“Να τι δεν μπορεί ν’ ανεχτεί κανείς (εκτός απ’ αυτούς που δε ζουν, θέλω να πω: τους εγκρατείς). Η μόνη άμυνα βρίσκεται στην κακεντρέχεια. Οι άνθρωποι λοιπόν σπεύδουν να κρίνουν για να μην κριθούν οι ίδιοι.”
Στο βραβευμένο με Νόμπελ λογοτεχνίας βιβλίο, Η Πτώση, ο πάντα μελαγχολικός Καμύ, αφηγείται τη ζωή ενός αντι-ήρωα, του κοσμικού Ζαν Μπατίστ Κλαμάνς και χρησιμοποιεί το μυθοπλαστικό του πρόσωπο, προκειμένου να καταπιαστεί με φιλοσοφικά ερωτήματα και διλήμματα στη ζωή ενός δικαστή-μετανοητή, όπως ονομάζει ο ίδιος τον εαυτό του.
Κάνοντας, λοιπόν, έναν ακούραστο μονόλογο του παραλόγου, ο Καμύ πετυχαίνει με τη λογοτεχνική δεινότητα και το φιλοσοφικό του βάθος, να μας κάνει να ταυτιστούμε και να υπογραμμίσουμε καίριες φράσεις στο βιβλίο, προκειμένου να τις διαβάσουμε και να τις ξανά διαβάσουμε μέχρι να καταλάβουμε ακριβώς τι εννοεί και, ενίοτε, να διαφωνήσουμε ή να συμφωνήσουμε μαζί του.
Ο Καμύ στο έργο αυτό, μας βάζει στη θέση του αόρατου συνομιλητή και μας παροτρύνει να νιώσουμε τη δική μας “πτώση” ή να ταυτιστούμε με την πτώση του πρωταγωνιστή, ο οποίος πραγματικά “απογυμνώνεται” μπροστά μας και, μέσω μιας χειμαρρώδους εξομολόγησης, φτάνει στην υπέρτατη αυτοκριτική του. Μια αυτοκριτική που μας δημιουργεί ανάμεικτα συναισθήματα: Τον αγαπάμε, τον μισούμε και ταυτόχρονα τον λυπόμαστε για την καθημερινή “πτώση” που βιώνει.
Πηγή: Κοραλία Ξεπαπαδέα/ neolaia.gr