Ο μπάρμπα-Θύμιος τα χρόνια της χούντας

 διήγημα του Gpointofview

Ο μπάρμπα-Θύμιος τα χρόνια της χούντας

Η  βαρκούλα, με τους δυο νεαρούς μέσα, γυρίζοντας από το κοντινό ψάρεμα, μέσα στον όρμο του λιμανιού, ήρθε κι έδεσε δίπλα στην καμπινάτη βάρκα. Ο γέρος που ήταν μέσα ρώτησε κλασσικά :

– Είχε τίποτε ;

Ο ένας νεαρός έδειξε στον μπάρμπα- Θύμιο ένα λυθρινάκι ίσαμε το δάκτυλό του :

– Να τέτοια ψάρια είχε…

– Τι να σου κάνει κι ετούτο το πεδίον, απάντησε ο γέρος, ψαρεύεται συνεχώς, δεν αφήνουν τα ψάρια να μεγαλώσουν. Παλαιόθεν είχε καλά ψάρια, μέχρι και αστακούς έπιανα. 

– Αστακούς ;

– Ναι, ερυθροφαίους με κυανάς παρειάς !

Ο μπάρμπα-Θύμιος συνταξιούχος αστυνομικός διευθυντής -του Τμήματος Ηθών- προσπαθούσε να μιμηθεί τον δικτάτορα στις ελληνικούρες. Όπως οι περισσότεροι, το φαιό το πέρναγε για καφέ χρώμα, δεν φανταζότανε πως η φαιά του ουσία είχε μια ταπεινή γκρίζα απόχρωση. Λεπτομέρειες. Η χούντα τον είχε αξιοποιήσει ορίζοντάς τον πρόεδρο του ναυτικού ομίλου του χωριού. Η γενική γραμμή ήταν «κάθε πόλη και στάδιο, κάθε χωριό και γυμναστήριο» αλλά σ’ αυτό το παραθαλάσσιο χωριό αντί για γυμναστήριο κτίσανε μια αποθήκη για τα σκάφη και ένα αναψυκτήριο από πάνω, το βάπτισαν ναυτικό όμιλο, έφιαξαν και μια επιτροπή με πρόεδρο τον μπάρμπα-Θύμιο και μέλη που δεν ξαναπάτησαν παρά μόνο όταν είχανε καμιά εκδήλωση, για το κέρασμα. Αθλητές δεν είχανε και τα κωπηλατικά σκάφη δεν βγήκανε ποτέ από την αποθήκη. Εφιαξαν όμως μια προβλήτα που απάγγιαζε μια χαρά και φέρανε τις ψαρόβαρκες τους οι κάτοικοι. 

 Ο άλλος νεαρός είπε στον μπάρμπα-Θύμιο :

– Πιάσαμε βέβαια κι αυτά… και σήκωσε δυο λυθρινάρες της μισής οκάς η καθεμιά.

Ο μπαρμπα-Θύμιος στραβοκατάπιε.

– Μπράβο σας, ψέλλισε και χώθηκε στην καμπίνα της βάρκας του. Υπήρχε πάντοτε ένας άτυπος συναγωνισμός ανάμεσα στους ερασιτέχνες ψαράδες που άραζαν τις βάρκες τους εκεί. Ο ίδιος σπάνια έπιανε κάνα λυθρινάκι που του το τηγάνιζε ο καφετζής του ομίλου.

Το αναψυκτήριο του ομίλου ήταν ο τόπος συγκέντρωσης της νεολαίας του χωριού, κυρίως της αθηναϊκής που πέρναγε τα καλοκαίρια της εδώ, και της ντόπιας, όσης δεν φοβότανε να συγχρωτισθεί μαζί της. Ισως το υποχρεωτικό πηλήκιο που φοράγανε στο σχολείο να είχε παίξει τον ρόλο του στα αγόρια, τα τοπικά κορίτσια δεν τα άφηναν οι μανάδες τους σε μικτές παρέες. Είχε μέρος για βουτιές, μέρος για ρακέττες, καμπίνες και τον γερο-Χαράλαμπο να φιάχνει καφέδες και να σερβίρει πορτοκαλάδες και ουζάκια. Υπήρχε μια κάποια κακή φήμη στους μεγάλους για τους νεαρούς πρωτευουσιάνους που καπνίζανε, ακούγανε ροκ και χορεύανε με τα κορίτσια της παρέας. Ισως να οφειλότανε στα κουτσομπολιά του Χαράλαμπου που μάταια το πάλευε μήπως και γίνει τίποτε με τις πιτσιρίκες κι έβγαζε έτσι το άχτι του. Τους έλεγε διάφορα περί της μεγάλης του πείρας από την ζωή, αλλά -φανερά τουλάχιστον- δεν τσίμπησε καμιά. Τις σπάνιες φορές που ερχότανε καμιά τουρίστρια της τάριχνε στο αγγλικό. Της έδειχνε τον Παρνασσό απέναντι και αναστέναζε » Δις ιζ Ντέλφι, δη όμφαλους οφ δη ερθ » και τέτοια, μέχρι να τον μαζέψει ο πρώην αστυνομικός διευθυντής. 

