Μάνος Χατζιδάκις: Ρεμπετολογία

Δημοσιευμένο στο Ραδιοπρόγραμμα τον Μάιο του 1978.

Πηγή: Ηλίας Πετρόπουλος, Ρεμπέτικα Τραγούδια, ΚΕΔΡΟΣ.

Η Ρεμπετολογία στον καιρό μας, πάει να πάρει μια μορφή υστερίας. Δεν είναι νοητό να ‘σαι νέος και “προβληματιζόμενος” χωρίς να βυθίζεσαι με ηδονή και… κατανόηση στους αυτοσχεδιαστικούς μαίανδρους ενός μπουζουκιού ή στις ατέλειωτες λεπτομέρειες γύρω από πρόσωπα και πράγματα της εποχής της παρανομίας για το ρεμπέτικο. Δηλαδή,από το ’25 περίπου ως το ’40. Κι όλ’ αυτά, με σχόλια, φωτογραφίες, ντοκουμέντα, αναμνήσεις, αναλύσεις, με αντεγκλήσεις και αντίθετες απόψεις, με άρθρα και δημοσιεύματα, χωρίς τελειωμό.

Και οι έμποροι, οι κάθε λογής έμποροι, θησαυρίζουν, οι δημοσιογράφοι, ειδικά ορισμένοι δημοσιογράφοι, γράφουν δήθεν ιστορία και σχεδόν όλοι οι νεοέλληνες, ζούνε δήθεν σοβαρά την εποχή τους και το χώρο τους. Φυσικά, οι μόνοι κερδισμένοι απ’ όλη αυτή την ιστορία είναι οι έμποροι – οι δισκογραφικές εταιρείες, εκδότες και οργανωτές.

Οι υπόλοιποι, μένουν με την πολλήν αφέλεια στο χέρι και με γνώση ύποπτης αξίας στο κεφάλι. Υπάρχουν αρκετοί νέοι, που είναι πολύ καλά πληροφορημένοι αλλά ανεπαρκώς σκεπτόμενοι. Που διαθέτουν ευαισθησία ομαδική, αλλά αμφισβητήσιμη προσωπική. Αυτοί, λοιπόν, εκστασιάζονται μπρος στους εναπομείναντες ρεμπέτηδες, όταν διάφοροι έμποροι ασυνείδητοι, τους κουβαλάν και τους εκθέτουν επί χρήμασι.

Κανείς δεν σκέφτεται εκείνη τη στιγμή, ότι, την ρωμιοσύνη τούτη είναι να μην κλαις.

