Λέξεις που χάνονται

 

— Κ —

καθέλκυση: (ουσ. θηλ.) .

καινοφανής: (επίθ.) υτός που εμφανίζεται για πρώτη φορά, ο πρωτοεμφανιζόμενος.

καιροφυλακτώ: (ρ.) περιμένω την κατάλληλη περίσταση για να κάνω κάτι, παραμονεύω, καραδοκώ.

καπηλεύομαι:

κατακερματισμός:

καταπίστευμα: (ουσ. ουδ.) αυτό που εμπιστεύεται κανείς σε κάποιον άλλο.

κατάφωρος: (επίθ.) ολοφάνερος, χειροπιαστός, οφθαλμοφανής.

κατηφής: (επίθ.) κατσούφης, σκυθρωπός.

κατηχούμενος: (μτχ.)

κίβδηλος: (επίθ.) ψεύτικος, πλαστός.

κόλαφος: (ουσ. αρσ.) .

κονιορτοποιώ: (ρ.) λιώνω, μετατρέπω κάτι σε σκόνη.

κωλησιεργώ: (ρ.) καθυστερώ την εκτέλεση ενός έργου.

— Λ —

λεξιθηρία: (ουσ. θηλ.) η αναζήτηση σπάνιων λέξεων και εκφράσεων και η χρησιμοποίησή τους στον προφορικό ή γραπτό λόγο.

λίκνο: (ουσ. ουδ.) κούνια / κοιτίδα / ο τόπος όπου για πρώτη φορά γεννήθηκε ή αναπτύχθηκε κάτι.

λιποψυχώ: (ρ.) δειλιάζω, φοβάμαι.