Χειμωνιάτικος Ήλιος

Λαογραφήματα του Γιώργου Ζούγρου, δασκάλου

Κάποτε στον ουρανό υπήρχαν δέκα ήλιοι, λέει ένας κινέζικος μύθος και εμφανίζονταν ένας – ένας με τη σειρά κάθε μέρα. Μετά από λίγο καιρό άρχιζαν να εμφανίζονται όλοι μαζί στον ουρανό και οι άνθρωποι δεν άντεχαν τόση θερμότητα. Ο πατέρας των ανθρώπων ζήτησε από τον τοξότη Υί να συναιτήσει τους ήλιους.

Εκείνος σκότωσε τους εννέα και έμεινε μονάχα ένας, αυτός που ακόμα και σήμερα, βασιλεύει στον ουρανό.

Στο ετήσιο ταξίδι της Γης γύρω από τον Ήλιο, η μέρα και η νύχτα ανταλλάζουν ρόλους, με ένα ρυθμό που κορυφώνεται στα δύο ηλιοστάσια και ισορροπεί στις δύο ισημερίες. Για το βόρειο ημισφαίριο η μεγαλύτερη ημέρα

του χρόνου είναι στις 21 Ιουνίου (θερινό ηλιοστάσιο) και η μικρότερη ημέρα είναι στις 21 Δεκεμβρίου (χειμερινό ηλιοστάσιο).

Οι αρχαίοι Έλληνες για να εξηγήσουν την αλλαγή των εποχών έπλασαν το μύθο της αρπαγής της Περσεφόνης, κόρης της θεάς Δήμητρας, από τον Πλούτωνα βασιλιά του κάτω κόσμου. Για τη φυσική επιστήμη είναι απλά ένα φυσικό φαινόμενο, που οφείλεται στην κλίση του άξονα της γης.

Ο Ήλιος αποτελεί θεϊκό σύμβολο, από την αρχαιότητα μέχρι και σήμερα. Από πολλούς λαούς λατρεύτηκε σα θεός, όπως στην Αίγυπτο ο θεός Ρα. Απ’ το θεό Ρα, το δημιουργό του φωτός και του κόσμου, γεννήθηκε η Γη και ο Ουρανός. Οι ειδωλολάτρες γιόρταζαν τότε τη γιορτή του Ήλιου. Οι χριστιανοί, καθόλου τυχαία, τοποθέτησαν τα Χριστούγεννα στις 25 Δεκεμβρίου, με σκοπό τον εκτοπισμό των ειδωλολατρικών εορτών.

Οι συμβολισμοί είναι πολλοί. Κυρίως είναι η νίκη του φωτός επί του σκότους. «Η μέρα αρχίζει να τρώει από τη νύχτα», λέει ο λαός. Ο ήλιος σύμβολο δικαιοσύνης που φέγγει κάθε πρωί για όλο τον κόσμο, για δικαίους και αδίκους. Ο παντεπόπτης ήλιος που βλέπει τα πάντα «Ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον». Ήλιος ο ζωοδότης…

«Ήλιε μ’ δε φέυγεις αγλήγορα, να πας να βασιλέψεις

σε καταριώνται τ’ άλογα, που στέκονται στ’ αλώνι

σε καταριέται η εργατιά κι όλοι οι ξενοδούλοι

σε καταριώνται τ’ αρφανά τα καταφρονεμένα».

Βρισκόμαστε στην καρδιά του χειμώνα. Κοιμάται η φύση, προσμένοντας την άνοιξη. Τα κρούσταλλα σπαθιά ξεγυμνωμένα, κρέμονται στα κεραμίδια. Τα κοτσύφια και οι τρυποφράχτες ζυγώνουν στις αυλές. Τα μαργωμένα σπουργίτια έρχονται στο πρεβάζι του παραθυριού, απαγκιάζουν για λίγο και ύστερα χάνονται μέσα στο χιονιά. Τα χνώτα μας παγώνουν στον κρύο βοριά. Πώς θα ζεσταθούν τα χέρια των παιδιών; Πώς θα ζεσταθούν οι καρδιές των ανθρώπων; Υπάρχει μια γιορτή που ζεσταίνει τις καρδιές των ανθρώπων. Ας κοιτάξουμε λίγο μέσα μας. Η ευαισθησία δεν είναι αδυναμία. Η απλότητα και η ταπεινότητα είναι όλο το πνεύμα αυτής της γιορτής.