Σημασία έχει πως όλ’ αυτά τα λέω εγώ που το ’48 πριν τριάντα χρόνια, πρωτομιλούσα για το ρεμπέτικο τραγούδι αποκαλύπτοντας το, μπρος σ’ ένα πολύ αξιόλογο κοινό και μες στον χώρο που λειτουργούσε το επαναστατικό τότες Θέατρο Τέχνης. Στην πλατεία του Αη-Γιώργη του Καρύτση. Τω καιρώ εκείνω, το Ρεμπέτικο ήταν υπαρκτό, και αθέατο συγχρόνως. Χρειαζότανε τόλμη και ν’ αναφέρεις το όνομα, μιαν εποχή που ο αστισμός δεν είχε ακόμη γελοιοποιηθεί από τους εσωτερικούς μετανάστες, και διατηρούσε τις αρχές του και την πνευματική του υπόσταση. Και στο κάτω – κάτω, η πολύ νεανική μου ευαισθησία τι είχε τότε ν’ αντικρύσει και να δεχτεί; Τα αισθηματικά τραγουδάκια του Αττίκ και του Χαιρόπουλου, τα πατριωτικά ταγκό με την Βέμπο και την Κάκια Μένδρη και τη βαλκάνια συμπλεγματική συμφωνική Μουσική των εθνικών μας ακαδημαϊκών μουσουργών, χωρίς καμιάν απολύτως έλξη. (Ο Καλομοίρης ακόμη δεν είχε την τωρινή του όψη και ο Σκαλκώτας ήταν χαμένος στα τελευταία αναλόγια της Κρατικής – τύπος με χιούμορ, όπως τον χαρακτήρισε σαν πέθανε ο τότε Γενικός του Διευθυντής). Η αναζήτηση λοιπόν μιας άλλης μουσικής, ήταν εκτός από μια τόλμη και μια βαθύτερη ανάγκη για κείνους τους καιρούς, που κιόλας υπήρχαν ο Γκίκας, ο Τσαρούχης και ο Μόραλης στη Ζωγραφική, ο Πικιώνης στην Αρχιτεκτονική και ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Γκάτσος και ο Ρίτσος στην ποίηση. Μια εποχή που τοποθετούσε σε ισχυρό βάθρο τον Καβάφη και ανακάλυπτε τη Γυναίκα της Ζάκυνθος. Που μας υποχρέωνε να ψάχνουμε και να βρούμε ένα πρόσωπο πιο αληθινό για την εθνική μας ταυτότητα. Τότε δεν έκαν’ άλλο από το να ‘μαι ένα παιδί του καιρού μου με συνέπεια. Σήμερα όμως; Ύστερα από τριάντα ολόκληρα χρόνια; Άλλαξα εγώ; Όχι. Όλα φωτίζονται τόσο διαφορετικά. Φαντάζει αστείο τούτη η επιμονή μας στα Ρεμπέτικα, μια εποχή που οι ψαράδες μας αρχίσανε να τραγουδάν κινέζικα. Το Ρεμπέτικο δεν υπάρχει περίπου από το ’50. Κι είναι μια πλάνη να γιορτάζεται στον καιρό μας σαν πηγή, την ώρα που η αστική ανοχή έχει αμβλυνθεί, κι όχι γιατί ελευθερώθηκε, αλλά γιατί απονεκρώθηκε, χωρίς ν’ αφήσει διάδοχο στη θέση της. Έχω διαβάσει πλήθος δημοσιεύματα και σχόλια για ένα βιβλίο που εντυπωσίασε για τον κόσμο που περιείχε. Την αυτοβιογραφία του Μάρκου Βαμβακάρη. Έμεινα κατάπληκτος για αυτά που βρίσκαν μέσα οι σχολιαστές ειδικοί. Για μένα καθρεφτίζει μιζέρια και ανθρώπινη αθλιότητα, που δεν θα ’ταν άχρηστη, αν ορισμένοι “ ειδικοί” δεν την χρωμάτιζαν με παραμορφωτικά γυαλιά και δεν την εμφάνιζαν σαν κάτι διαφορετικό απ’ αυτό που είναι. Οι Ρεμπετολόγοι και οι νεαροί διανοούμενοι, μαζί με τους “ προοδευτικούς” δημοσιογράφους το είδαν σαν μια μεγαλειώδη αναπαράσταση ενός κόσμου που θεμέλιωνε λαϊκή κουλτούρα σ’ ανύποπτους χρόνους. Και αφελές και λάθος. Πρέπει ασφαλώς να ξεχάσουμε το βιβλίο και την ασημαντότητα που αναδύει για να χαρούμε τουλάχιστον μερικά όμορφα τραγούδια του Βαμβακάρη, πανέμορφα μες στην αφέλειά τους και γνησίως Λαϊκά. Το Ρεμπέτικο έπαψε να υπάρχει, απ’ τη στιγμή που το πιάσαμε στα χέρια μας – σαν τις τοιχογραφίες στις κατακόμβες του Φελλίνι, που εξαφανίστηκαν μόλις τις άγγιξε ο αγέρας από τον πάνω κόσμο. Το Ρεμπέτικο υπήρχε μόνον έναν καιρό που λειτουργούσε παράνομα σε απρόσιτες και απομακρυσμένες κρυψώνες, κάπου στα πέριξ. Ακόμα υπήρχε και όταν άρχιζε να εκφράζει λειτουργικά, πάθη και βιώματα μεταπολεμικά μιας ανώνυμης, ζαλισμένης απ’ τη καταστροφή, προδομένης μάζας, που ένιωθε την ανάγκη της ερωτικής επικοινωνίας και δεν μπορούσε, και τη διάθεση να ξεφύγει από την πραγματικότητα της, και πάλι, δεν μπορούσε. Όλη αυτή η περίοδος μας έδωσε ογδόντα τραγούδια. Τίποτα παραπάνω. Ογδόντα τραγούδια και έναν μύθο, γραφικό σήμερα. Γραφικό όπως ο Θεόφιλος και ο Καραγκιόζης.