Ο μπάρμπα-Θύμιος είχε πάρει με καλό μάτι τους νεαρούς γιατί δεν εύρισκε άλλους να ακούσουνε τις ιστορίες του, οι χωρικοί τον είχανε στην άκρη, δεν εμπιστεύονταν τους αστυνομικούς.  Ο υπενωματάρχης και οι χωροφύλακες δεν τολμούσανε να κάτσουν μαζί μ’ έναν αξιωματικό της αστυνομίας, ακόμα κι όταν ήταν στην σύνταξη. Υπήρχε και μια άλλη φήμη που τον συνόδευε, ο μπακάλης και μοναδικός προμηθευτής πετρελαίου στο χωριό ορκιζότανε πως ποτέ δεν είχε αγοράσει πετρέλαιο από αυτόν.

– Και πως κινεί την βάρκα ;

– Λένε πως σηκώνεται πολύ πρωί, πριν ξυπνήσουν οι ψαράδες και παίρνει λίγο-λίγο πετρέλαιο από όλες τις άλλες βάρκες να μην τον καταλάβουνε και βολεύεται.

– Οι άντρες στις χριστιανικές κοινωνίες έχουν την ευκαιρία μέχρι τα σαράντα τους να βάλουνε μυαλό, ύστερα είναι αργά, έλεγε  με ύφος Νέστορα ο μπάρμπα-Θύμιος στους νεαρούς.

– Στις μουσουλμανικές κοινωνίες η ευκαιρία του άντρα να βάλει μυαλό είναι μέχρι να παντρευτεί. Αμα δεν διαλέξει σωστά του δίνει η θρησκεία του το δικαίωμα να παντρευτεί και δεύτερη φορά κι αυτός νομίζει πως τώρα τάχα ξέρει να διαλέξει γυναίκα και φορτώνεται δεύτερο βαρίδι, μπορεί και τρίτο αν έχει τα λεφτά. Είναι το ίδιο με τις γυναίκες στον τόπο μας. Σημασία έχει με ποιόν θα πρωτοπάνε, εκεί κρίνονται. Αμα στραβοδιαλέξει τον πρώτο κι όλοι οι άλλοι πάρτον ένα και κτύπα τον άλλον θα είναι και θα γυρίζει χωρίς να στεριώνει πουθενά, σαν την άδικη κατάρα. Αυτά τα ξέρανε οι παλιοί γι αυτό είχανε τα συνοικέσια και γι’ αυτό η εκκλησία μας δεν επιτρέπει δευτεροπαντρειές σε άντρες και γυναίκες. Να δούμε τώρα αν η Εθνική Κυβέρνηση μπορεί να μας ξαναγυρίσει στον σωστό δρόμο από τις ανηθικότητες των αριστερών!

Οι νεαροί δεν τον χώνευαν αλλά δεν του τόδειχναν για να μη τους διώξει από τον χώρο, ο όμιλος ήταν περίπου ιδιοκτησία του. Ενα βράδυ, οι πιο τολμηροί από αυτούς σπάσανε την κλειδαριά και μπήκαν στην καμπίνα της βάρκας του. Του πήραν τις δυο πετονιές που είχε και τρία πακέττα 555 -θρή φάιβς- τα εγγλέζικα τσιγάρα που κάπνιζε. Τις πετονιές τις πέταξαν, δεν ήταν σόι, τα τσιγάρα τα κάπνισαν κρυφά. Ενας βούτηξε στο νερό και προσπάθησε να βγάλει τον πίρο της βάρκας, να την βουλιάξει, μα δεν τα κατάφερε.

Την άλλη μέρα ο μπάρμπα-Θύμιος τους έλεγε πως του κλέψανε τέσσερις πετονιές και πέντε πακέττα τσιγάρα, εγγλέζικα, από τα ακριβά.

– Θα τους βρώ που θα μου πάνε, αλήτες είναι, όχι καλά παιδιά όπως εσείς !

Το φούσκωμα των κλοπιμαίων παρέσυρε και τα τελευταία απομεινάρια της εκτίμησης των νεαρών.

