενίας! Το στρώσαμε στην κουβέντα, φρέσκο μυαλό έχει το παλικάρι. Από ρώτημα σε ρώτημα μας πρόβαλε αστρονομικά προβλήματα». «Τι είναι από κάτω μας»; «Τα αστέρια που βλέπουμε ψηλά στον ουρανό, πόσο μεγάλα είναι»; Ποιητική φλέβα! Μείναμε με το στόμα ανοικτό από τη βουνίσια φρεσκάδα. «Έμαθες γράμματα;» «Τελείωσα το δημοτικό». «Θα σου στείλω ένα βιβλίο απ’ την Αθήνα να διαβάσεις για όλα όσα ρωτάς παιδί μου» είπε ο φίλος μου. Και πράγματι τούστειλε τον «Ουρανό» από τα βιβλία του Συλλόγου των ωφελίμων Βιβλίων. Τόλαβε δεν τόλαβε κανείς από τους δυο μας δεν πήρε ποτέ είδηση. Ούτε και τι απόγινε το βουνίσιο κείνο της Στρώμης παλικάρι. Τάχα να ζει;» (Λουκόπουλου Δημητρίου, Αύγουστος 1903)
Αναδημοσίευση πιο πάνω άρθρου: Τάκης Ντάσιος Σεπτ. 2020
Παραπομπές
(1) Γλωσσάρι
ξεβούνιασμα= όριο πλαγιάς και βουνού
αρταινόμαστε/αρτυμή=προσφάγι, τροφή που αρταίνει, τρίμματα τυριού
κατίκι/κατοίκι=το λασπερό τυρί
χεράμια=τα μάλλινα σκεπάσματα με ξόμπλια
κλώσματα=τα στριφογυρίσματα ποταμού
δούγες=η στενή κυρτή σανίδα, πλατιά στη μέση για την κατασκευή των βαρελιών
ζυγός=διάβαση ανάμεσα από δυο βουνά
ομάλια=ίσιωμα, οροπέδιο
γριντάλι=ψιλόσωμος
τσαρδάκι=τεχνητός ίσκιος ζώων
λαύρα=ζέστα
Βελούχια=πηγές με νερό, που το μεταφέρουν με αυλάκι ή σωλήνες
Κονάκι=κατάλυμα, η λέξη είναι τούρκικη Konak
Καταβόθρα=η Οίτη
Καρδάρες=ξύλινα αγγεία για γάλα
κούτουλες/κουτούλι=αγγείο για γάλα, κοτύλη,
κακάβια=χάλκινες κατσαρόλες,
Τσαντίλες=σακούλες που πήζουν το τυρί,
βεδούρες=μικρά ξύλινα αγγεία για γάλα,
Καρδαμπίκια=τα αγγεία των τσοπαναραίων
(2) Λοιδωρίκι/Λιδορίκι (έως 1940 Λιδωρίκι), υψ. 560 μ. στις ΝΔ. απολήξεις της Γκιώνας, δήμου Λιδορικίου νομού Φωκίδος. Στα 1928 είχε 1.537 κατοίκους, 1940 > 1.573, 1951 > 1.185, 1961 > 1.302, 1971 > 1.184, 1981 > 790, 1991 > 985, 2001 > 881. Γεγονότα: 1466-67 περιλαμβάνεται στο μεγάλο σαντζάκιο, που εδρεύει στα Τρίκαλα. 1537 έδρα αρματολικιού. 1689 έδρα στρατοπέδου, που οργάνωσαν οι Βενετοί. !821 28 Μαρτ. ο Δήμος Σκαλτσάς και ο Αναγνώστης Λιδωρίκης υψώνουν τη σημαία της επαναστάσεως ελευθερώνουν το Λιδωρίκι και κηρύσσουν την επανάσταση στη Δωρίδα. 1825 Μάϊ. Το έκαψαν οι Τούρκοι.
Προσήλιο (έως 1928 Σιγδίτσα), υψ. 840 μ. στις ανατολικές πλαγιές της Γκιώνας, δήμου Αμφίσσης νομού Φωκίδος. Στα 1928 είχε 1.038 κατοίκους, 1940 > 1.138, 1951 > 633, 1961 > 284, 1971 > 17, 1991 > 73, 2001 > 155
Στρώμη/Στρόμη και Στρώμνη, ύψ.900 μ. στις βόρειες παρυφές της Γκιώνας δήμου Καλλιέων νομού Φωκίδος. Στα 1928 είχε 386 κατοίκους, 1940 > 385, 1951 > 309, 1961 > 190, 1971 > 93, 1981 > 151, 1991 > 146, 2001 > 201.
Ενδεικτική βιβλιογραφία
- Λουκόπουλου Δημητρίου 1930: Ποιμενικά της Ρούμελης, σειρά: Συλλόγου προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων
- Παπαθανασόπουλου Θανάση1982: Γλωσσάρι Ρουμελιώτικης ντοπιολαλιάς, εκδ. Θουκυδίδης
- Πηνελόπη Ματσούκα (Επιμ.)2009: Γκιώνα,Βαρδούσια, Παρνασσός, σειρά πράσινος οδηγός, εκδ ΑΝΑΒΑΣΗ
- Nέζη Νίκου2010: Τα Ελληνικά βουνά, γεωγραφική εγκυκλοπαίδεια, τόμος 2, Ηπειρωτική Ελλάδα (Πελοπόννησος,Στερεά Ελλάδα, Θεσσαλία, Ήπειρος, Μακεδονία, Θράκη, εκδ. Ελληνική Ομοσπονδία Ορειβασίας Αναρρίχησης-κληροδότημα Αθ. Λευκαδίτη
- Πεζοπορικός χάρτης2019: Γκιώνα, Βαρδούσια, κλίμακας 1:25.000 σειρά Topo 2,31 εκδ. Αnavasi