«Να ’μουν του σταύλου εν’

άχυρο, ένα φτωχό κομμάτι

την ώρα π’ άνοιξε ο Χριστός

στον ήλιο του το μάτι».

«Χριστούγεννα, πρωτούγεννα,

πρώτη γιορτή του χρόνου».

Η σημερινή ατμόσφαιρα με τα πολύχρωμα λαμπιόνια και τα χριστουγεννιάτικα στολίδια, αφήνουν χώρο για όνειρα και αναπολήσεις. Τότε που η γιαγιά σφίγγοντας στους ώμους της την πελεγρίνα της, έριχνε στη χόβολη τη σταχτόκλουρα. Κι άλλοτε πάλι έψηνε εκεί κάστανα, κυδώνια, μήλα, πατάτες ή κρεμμύδια. Κι εμένα μου φαίνονταν όλα πιο νόστιμα στη χόβολη.

Το λυχνάρι φώτιζε τα σκοτάδια. Τα πρόσωπα φωτίζονταν. Φωτίζονταν τόσο που διάβαζες πάνω τους τη χαρά και τη συγκίνηση. Εμείς τα παιδιά ισιάζαμε τη στάχτη στο τζάκι για να βρούμε το πρωί τις πατημασιές των καλικάντζαρων που κατέβαιναν τη νύχτα απ’ το μπουχαρί. Έπειτα μας έπαιρνε ένας γλυκός ύπνος δίπλα στο παραγώνι. Τί άκουσαν τούτα τα παραγώνια; Τι ιστορίες, τι παραμύθια! Εδώ γύρω στην «Εστία» όλες οι χαρές και οι λύπες της φαμελιάς.

Σε λίγες μέρες θα έχουμε τη γρουνοχαρά, όπως λένε οι μεγάλοι! Θα σφάξουμε το καλοθρεμμένο γουρούνι. Πάντα μου έκανε ζωηρή εντύπωση εκείνη η εικόνα που το κατάλευκο χιόνι βάφονταν με το αίμα του γουρουνιού. Η μάνα περίμενε με τα κάρβουνα και το θυμιάμα, πάνω σ’ ένα κεραμίδι για να τα ρίξει στη σφαγή και ο πατέρας έβαζε ένα κατακίτρινο λεμόνι στο στόμα του γουρουνιού.

Εμείς τα παιδιά περιμέναμε ανυπόμονα να πάρουμε την «φούσκα», να την σταχτώσουμε λίγο και μ’ ένα καλάμι να την φουσκώσουμε, να την κάνουμε μπάλα να παίξουμε!!!

Πέτρινα χρόνια, αλλά για μας ανέμελα.

Την πρωτοχρονιά με φώναζε η γειτόνισσά μας, η Βασίλαινα, για «σπούρνια» αρνιά…». Πήγαινα μ’ ένα μικρό χλωρό πουρναράκι και το ’βαζα στ’ αναμμένο τζάκι κι έλεγα: «σπούρνια αρνιά, κατσίκια, νύφες, γαμπροί, κλώσσα με τα πλια. Και του χρόνου». Εκείνη με φίλευε κανένα διφραγκάκι, ένα μήλο, ένα πορτοκάλι, ξερά σύκα, καρύδια κι αμύγδαλα. Ένιωθα τότε σπουδαίος! Στο παιδικό μυαλό μου όλα έμοιαζαν μαγικά τέτοιες μέρες.

Το άρμα του ήλιου κάνει ένα σύντομο πέρασμα στον ουρανό. Η γης ανασαίνει.

Η καταχνιά σηκώνεται στα καμποχώρια. Όλα τα ζωντανά ψάχνουν το χειμωνιάτικο ήλιο, που είναι τόσο βιαστικός.

«Θέλουν ν’ ανθίσουν τα κλαριά κι ο πάγος δεν τ’ αφήνει…».

Θα περάσει καιρός ώσπου ο ήλιος να ψιθυρίσει το ξύπνημα της φύσης. Η αναμονή της άνοιξης δίνει κουράγιο κι υπομονή στους τσοπάνηδες που πιάνουν τα προσήλια. Κι έρχεται η άνοιξη κάθε χρόνο αλάθευτα. Και τότε συντελείται το θαύμα της μεταμόρφωσης της γης.