Οι κάτοικοι του Γαλαξιδιού είχαν νοοτροπία νησιώτικη. Στην ουσία δεν υπήρχε δρόμος που να τους ενώνει με την υπόλοιπη Ελλάδα, η συγκοινωνία γινότανε με καΐκια μέχρι την κοντινή πολιτεία, την Ιτέα, μισή ώρα δρόμο, τρεις φορές την ημέρα. Η χούντα υλοποίησε ένα νατοϊκό σχέδιο κι έφιαξε έναν δρόμο όλο παραλία να ενώνει δυό μέρη που η διαδρομή τους στα Φωκικά του Παυσανία περιγράφεται σαν άθλος. Το νατοϊκό σκεπτικό ήταν να μπορούν να κάνουν απόβαση σε όλη την ακτογραμμή της Στερεάς Ελλάδας. Το έργο το ανέλαβαν ο Σκαπανέας με την ΜΟΜΑ.  Το ονόμασαν Εθνική Οδός Ιτέας-Ναυπάκτου και ήταν ένας άθλιος δρόμος, αλλά δρόμος ! Η χούντα κέρδισε την συμπάθεια των τοπικών πληθυσμών, ιδίως εκείνων των αρβανίτικων χωριών, από το Γαλαξίδι μέχρι την Ναύπακτο, που ήταν κτισμένα στα βουνά για τον φόβο των πειρατών και τώρα που κατέβηκαν στην θάλασσα, στον δρόμο ελληνοποίησαν τα ονόματά τους… η πρώην Βίδαβη, Κίσελη, Βιτρινίτσα κ.λ.π.  δόσανε την θέση τους σε εύηχα ονόματα όπως Αγιοι Πάντες, Πάνορμος και Ερατεινή. Ο δρόμος έκανε κάποια χρόνια να ενώσει τα δυό κομμάτια του στην Χαμοπάσα, ένα παραλιακό γκρεμό, ψηλό κι απότομο, η Κακιά Σκάλα ωχριά μπροστά του.

Υπήρξε κάποια δυσαρέσκεια των ντόπιων στον «πολιτισμό» που έφερε το άνοιγμα του δρόμου, ένα δείγμα ήταν οι ονομασίες των δρόμων του Γαλαξιδιού, απαραίτητες για τους ξένους που τώρα μπορούσαν να έρθουν οδικώς.  Εκεί που ξέρανε το καντούνι του Αγίου Νικολάου, τον δρόμο της αγοράς και την πλατεία, τα Μανουσάκια -φαίνεται θα φυτρώνανε κάποτε εκεί- είδανε με έκπληξη κάτι μπλε ταμπέλες, οδός 21ης Απριλίου, οδός Εθνεγέρσεως, πλατεία Ηρώων και τέτοια. Ηταν μια ενόχληση στον συντηρητισμό τους.

Αλλά μεγαλύτερη ήταν η έκπληξη των κατοίκων όταν κάποιο πρωΐ είδαν μουτζουρωμένα τα ονόματα των δρόμων και από πάνω γραμμένα οδός Δημοκρατίας, οδός Συγγρού, οδός Πειραιώς και άλλα μη εθνικόφρονα. Η έκπληξη έγινε απέχθεια όταν μάθανε πως το ίδιο βράδυ  κάποιοι είχαν ζωγραφίσει στον πίσω τοίχο του κτιρίου της χωροφυλακής ένα κατακόκκινο σφυροδρέπανο !

Τέλος, σκάρτα εκατό  μέτρα από ένα σπίτι, το Μητροπουλέικο, στον μοναδικό πλίθινο τοίχο που είχε απομείνει από το κάποτε μπακάλικο, κάτω από την επιγραφή : 

ΟΙΝΟΠΑΝΤΟΠΩΛΕΙΟΝ ΙΩΑΝΝΟΥ ΑΡΒΑΝΙΤΗ  

«Ο ΜΑΥΡΟΓΙΑΝΝΟΣ»

κάποιος είχε γράψει με μπογιά, μια λέξη μοναχά :

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Η χωροφυλακή πέρασε στο ντούκου το θέμα, ασβέστωσε το σφυροδρέπανο αμέσως και κατέβασε τις μουτζουρωμένες και ξαναγραμμένες πινακίδες προς ικανοποίηση των ντόπιων που δεν τις χώνεψαν ποτέ. Η λέξη ελευθερία καλύφθηκε με μαύρη μπογιά λίγες ώρες μετά, από ενέργειες κατοίκων με εθνικόφρονες ανησυχίες. Αποκατεστάθη η τάξις ! Το θέμα ξεχάστηκε σιγά-σιγά. Μόνο κάποιοι νεαροί επέμεναν να κουρδίζουν τον πάλαι ποτέ αστυνομικό διευθυντή πως είναι θέμα τιμής να βρεθούν «οι αλήτες που τα έκαναν» και τον καλούσαν να αναλάβει δράση. Κι αυτός να τους λέει πως δεν έχει πληροφοριοδότες στο χωριό -ποτέ τους δεν τον συμπάθησαν οι ντόπιοι, ήταν γαλαξιδιωτόγαμπρος- κι αν θέλουν οι νεαροί μπορούν να τον βοηθήσουν, αν τυχόν ακούσουν κάτι.

– Είμαι σίγουρος πως είναι οι ίδιοι αλήτες που έκλεψαν τις πετονιές και τα τσιγάρα από την βάρκα μου, έλεγε.

Και δεν είχε άδικο αλλά δεν τόμαθε ποτέ.

(*) 

Διευκρίνηση : Η διήγηση στηρίζεται σε μεγάλο μέρος από αληθινά γεγονότα. Η αναγραφή της λέξης ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ σε τοίχο έγινε  μετά το γνωστό ποίημα της Κωστούλας Μητροπούλου «ο Δρόμος» που μελοποίησε ο Μάνος Λοΐζος, δεν ήταν η αφορμή.

Πηγή:sarantakos.Wordpress.com