Όταν καλοσύνευε ο καιρός έστελναν εμάς τους μικρούς να βοηθήσουμε στο άρμεγμα, να βαρέσουμε στη στρούγκα. Καβάλα στον ήρεμο γάιδαρό μας ανηφόριζα στο βουνό. Κουνιόμουν ρυθμικά και μηχανικά σύμφωνα με το περπάτημά του. Ο νους μου ταξίδευε μέσα στα πολύχρωμα ροϊδάμια, στ΄ αγριολούλουδα που φύτρωναν τριγύρω στα πουρνάρια, στις σαύρες που λιάζονταν στα βράχια.

Κι όσο έμπαινα στην καρδιά του βουνού, τόσο ζωντάνευαν οι ιστορίες με τα ζλάπια και τις αρκούδες, τις καλότυχες και τ’ αερικά! Η βρύση κοντά στο πλατάνι καλοδέχεται κάθε περαστικό, που γίνεται ένα με τη φύση, κομμάτι της, σπλάχνο της. Ο άνθρωπος ταιριασμένος με τη φύση, χωρίς να την αντιμάχεται, χωρίς να την πολεμάει. Ο ένας δίπλα στον άλλο συνοδοιπόροι στη ζωή. Εκεί ψηλά ανακατεύονται οι μυρουδιές του θυμαριού και της άγριας μέντας, τις παίρνει ο αέρας και τις ταξιδεύει. Στο βάθος τα κυπροκούδουνα, τ’ αλυχτίσματα σμίγουν με τα μαυλίσματα του τσοπάνη. Έκοψα μια βέργα να δέρνω τον αέρα και τα πατζάκια μου κι έτσι ανέμελα έπιασα ένα τραγούδι.

«Γιώργο, μας πήρε η άνοιξη, Γιωργάκη, Γιωργάκη

Τώρα φουντώνουν τα κλαριά και κλειούν τα μονοπάτια

Τώρα φιλιούνται οι όμορφες με τα παλικαράκια…».

Κ αφού μπήκα στα μεράκια είπα κι ακόμα ένα.

«Σε κοντοσκάλι ανέβαινα, εψές το βράδυ – βράδυ

και ντώσε το σελάχι μου κι έχασα το μαντήλι

Με τετρακόσια δυο φλουριά, με δραμάκια μόσχο

Δεν κλαίω ο δόλιος τα φλουριά, δεν κλαίω και για το μόσχο

μον’ κλαίω το μαντηλάκι μου, το χρυσοκεντησμένο

Οπού μου το κεντάγανε πεντέξι παντρεμένες

και τέσσερις ανύπαντρες και δυο αρριβωνιασμένες…».

Μια ανθρώπινη φιγούρα φάνηκε στο βάθος του δρόμου. Όταν κοντοζύγωσε αναγνώρισα το μπαρμπα – Μήτρο. Βάδιζε αργά, κουβαλούσε τις έγνοιες του και τον ντορβά του κρεμασμένο στη γκλίτσα του. Το ηλιοκαμένο και ρυτιδωμένο πρόσωπό του μαρτυρούσε πως πέρασε πολλά. Κοντοστάθηκε, καλημέρισε κι έριξε σ’ ένα πουρνάρι τη μαλλιότα του. Κάθισε να πάρει μιαν ανάσα. Έβγαλε την καπνοσακούλα κι ένα χαρτί να στρίψει ένα τσιγάρο. Ξαφνικά ξαστέρωσε το πρόσωπό του. Κοίταξε πέρα μακριά τις χιονισμένες βουνοκορφές και χαμογέλασε. «Τι βρέχει ο ουρανός και δεν το πίνει η γης», είπε.

Πρέπει να βρεις το κλειδί για να ξεκλειδώσεις αυτούς τους ανθρώπους. Μετά τα λένε μόνοι τους. Η αρχή είναι δύσκολη. Κάποτε κι όλο κάποτε έλεγε, ποτέ ακριβώς! Οι ζωές των ανθρώπων είναι σενάρια, πότε παράξενα και πότε συνηθισμένα. Πάντα όμως με πόνο κι αγώνα.

«Η ευτυχία, παιδί μου, είπε, μοιάζει με το χειμωνιάτικο ήλιο.

ανατέλλει αργά και δύει νωρίς…».

Γιώργος Ζούγρος

Δάσκαλος-Λαογράφος